ἀπατάω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0281.png Seite 281]] betrügen, täuschen; Hom. Iliad. 9, 344. 15, 33 Od. 4, 348. 17, 139; δολοφροσύνῃς Iliad. 19, 97; Pind. frg. 175; im pass. Soph. Ai. 794; einzeln in att. Prosa, κλέμματα ἀπατᾶν τινα Thuc. 5, 9, doch seltener als das composit. [[ἐξαπατάω]]; – ἀπατᾶσθαι, ὡς, sich trügerischer Weise überreden lassen, etwas zu thun, Plat. Prot. 323 a; ἀπατήσομαι passiv. Phaedr. 262 a. – Sp. sich die Zeit vertreiben, wie fallere tempus. – Med., sich irren, Heliod. – Die Abltg ist zweifelhaft, vgl. Buttmann Lexil. 1, 274.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0281.png Seite 281]] betrügen, täuschen; Hom. Iliad. 9, 344. 15, 33 Od. 4, 348. 17, 139; δολοφροσύνῃς Iliad. 19, 97; Pind. frg. 175; im pass. Soph. Ai. 794; einzeln in att. Prosa, κλέμματα ἀπατᾶν τινα Thuc. 5, 9, doch seltener als das composit. [[ἐξαπατάω]]; – ἀπατᾶσθαι, ὡς, sich trügerischer Weise überreden lassen, etwas zu thun, Plat. Prot. 323 a; ἀπατήσομαι passiv. Phaedr. 262 a. – Sp. sich die Zeit vertreiben, wie fallere tempus. – Med., sich irren, Heliod. – Die Abltg ist zweifelhaft, vgl. Buttmann Lexil. 1, 274.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ἠπάτων]], <i>f.</i> ἀπατήσω, <i>ao.</i> [[ἠπάτησα]], <i>pf.</i> [[ἠπάτηκα]];<br /><i>Pass. f.</i> ἀπατηθήσομαι, <i>ao.</i> ἠπατήθην, <i>pf.</i> ἠπάτημαι;<br /><b>1</b> tromper, décevoir : τινά [[τι]] qqn par qqe ruse ; <i>abs.</i> être trompeur;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> être trompé ; se tromper : τινος sur le compte de qqn, <i>sel. d'autres</i> être trompé par qqn ; [[περί]] [[τι]] sur qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπάτη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπᾰτάω''': Ἰων. -έω: παρατ. ἠπάτων Εὐρ. Ἠλ. 938, Ἰων. ἐξαπάτεσκον Χρησμ. ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1070: μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ἠπάτησα, Ἰων. ἀπάτησα Ἰλ. Ι. 344. Σοφ. Τρ. 500 (λυρ.): πρκμ. ἠπάτηκα: ― Παθ., μέλλ. ἀπατηθήσομαι Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 21, 9, πρβλ. (ἐξ-) Πλάτ. Κρατ. 436Β, Αἰσχίν.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἐν τῷ μέσ. τύπω ἀπατήσομαι Πλάτ. Φαίδρ. 262Α, (ἐξ-) Ξεν. Ἀν. 7. 3, 3: ἀόρ. ἠπατήθην Πλάτ.: πρκμ. ἠπάτημαι Θουκ., κτλ.: ([[ἀπάτη]]). Ἀπατῶ. Λατ. decipere, Ἰλ. Τ. 97, Ὀδ. Ρ. 139, κτλ.: [[διαψεύδω]] τινὸς τὰς ἐλπίδας, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 460· οἷ’ ἠπάτηκας Σοφ. Φ. 929· κλέμματα… ἃ τὸν πολέμιον ἀπατήσας (αἰτ. [[σύστοιχος]]: κατὰ σημασ.) Θουκ. 5. 9: ― ἀπολ., εἶμαι [[ἀπατηλός]], Ἀριστ. Ρητ. 1.15, 25: ― Παθ., ἀπατῶμαι, σφάλλομαι, Σοφ. Ο. Τ. 594· ἔγνωκα… φωτὸς ἠπατημένη ὁ αὐτ. Αἴ. 807. κτλ.· τί γὰρ οὐκ ἐμοὶ ἔρχεται ἀγγελίας ἀπατώμενον; τί [[ἀγγελία]] μοὶ ἔρχεται ἥτις νὰ μὴ [[εἶναι]] ἀπατηλή; ὁ αὐτ. Ἠλ. 170, [[ἔνθα]] ἴδε Jebb: οὕτω παρὰ Πλάτ., κτλ.· ἀπ. [[περί]] τι Ἀριστ. Ρητ. 1. 10, 4· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. π. Αἰσθ. 4. 21· ἀπ. ταύτην τὴν ἀπάτην ὁ αὐτ. Ἀν. Ὕστ. 1. 5, 1. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], ἀπατᾶσθαι, ὡς.., σφάλλεσθαι ἐν τῷ νομίζειν ὅτι.., Πλάτ. Πρωτ. 323Α: ― Τὸ σύνθ. [[ἐξαπατάω]] [[εἶναι]] συνηθέστερον ἰδίως παρ’ Ἡροδότῳ καὶ τοῦς πεζοῖς Ἀττ.
|lstext='''ἀπᾰτάω''': Ἰων. -έω: παρατ. ἠπάτων Εὐρ. Ἠλ. 938, Ἰων. ἐξαπάτεσκον Χρησμ. ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1070: μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ἠπάτησα, Ἰων. ἀπάτησα Ἰλ. Ι. 344. Σοφ. Τρ. 500 (λυρ.): πρκμ. ἠπάτηκα: ― Παθ., μέλλ. ἀπατηθήσομαι Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 21, 9, πρβλ. (ἐξ-) Πλάτ. Κρατ. 436Β, Αἰσχίν.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἐν τῷ μέσ. τύπω ἀπατήσομαι Πλάτ. Φαίδρ. 262Α, (ἐξ-) Ξεν. Ἀν. 7. 3, 3: ἀόρ. ἠπατήθην Πλάτ.: πρκμ. ἠπάτημαι Θουκ., κτλ.: ([[ἀπάτη]]). Ἀπατῶ. Λατ. decipere, Ἰλ. Τ. 97, Ὀδ. Ρ. 139, κτλ.: [[διαψεύδω]] τινὸς τὰς ἐλπίδας, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 460· οἷ’ ἠπάτηκας Σοφ. Φ. 929· κλέμματα… ἃ τὸν πολέμιον ἀπατήσας (αἰτ. [[σύστοιχος]]: κατὰ σημασ.) Θουκ. 5. 9: ― ἀπολ., εἶμαι [[ἀπατηλός]], Ἀριστ. Ρητ. 1.15, 25: ― Παθ., ἀπατῶμαι, σφάλλομαι, Σοφ. Ο. Τ. 594· ἔγνωκα… φωτὸς ἠπατημένη ὁ αὐτ. Αἴ. 807. κτλ.· τί γὰρ οὐκ ἐμοὶ ἔρχεται ἀγγελίας ἀπατώμενον; τί [[ἀγγελία]] μοὶ ἔρχεται ἥτις νὰ μὴ [[εἶναι]] ἀπατηλή; ὁ αὐτ. Ἠλ. 170, [[ἔνθα]] ἴδε Jebb: οὕτω παρὰ Πλάτ., κτλ.· ἀπ. [[περί]] τι Ἀριστ. Ρητ. 1. 10, 4· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. π. Αἰσθ. 4. 21· ἀπ. ταύτην τὴν ἀπάτην ὁ αὐτ. Ἀν. Ὕστ. 1. 5, 1. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], ἀπατᾶσθαι, ὡς.., σφάλλεσθαι ἐν τῷ νομίζειν ὅτι.., Πλάτ. Πρωτ. 323Α: ― Τὸ σύνθ. [[ἐξαπατάω]] [[εἶναι]] συνηθέστερον ἰδίως παρ’ Ἡροδότῳ καὶ τοῦς πεζοῖς Ἀττ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ἠπάτων]], <i>f.</i> ἀπατήσω, <i>ao.</i> [[ἠπάτησα]], <i>pf.</i> [[ἠπάτηκα]];<br /><i>Pass. f.</i> ἀπατηθήσομαι, <i>ao.</i> ἠπατήθην, <i>pf.</i> ἠπάτημαι;<br /><b>1</b> tromper, décevoir : τινά [[τι]] qqn par qqe ruse ; <i>abs.</i> être trompeur;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> être trompé ; se tromper : τινος sur le compte de qqn, <i>sel. d'autres</i> être trompé par qqn ; [[περί]] [[τι]] sur qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπάτη]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth