ἀπατάω

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰτάω Medium diacritics: ἀπατάω Low diacritics: απατάω Capitals: ΑΠΑΤΑΩ
Transliteration A: apatáō Transliteration B: apataō Transliteration C: apatao Beta Code: a)pata/w

English (LSJ)

[ᾰπ], late Ion. ἀπατέω Luc.Syr.D.27 (Pass.): impf. ἠπάτων E.El.938, Ion. ἐξ-απάτασκον Orac. in Ar.Pax1070: fut. -ήσω: aor. ἠπάτησα, Ion. ἀπ- Il.9.344, S.Tr.500 (lyr.): pf. ἠπάτηκα Id.Ph. 929:—Pass., fut. ἀπατηθήσομαι Arist.APr.67a38, cf. (ἐξ-) Pl.Cra. 436b, Aeschin.2.123; also in Med. form ἀπατήσομαι Pl.Phdr.262a, (ἐξ-) X.An.7.3.3: aor. ἠπατήθην Pl.Cri.52e: pf. ἠπάτημαι Th.5.46, etc.: (ἀπάτη):—cheat, deceive, Il.19.97, Od.17.139, etc.; cheat one's hopes, Hes.Op.462; οἷ' ἠπάτηκας S.Ph.929; κλέμματα . . ἂ τὸν πολέμιον ἀπατήσας Th.5.9: abs., to be deceptive or be fallacious, Arist.Rh. 1376b28:—Pass., to be self-deceived, be mistaken, Pi.Fr.182, S.OT594, Pl.Phdr.262a, etc.; ἔγνωκα . . φωτὸς ἠπατημένη S.Aj.807; τί γὰρ οὐκ . . ἔρχεται ἀγγελίας ἀπατώμενον; comes not belied by the result? Id.El.170; ἀ. περί τι Arist.Rh.1368b22; περί τινος Id.Sens.442b8; ἀ. ταύτην τὴν ἀπάτην Id.AP0.74a6; also ἀπατᾶσθαι ὡς .. to be deceived into thinking that... Pl.Prt.323a.—The compd. ἐξαπατάω is more common, especially in Hdt. and Att. Prose; the simple Verb is used in LXX Ge.3.13, al., but not by Plb., and is rare in later Greek, Plu. 2.15d.

Spanish (DGE)

(ἀπᾰτάω)
• Prosodia: [ᾰπ-]
• Morfología: [impf. ἀπάτασκον Cercop.3]
I c. ac. de pers. o int. o ambos
1 engañar μ' ἀπάτησας Il.15.33, cf. 9.344, 375, 19.97, Hes.Fr.43a.18, Cercop.l.c., Hdt.6.80, οἱ' ἠπάτηκας ¡cómo me has engañado! S.Ph.929, τὸν πολέμιον ἀπατήσας Th.5.9, ἑαυτὸν ἀπατᾷ Epicur.462U., ἠπάτων αὐτούς Plb.4.69.4, ἀ. αὐτόν LXX Ps.77.36, τοὺς ἰδιώτας SB 8698.17 (IV d.C.)
de sentimientos engañar, seducir, ilusionar falsamente φρένας h.Ven.7, τὴν ψυχήν Gorg.B 11.8, καρδίαν ἑαυτοῦ Ep.Iac.1.26
fig. (ἄρουρα) ... οὔ σ' ἀπατήσει (la tierra) no te defraudará Hes.Op.462
en v. pas. abs. ser engañado Μενέξενος ... ἠπατήθη ὑπὸ τοῦ Δίκαιογένους Is.5.14.
2 producir el efecto o ilusión artística del teatro, c. ac. int. ἀπάτην ... ἣν ὅ τ' ἀπατήσας δικαιότερος τοῦ μὴ ἀπατήσαντος καὶ ὁ ἀπατηθεὶς σοφώτερος τοῦ μὴ ἀπατηθέντος una ilusión que el que la consigue es más justo que el que no la consigue y el que se deja llevar por ella más sabio que el que no lo hace Gorg.B 23.
3 c. ac. de pers. e inf. persuadir, seducir a ἠπάτα αὐτὸν τοῦ συναναβῆναι μετ' αὐτοῦ LXX 2Pa.18.2.
II intr.
1 c. neg. no mantener su palabra, defraudar οὐδ' ἀπατήσω Od.4.348, 17.139, ἐς τέλος οὐκ ἀ. h.Merc.462, cf. 545.
2 en perf. ser falaz αἱ πρότεραι ὀρθαί, αἱ δ' ὕστεραι ἠπατήκασιν Arist.Rh.1376b28.
III en v. med.-pas. engañarse, equivocarse, errar abs. οἷ' ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων Pi.Fr.182, κοὐκ ἂν ἠπατώμεθα E.Hipp.931, οὔπω τοσοῦτον ἠπατημένος S.OT 594, ἀπειρίᾳ ἡδονῆς ἀπατῶνται Pl.R.585a, διὰ τὸ πρότερον αὐτοὺς ἀπατηθῆναι Plb.21.5.3
c. gen. ἔγνωκα ... φωτὸς ἠπατημένη me doy cuenta de que he sido engañada por él S.Ai.807, cf. El.170
c. ac. int. ἀ. ταύτην τὴν ἀπάτην sufrir ese engaño Arist.APo.74a6
c. περί y gen. o ac. περὶ τὸ δίκαιον Arist.Rh.1368b22, περὶ τῶν ἰδίων Arist.Sens.442b8, περὶ τῶν μεγίστων Arr.Epict.4.5.32
c. ὡς: ἀπατᾶσθαι ὡς ... ser engañado creyendo que Pl.Prt.323a.

German (Pape)

[Seite 281] betrügen, täuschen; Hom. Iliad. 9, 344. 15, 33 Od. 4, 348. 17, 139; δολοφροσύνῃς Iliad. 19, 97; Pind. frg. 175; im pass. Soph. Ai. 794; einzeln in att. Prosa, κλέμματα ἀπατᾶν τινα Thuc. 5, 9, doch seltener als das composit. ἐξαπατάω; – ἀπατᾶσθαι, ὡς, sich trügerischer Weise überreden lassen, etwas zu thun, Plat. Prot. 323 a; ἀπατήσομαι passiv. Phaedr. 262 a. – Sp. sich die Zeit vertreiben, wie fallere tempus. – Med., sich irren, Heliod. – Die Abltg ist zweifelhaft, vgl. Buttmann Lexil. 1, 274.

French (Bailly abrégé)

ἀπατῶ :
impf. ἠπάτων, f. ἀπατήσω, ao. ἠπάτησα, pf. ἠπάτηκα;
Pass. f. ἀπατηθήσομαι, ao. ἠπατήθην, pf. ἠπάτημαι;
1 tromper, décevoir : τινά τι qqn par qqe ruse ; abs. être trompeur;
2 Pass. être trompé ; se tromper : τινος sur le compte de qqn, sel. d'autres être trompé par qqn ; περί τι sur qch;
NT: séduire.
Étymologie: ἀπάτη.

Russian (Dvoretsky)

ἀπᾰτάω:
1 обманывать, вводить в заблуждение (τινα Hom., Hes.; τινά τι Thuc.): οἷα μ᾽ ἠπάτηκας Soph. (все), в чем ты обманул меня;
2 pass. быть обманываемым или обманываться, ошибаться (περί τινος и περί τι, ταύτην τὴν ἀπάτην Arst.): ἀπατώμενος Soph. обманчивый, ложный; ἠπατημένος Soph. обманутый.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰτάω: Ἰων. -έω: παρατ. ἠπάτων Εὐρ. Ἠλ. 938, Ἰων. ἐξαπάτεσκον Χρησμ. ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1070: μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ἠπάτησα, Ἰων. ἀπάτησα Ἰλ. Ι. 344. Σοφ. Τρ. 500 (λυρ.): πρκμ. ἠπάτηκα: ― Παθ., μέλλ. ἀπατηθήσομαι Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 21, 9, πρβλ. (ἐξ-) Πλάτ. Κρατ. 436Β, Αἰσχίν.· ἀλλ’ ὡσαύτως, ἐν τῷ μέσ. τύπω ἀπατήσομαι Πλάτ. Φαίδρ. 262Α, (ἐξ-) Ξεν. Ἀν. 7. 3, 3: ἀόρ. ἠπατήθην Πλάτ.: πρκμ. ἠπάτημαι Θουκ., κτλ.: (ἀπάτη). Ἀπατῶ. Λατ. decipere, Ἰλ. Τ. 97, Ὀδ. Ρ. 139, κτλ.: διαψεύδω τινὸς τὰς ἐλπίδας, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 460· οἷ’ ἠπάτηκας Σοφ. Φ. 929· κλέμματα… ἃ τὸν πολέμιον ἀπατήσας (αἰτ. σύστοιχος: κατὰ σημασ.) Θουκ. 5. 9: ― ἀπολ., εἶμαι ἀπατηλός, Ἀριστ. Ρητ. 1.15, 25: ― Παθ., ἀπατῶμαι, σφάλλομαι, Σοφ. Ο. Τ. 594· ἔγνωκα… φωτὸς ἠπατημένη ὁ αὐτ. Αἴ. 807. κτλ.· τί γὰρ οὐκ ἐμοὶ ἔρχεται ἀγγελίας ἀπατώμενον; τί ἀγγελία μοὶ ἔρχεται ἥτις νὰ μὴ εἶναι ἀπατηλή; ὁ αὐτ. Ἠλ. 170, ἔνθα ἴδε Jebb: οὕτω παρὰ Πλάτ., κτλ.· ἀπ. περί τι Ἀριστ. Ρητ. 1. 10, 4· περί τινος ὁ αὐτ. π. Αἰσθ. 4. 21· ἀπ. ταύτην τὴν ἀπάτην ὁ αὐτ. Ἀν. Ὕστ. 1. 5, 1. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, ἀπατᾶσθαι, ὡς.., σφάλλεσθαι ἐν τῷ νομίζειν ὅτι.., Πλάτ. Πρωτ. 323Α: ― Τὸ σύνθ. ἐξαπατάω εἶναι συνηθέστερον ἰδίως παρ’ Ἡροδότῳ καὶ τοῦς πεζοῖς Ἀττ.

English (Autenrieth)

(ἀπάτη), fut. -ησω, aor. ἀπάτησα: deceive.

English (Slater)

ᾰπᾰτάω pass., be mistakenπόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων οὐκ ἰδυῖα fr. 182.

English (Strong)

of uncertain derivation; to cheat, i.e. delude: deceive.

English (Thayer)

ἀπάτω; 1st aorist passive ἠπατήθην; (ἀπάτη); from Homer down; to cheat, deceive, beguile: τήν καρδίαν αὐτοῦ (R T Tr WH marginal reading, αὑτοῦ G, ἑαυτοῦ L WH text), τινα τίνι, one with a thing, L T Tr WH ἐξαπατηθεῖσα), cf. ἐξαπατάω.)

Greek Monotonic

ἀπατάω: Ιων. -έω, παρατ. ἠπάτων, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἠπάτησα, Επικ. ἀπ-· παρακ. ἠπάτηκα — Παθ. μέλ. ἀπατηθήσομαι, και σε Μέσ. τύπο ἀπατήσομαι· αόρ. αʹ ἠπατήθην, παρακ. ἠπάτημαι· (ἀπάτηεξαπατώ, εμπαίζω, ξεγελώ, αποπλανώ, σε Όμηρ. κ.λπ. — Παθ., εξαπατώμαι, ξεγελιέμαι, σε Σοφ.· ἀπατᾶσθαι ὡς..., ξεγελιέμαι νομίζοντας ότι..., σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἀπάτη
to cheat, trick, outwit, beguile, Hom., etc.: Pass. to be deceived, Soph.; ἀπατᾶσθαι, ὡς . ., to be deceived into thinking that . ., Plat.

Chinese

原文音譯:¢pat£w 阿爬他哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:引誘
字義溯源:欺騙*,引入歧途,引誘,欺哄
同源字:1) (ἀπατάω)欺騙 2) (ἀπάτη)欺瞞 3) (ἐξαπατάω)全然引誘 4) (φρεναπατάω)迷亂人的心思 5) (φρεναπάτης)迷亂人心思者。
同義字:1) (ἀπατάω)欺騙 2) (ἐξαπατάω)全然引誘 3) (παραλογίζομαι)誤算,欺騙 4) (πλανάω)流浪,迷惑 5) (φρεναπατάω)迷亂人的心思
出現次數:總共(4);弗(1);提前(2);雅(1)
譯字彙編
1) 被引誘(2) 提前2:14; 提前2:14;
2) 當⋯欺哄(1) 弗5:6;
3) 欺哄(1) 雅1:26

Lexicon Thucydideum

decipere, to deceive, 5.9.5, 8.98.3,
PASS. 2.4.1, [vulgo commonly ἐξηπ.]. 2.33.3, 3.38.5. 5.46.1, 5.85.1, 6.46.5.