ἐνεργός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0838.png Seite 838]] arbeitend, handelnd, wirksam (ἐν ἔργῳ ὤν, eigtl. in der Ausübung seiner Thätigkeit seiend); μηδὲ δικαστὰς ἐνεργοὺς ὄντας οἴνου γεύεσθαι Plat. Legg. II, 674 b; [[στράτευμα]] Xen. Cyr. 2, 2, 23; [[ὅπως]] ἤν τι δέῃ ὁδοποιΐας εὐθὺς ἐνεργοὶ ἦτε, gleich Hand anleget, 6, 2, 36; Ggstz σχολὴν ἄγειν, Luc. Hermot. 1; [[περί]] τι, Pol. 3, 17, 4 u. a. Sp., Etwas betreiben; bes. vom Kaufmann, z. B. Dem. 35, 7, wo Leute sich Geld leihen, [[ὅπως]] ἐνεργοὶ ὦσι (vgl. Her. 8, 26 ἄνδρες βίου δεόμενοι καὶ ἐν. βουλόμενοι εἶναι, die Etwas verdienen wollen); vom Gelde, χρήματα ἐνεργά, im Ggstz von ἀργά, Geld, das arbeitet, Zinsen trägt, Dem. 27, 7; τὸ [[δάνειον]] ἐνεργὸν ποιεῖν εἰς Αἴγυπτον 56, 29; vgl. Xen. Hier. 11, 4. Auch sonst von Dingen; [[ἡμέρα]], Werkeltag, Her. 8, 26; γῆ, [[χώρα]], Xen. Cyr. 5, 4, 12. 8, 6, 8 Hell. 4, 4, 1, fruchtbringendes, also bestelltes Land, im Ggstz des [[ἀργός]], Cyr. 3, 2, 9; χώρας ἐνεργοὺς ποιεῖν Oec. 4, 17; [[πεδίον]] πολλαῖς ἐνεργὸν ἀνθρώπων μυριάσι, das für viele Tausende Frucht bringt, Plut. Caes. 58; von Bergwerken, ergiebig, Xen. Vect. 4, 2; ὑσσοί Pol. 1, 40, 12; πελέκεις D. Sic. 5, 39; von Heilmitteln, Medic.; [[πορεία]], angestrengter Marsch, Pol. 5, 8, 3; [[πολιορκία]] u. ä., Pol., bei dem oft die [[varia lectio|v.l.]] [[ἐνεργής]] sich findet. – Adv. ἐνεργῶς, z. B. μάχεσθαι, mit Anstrengung, tüchtig, Xen. Hem. 3, 4, 11; ἐνεργότερον ἅψασθαι πολέμου D. Sic. 12, 67, [[varia lectio|v.l.]] ἐναργέστερον.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0838.png Seite 838]] arbeitend, handelnd, wirksam (ἐν ἔργῳ ὤν, eigtl. in der Ausübung seiner Thätigkeit seiend); μηδὲ δικαστὰς ἐνεργοὺς ὄντας οἴνου γεύεσθαι Plat. Legg. II, 674 b; [[στράτευμα]] Xen. Cyr. 2, 2, 23; [[ὅπως]] ἤν τι δέῃ ὁδοποιΐας εὐθὺς ἐνεργοὶ ἦτε, gleich Hand anleget, 6, 2, 36; Ggstz σχολὴν ἄγειν, Luc. Hermot. 1; [[περί]] τι, Pol. 3, 17, 4 u. a. Sp., Etwas betreiben; bes. vom Kaufmann, z. B. Dem. 35, 7, wo Leute sich Geld leihen, [[ὅπως]] ἐνεργοὶ ὦσι (vgl. Her. 8, 26 ἄνδρες βίου δεόμενοι καὶ ἐν. βουλόμενοι εἶναι, die Etwas verdienen wollen); vom Gelde, χρήματα ἐνεργά, im Ggstz von ἀργά, Geld, das arbeitet, Zinsen trägt, Dem. 27, 7; τὸ [[δάνειον]] ἐνεργὸν ποιεῖν εἰς Αἴγυπτον 56, 29; vgl. Xen. Hier. 11, 4. Auch sonst von Dingen; [[ἡμέρα]], Werkeltag, Her. 8, 26; γῆ, [[χώρα]], Xen. Cyr. 5, 4, 12. 8, 6, 8 Hell. 4, 4, 1, fruchtbringendes, also bestelltes Land, im Ggstz des [[ἀργός]], Cyr. 3, 2, 9; χώρας ἐνεργοὺς ποιεῖν Oec. 4, 17; [[πεδίον]] πολλαῖς ἐνεργὸν ἀνθρώπων μυριάσι, das für viele Tausende Frucht bringt, Plut. Caes. 58; von Bergwerken, ergiebig, Xen. Vect. 4, 2; ὑσσοί Pol. 1, 40, 12; πελέκεις D. Sic. 5, 39; von Heilmitteln, Medic.; [[πορεία]], angestrengter Marsch, Pol. 5, 8, 3; [[πολιορκία]] u. ä., Pol., bei dem oft die [[varia lectio|v.l.]] [[ἐνεργής]] sich findet. – Adv. ἐνεργῶς, z. B. μάχεσθαι, mit Anstrengung, tüchtig, Xen. Hem. 3, 4, 11; ἐνεργότερον ἅψασθαι πολέμου D. Sic. 12, 67, [[varia lectio|v.l.]] ἐναργέστερον.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> agissant, actif;<br /><b>2</b> qui s'occupe de qch;<br /><b>3</b> propre à l'activité, capable d'agir ; <i>en parl. de soldats, de vaisseaux</i> propre au service ; <i>en gén.</i> vigoureux, alerte;<br /><b>4</b> actif, productif;<br /><i>Sp.</i> ἐνεργότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνεργός''': -όν, ὁ ἐν [[ἔργω]] ὤν, ὁ ἠσχολημένος εἴς τι, ὁ ἔχων ἐργασίαν, ἧκον... ἄνδρες... βίου τε δεόμενοι καὶ ἐνεργοὶ βουλόμενοι [[εἶναι]] Ἡρόδ. 8. 26· [[μηδὲ]] δικαστὰς ἐνεργοὺς ὄντας οἴνου γεύεσθαι τὸ [[παράπαν]] Πλάτ. Νόμ. 674Β· ζῷα ἐνεργά, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀκίνητα, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 4· [[ὅπως]] ἂν ἐνεργοὶ ὦσι, [[ὅπως]] ἄρξωνται τοῦ ἔργου, Δημ. 925. 8· ἐνεργοὺς [[περί]] τι 3. 17, 4· ἐπὶ νέων καὶ στρατεύματος, κλ., [[κατάλληλος]] πρὸς ὑπηρεσίαν ἢ [[ἔργον]], [[νῆες]]... ἐνεργοὶ Θουκ. 3. 17· δεῖ ἐνεργὸν... ἔχειν τὸ [[στράτευμα]] Ξεν. Κύρ. 2. 2, 23· ἐν. [[προσβολή]], ἰσχυρά, Πολύβ. 4. 63, 8· ἐνεργοῖς καὶ πυκνοῖς τοῖς ὑσσοῖς, ἀποτελεσματικοῖς καὶ πυκνοῖς τοῖς ἀκοντίοις, ὁ αὐτ. 1. 40, 12· ἐνεργὸν ποιεῖσθαι τὴν πορείαν, ταχεῖαν, ὁ αὐτ. 5. 8, 3. ΙΙ. ἐπὶ χώρας, ἐν ἐνεργείᾳ, καλλιεργουμένη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀργός]], βούλοιο ἄν σοι τὴν νῦν ἀργὸν οὖσαν χώραν ἐνεργὸν γενέσθαι...; Ξεν. Κύρ. 3. 2, 19, πρβλ. 5. 4, 25, Ἑλλην. 4. 4. 1, Ἱερ. 11. 4· [[πεδίον]] πολλαῖς ἐνεργὸν ἀνθρώπων μυριάσι, παράγον καρπὸν διὰ πολλὰς μυριάδας ἀνθρώπων, Πλουτ. [[Καῖσαρ]] 58· [[οὕτως]] ἐπὶ μεταλλείων, Ξεν. Πόροι 4, 2· ἐνεργὰ χρήματα, τὰ ἐν ἐνεργεία, τὰ ἔντοκα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἀργά, Δημ. 815. 15, πρβλ. 816. 14· ἐνεργὸν ποιεῖν (τὸ [[δάνειον]]) ὁ αὐτ. 1291 ἐν τέλει. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. ἐνεργῶς, μετὰ δραστηριότητος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 11, ἀνυσίμως, Διοσκ. 1. 11. Πρβλ. [[ἐνεργής]].
|lstext='''ἐνεργός''': -όν, ὁ ἐν [[ἔργω]] ὤν, ὁ ἠσχολημένος εἴς τι, ὁ ἔχων ἐργασίαν, ἧκον... ἄνδρες... βίου τε δεόμενοι καὶ ἐνεργοὶ βουλόμενοι [[εἶναι]] Ἡρόδ. 8. 26· [[μηδὲ]] δικαστὰς ἐνεργοὺς ὄντας οἴνου γεύεσθαι τὸ [[παράπαν]] Πλάτ. Νόμ. 674Β· ζῷα ἐνεργά, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀκίνητα, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 4· [[ὅπως]] ἂν ἐνεργοὶ ὦσι, [[ὅπως]] ἄρξωνται τοῦ ἔργου, Δημ. 925. 8· ἐνεργοὺς [[περί]] τι 3. 17, 4· ἐπὶ νέων καὶ στρατεύματος, κλ., [[κατάλληλος]] πρὸς ὑπηρεσίαν ἢ [[ἔργον]], [[νῆες]]... ἐνεργοὶ Θουκ. 3. 17· δεῖ ἐνεργὸν... ἔχειν τὸ [[στράτευμα]] Ξεν. Κύρ. 2. 2, 23· ἐν. [[προσβολή]], ἰσχυρά, Πολύβ. 4. 63, 8· ἐνεργοῖς καὶ πυκνοῖς τοῖς ὑσσοῖς, ἀποτελεσματικοῖς καὶ πυκνοῖς τοῖς ἀκοντίοις, ὁ αὐτ. 1. 40, 12· ἐνεργὸν ποιεῖσθαι τὴν πορείαν, ταχεῖαν, ὁ αὐτ. 5. 8, 3. ΙΙ. ἐπὶ χώρας, ἐν ἐνεργείᾳ, καλλιεργουμένη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀργός]], βούλοιο ἄν σοι τὴν νῦν ἀργὸν οὖσαν χώραν ἐνεργὸν γενέσθαι...; Ξεν. Κύρ. 3. 2, 19, πρβλ. 5. 4, 25, Ἑλλην. 4. 4. 1, Ἱερ. 11. 4· [[πεδίον]] πολλαῖς ἐνεργὸν ἀνθρώπων μυριάσι, παράγον καρπὸν διὰ πολλὰς μυριάδας ἀνθρώπων, Πλουτ. [[Καῖσαρ]] 58· [[οὕτως]] ἐπὶ μεταλλείων, Ξεν. Πόροι 4, 2· ἐνεργὰ χρήματα, τὰ ἐν ἐνεργεία, τὰ ἔντοκα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἀργά, Δημ. 815. 15, πρβλ. 816. 14· ἐνεργὸν ποιεῖν (τὸ [[δάνειον]]) ὁ αὐτ. 1291 ἐν τέλει. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. ἐνεργῶς, μετὰ δραστηριότητος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 11, ἀνυσίμως, Διοσκ. 1. 11. Πρβλ. [[ἐνεργής]].
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> agissant, actif;<br /><b>2</b> qui s'occupe de qch;<br /><b>3</b> propre à l'activité, capable d'agir ; <i>en parl. de soldats, de vaisseaux</i> propre au service ; <i>en gén.</i> vigoureux, alerte;<br /><b>4</b> actif, productif;<br /><i>Sp.</i> ἐνεργότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{grml
{{grml