ἐναντιόομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0827.png Seite 827]] mit aor. pass. (auch ἐναντιωθήσομαι, = ἐναντιώσομαι, Luc. nav. 32; perf. ἐνηντίωμαι mit abweichendem Augm. Ar. Av. 385), sich widersetzen, entgegen sein, widersprechen; τινί, Her. 7, 10. 49; Soph. Phil. 639; Ar. Pax 1014; oft in att. Prosa, z. B. Thuc. 1, 127; Plat. Phaed. 94 b; οὐδ' ἄλλο σοί πω [[πρᾶγμα]] ἠναντιώμεθα Ar. Av. 385; τὰ εἰς ἀρετὴν ἠναντιώμεθα τοῖς πολλοῖς Thuc. 2, 40, wir handeln entgegengesetzt; χρείας τινὸς καὶ οὐκ εἴς τι ἐναντιωθῆναι, wegen eines Interesses, 1, 136; [[περί]] τινος, Xen. An. 7, 6, 5 (wo in guten mss. [[περί]] fehlt); Lys. 13, 17; [[ὑπέρ]] τινος, 20, 8; [[πρός]] τι, Plat. Cratyl. 390 e; Pol. 16, 12, 5; Plut. Pericl. 29; [[πρός]] τινα, Cam. 39 u. a. Sp.; – ὑμῖν, μηδὲν ποιεῖν παρὰ τοὺς νόμους Plat. Apol. 32 b; [[τίς]] ἐναντιώσεται, μὴ οὐχὶ εἶναι σοφίαν Conv. 197 a; Aesch. Prom. 788 οὐκ ἐναντιώσομαι τὸ μὴ οὐ γεγωνεῖν, ich werde nicht entgegen sein, zu sagen; ohne μή Plat. Apol. 31 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0827.png Seite 827]] mit aor. pass. (auch ἐναντιωθήσομαι, = ἐναντιώσομαι, Luc. nav. 32; perf. ἐνηντίωμαι mit abweichendem Augm. Ar. Av. 385), sich widersetzen, entgegen sein, widersprechen; τινί, Her. 7, 10. 49; Soph. Phil. 639; Ar. Pax 1014; oft in att. Prosa, z. B. Thuc. 1, 127; Plat. Phaed. 94 b; οὐδ' ἄλλο σοί πω [[πρᾶγμα]] ἠναντιώμεθα Ar. Av. 385; τὰ εἰς ἀρετὴν ἠναντιώμεθα τοῖς πολλοῖς Thuc. 2, 40, wir handeln entgegengesetzt; χρείας τινὸς καὶ οὐκ εἴς τι ἐναντιωθῆναι, wegen eines Interesses, 1, 136; [[περί]] τινος, Xen. An. 7, 6, 5 (wo in guten mss. [[περί]] fehlt); Lys. 13, 17; [[ὑπέρ]] τινος, 20, 8; [[πρός]] τι, Plat. Cratyl. 390 e; Pol. 16, 12, 5; Plut. Pericl. 29; [[πρός]] τινα, Cam. 39 u. a. Sp.; – ὑμῖν, μηδὲν ποιεῖν παρὰ τοὺς νόμους Plat. Apol. 32 b; [[τίς]] ἐναντιώσεται, μὴ οὐχὶ εἶναι σοφίαν Conv. 197 a; Aesch. Prom. 788 οὐκ ἐναντιώσομαι τὸ μὴ οὐ γεγωνεῖν, ich werde nicht entgegen sein, zu sagen; ohne μή Plat. Apol. 31 d.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>impf.</i> ἠναντιούμην, <i>f.</i> ἐναντιώσομαι, <i>ao.</i> ἠναντιώθην, <i>pf.</i> ἠναντίωμαι <i>ou</i> ἐνηντίωμαι;<br /><b>1</b> s'opposer à, <i>càd</i> agir <i>ou</i> parler contre : τινι <i>ou</i> [[πρός]] τινα contre qqn ; [[πρός]] [[τι]] s'opposer à qch ; [[τί]] τινι, τινί τινος <i>ou</i> [[περί]] τινος, [[ὑπέρ]] τινος combattre <i>ou</i> contredire qqn en qch, au sujet de qch ; [[ἐν]]. τινι avec un inf., empêcher qqn de ; avec un acc. : [[οὐκ]] ἐναντιώσομαι τὸ μὴ [[οὐ]] γεγωνεῖν ESCHL je ne refuserai pas de dire;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> être contraire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐναντίος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναντιόομαι''': Ἡρόδ. Ἀττ.: παρατ. ἠναντιούμην Θουκ., κλ.: μέσ. μέλλ. -ώσομαι Αἰσχύλ. Πρ. 786, Εὐρ. κλ. (ἴδε κατωτ.): ‒ Παθ. μέλλ. ἐναντιωθήσομαι Διον. Ἁλ. 4. 51, Διόδ. 3. 6: ἀόρ. ἠναντιώθην Ἀνδοκ. 9. 32, Πλάτ. κτλ.: πρκμ. ἠναντίωμαι Θουκ. κλ.· ἀλλ᾿ ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 385 (κατὰ τὴν ἀπαίτησιν τοῦ μέτρου) ἐνηντίωμαι. Ἐναντιοῦμαι, ὡς καὶ νῦν, ὡς οὐδενὸς ἐναντιευμένου Ἡρόδ. 7. 49, Ἀνδοκ. 9. 32, κτλ.· τὰ ἐς ἀρετὴν ἠναντιώμεθα τοῖς πολλοῖς, φρονοῦμεν τὰ ἐναντία, διαφέρομεν [[μεγάλως]] εἰς τὰ ἀφορῶντα τὴν ἀρετήν, Θουκ. 2. 40, πρβλ. 1. 127, Ἀριστοφ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Εἰρ. 1049· [[ὡσαύτως]], ἔν τινι, [[περί]] τινος Λυσ. 131. 16· ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 158. 33· ἢ [[ἁπλῶς]], τινὸς Θουκ. 1. 136, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 7. 6, 5· [[πρός]] τι Πλάτ. Κρατύλ. 390Ε, κτλ.: ‒ [[ὡσαύτως]] μετ᾿ ἀπαρ., οὐκ ἐναντιώσομαι τὸ μὴ οὐ γεγωνεῖν, δὲν θ᾿ ἀρνηθῶ νὰ ὁμιλήσω, Αἰσχύλ. Πέρσ. 786· ἐναντιούμενος ἡμῖν ἀφεθῆναι (ἐνν. τοὺς χορευτὰς) Δημ. 519. 19. 2) [[τἀναντία]] [[λέγω]], [[ἀντιλέγω]], Εὐρ. Ἄλκ. 152. Θουκ. 4. 21, κτλ.: ‒ μετ᾿ ἀπαρ., τοῦτο... μοι ἐν. τὰ πολιτικὰ πράττειν Πλάτ. Ἀπολογ. 31D· ἢ μετ᾿ ἀρνήσεως, τίς ἐναντιώσεται μὴ οὐχὶ... [[εἶναι]]..; ὁ αὐτ. Συμπ. 197Α. 3) ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, εἶμαι [[ἐναντίος]], οὐκ ἔστι λῃσταῖς πνεῦμ᾿ ἐναντιούμενον, [[ὅταν]] παρῇ κλέψαι τε χἀρπᾶσαι βίᾳ Σοφ. Φιλοκτ. 643· ἐπὶ περιστάσεων, Θουκ. 8. 23· ἄνεμοι ἐν. ἀλλήλοις Ἱππ. π. Ἀέρ. 285.
|lstext='''ἐναντιόομαι''': Ἡρόδ. Ἀττ.: παρατ. ἠναντιούμην Θουκ., κλ.: μέσ. μέλλ. -ώσομαι Αἰσχύλ. Πρ. 786, Εὐρ. κλ. (ἴδε κατωτ.): ‒ Παθ. μέλλ. ἐναντιωθήσομαι Διον. Ἁλ. 4. 51, Διόδ. 3. 6: ἀόρ. ἠναντιώθην Ἀνδοκ. 9. 32, Πλάτ. κτλ.: πρκμ. ἠναντίωμαι Θουκ. κλ.· ἀλλ᾿ ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 385 (κατὰ τὴν ἀπαίτησιν τοῦ μέτρου) ἐνηντίωμαι. Ἐναντιοῦμαι, ὡς καὶ νῦν, ὡς οὐδενὸς ἐναντιευμένου Ἡρόδ. 7. 49, Ἀνδοκ. 9. 32, κτλ.· τὰ ἐς ἀρετὴν ἠναντιώμεθα τοῖς πολλοῖς, φρονοῦμεν τὰ ἐναντία, διαφέρομεν [[μεγάλως]] εἰς τὰ ἀφορῶντα τὴν ἀρετήν, Θουκ. 2. 40, πρβλ. 1. 127, Ἀριστοφ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Εἰρ. 1049· [[ὡσαύτως]], ἔν τινι, [[περί]] τινος Λυσ. 131. 16· ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 158. 33· ἢ [[ἁπλῶς]], τινὸς Θουκ. 1. 136, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 7. 6, 5· [[πρός]] τι Πλάτ. Κρατύλ. 390Ε, κτλ.: ‒ [[ὡσαύτως]] μετ᾿ ἀπαρ., οὐκ ἐναντιώσομαι τὸ μὴ οὐ γεγωνεῖν, δὲν θ᾿ ἀρνηθῶ νὰ ὁμιλήσω, Αἰσχύλ. Πέρσ. 786· ἐναντιούμενος ἡμῖν ἀφεθῆναι (ἐνν. τοὺς χορευτὰς) Δημ. 519. 19. 2) [[τἀναντία]] [[λέγω]], [[ἀντιλέγω]], Εὐρ. Ἄλκ. 152. Θουκ. 4. 21, κτλ.: ‒ μετ᾿ ἀπαρ., τοῦτο... μοι ἐν. τὰ πολιτικὰ πράττειν Πλάτ. Ἀπολογ. 31D· ἢ μετ᾿ ἀρνήσεως, τίς ἐναντιώσεται μὴ οὐχὶ... [[εἶναι]]..; ὁ αὐτ. Συμπ. 197Α. 3) ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, εἶμαι [[ἐναντίος]], οὐκ ἔστι λῃσταῖς πνεῦμ᾿ ἐναντιούμενον, [[ὅταν]] παρῇ κλέψαι τε χἀρπᾶσαι βίᾳ Σοφ. Φιλοκτ. 643· ἐπὶ περιστάσεων, Θουκ. 8. 23· ἄνεμοι ἐν. ἀλλήλοις Ἱππ. π. Ἀέρ. 285.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>impf.</i> ἠναντιούμην, <i>f.</i> ἐναντιώσομαι, <i>ao.</i> ἠναντιώθην, <i>pf.</i> ἠναντίωμαι <i>ou</i> ἐνηντίωμαι;<br /><b>1</b> s'opposer à, <i>càd</i> agir <i>ou</i> parler contre : τινι <i>ou</i> [[πρός]] τινα contre qqn ; [[πρός]] [[τι]] s'opposer à qch ; [[τί]] τινι, τινί τινος <i>ou</i> [[περί]] τινος, [[ὑπέρ]] τινος combattre <i>ou</i> contredire qqn en qch, au sujet de qch ; [[ἐν]]. τινι avec un inf., empêcher qqn de ; avec un acc. : [[οὐκ]] ἐναντιώσομαι τὸ μὴ [[οὐ]] γεγωνεῖν ESCHL je ne refuserai pas de dire;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> être contraire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐναντίος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm