ἐξανεμόω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0869.png Seite 869]] 1) aus-, durchlüften, αὐχμηραὶ [[τρίχες]] ἐκ κεφαλῆς ἐξηνέμωντο, sie flatterten im Winde, Apolld. 1, 6, 3. – 2) mit Wind anfüllen, aufblähen, Hippocr.; übertr., μωρίᾳ ἐξηνεμώθην Eur. Androm. 938, VLL. ἐπαίρεσθαι, vgl. Ael. H. A. 15, 29. – 3) zu Wind machen, vereiteln, Ἥρα ἐξηνέμωσε τἀμὰ λέχη Eur. Hel. 32; pass., vom Getreide, durch den Wind verdorben, ausgekörnt werden, Theophr. – 4) übertr., aufregen, anreizen, εἴς τι, Ael. H. A. 13, 11; von den Stuten, rossig werden, Arist. H. A. 6, 18; vgl. Ael. H. A. 4, 6. 10, 27.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0869.png Seite 869]] 1) aus-, durchlüften, αὐχμηραὶ [[τρίχες]] ἐκ κεφαλῆς ἐξηνέμωντο, sie flatterten im Winde, Apolld. 1, 6, 3. – 2) mit Wind anfüllen, aufblähen, Hippocr.; übertr., μωρίᾳ ἐξηνεμώθην Eur. Androm. 938, VLL. ἐπαίρεσθαι, vgl. Ael. H. A. 15, 29. – 3) zu Wind machen, vereiteln, Ἥρα ἐξηνέμωσε τἀμὰ λέχη Eur. Hel. 32; pass., vom Getreide, durch den Wind verdorben, ausgekörnt werden, Theophr. – 4) übertr., aufregen, anreizen, εἴς τι, Ael. H. A. 13, 11; von den Stuten, rossig werden, Arist. H. A. 6, 18; vgl. Ael. H. A. 4, 6. 10, 27.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἐξηνέμωσα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐξηνεμώθην, <i>pf.</i> ἐξηνέμωμαι;<br />remplir de vent ; gonfler ; <i>fig.</i> animer, exciter.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀνεμόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξᾰνεμόω''': πληρῶ τι ἀνέμου, φουσκώνω, παθ., φυσῶμαι, πληροῦμαι ἀέρος, ἢν τεκούσης ὑστέρη ἐξανεμωθῇ Ἱππ. Γυναικείων τὸ Α΄, 603. 11· ἐπὶ θηλειῶν ἵππων μὴ δυναμένων νὰ συλλάβωσιν, λέγονται δὲ καὶ ἐξανεμοῦσθαι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 1· πρβλ. 10. 3, 14, Αἰλ. π. Ζ. 4. 6, Οὐεργ. Γεωργ. 3. 273 κἑξ.· ἐν Εὐρ. Ἑλένῃ 32, Ἥρα δέ... ἐξηνέμωσε τἄμ’ Ἀλεξάνδρῳ λέχη, σημαίνει μετέβαλεν εἰς ἄνεμον, ἐματαίωσεν: μεταφ., μωρίᾳ ἐξηνεμήθην, ἐπήρθην ἀνοήτως, «ἐπῆρ’ ὁ [[νοῦς]] μ’ ἀέρα», ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 938. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ σπαρτῶν, καταξηραίνομαι ὑπὸ σφοδροῦ ἢ διαρκοῦς ἀνέμου, ὃ καλοῦσί τινες ἐξανεμοῦσθαι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 10, 3· σείομαι, [[κυματίζομαι]] ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, αὐχμηραὶ ἐκ κεφαλῆς καὶ γενείων τρίχες ἐξηνεμοῦντο Ἀπολλόδ. 1. 6, 3. ΙΙΙ. μεταφ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ πράξῃ τι, καὶ εἰς δρόμον ἐξηνέμωσεν ἕτερον, τὸν ἔκαμε ν’ ἀρχίσῃ νὰ τρέχῃ ἐκ νέου (ἡ [[ἀλώπηξ]] τὸν λαγόν), Αἰλ. π. Ζ. 13, 11: - Παθ., τὴν διάνοιαν ἐξηνεμώθη, ἐπήρθη, περὶ τῆς βασιλίδος τῶν Πυγμαίων Γεράνης, [[αὐτόθι]] 15. 29.
|lstext='''ἐξᾰνεμόω''': πληρῶ τι ἀνέμου, φουσκώνω, παθ., φυσῶμαι, πληροῦμαι ἀέρος, ἢν τεκούσης ὑστέρη ἐξανεμωθῇ Ἱππ. Γυναικείων τὸ Α΄, 603. 11· ἐπὶ θηλειῶν ἵππων μὴ δυναμένων νὰ συλλάβωσιν, λέγονται δὲ καὶ ἐξανεμοῦσθαι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 1· πρβλ. 10. 3, 14, Αἰλ. π. Ζ. 4. 6, Οὐεργ. Γεωργ. 3. 273 κἑξ.· ἐν Εὐρ. Ἑλένῃ 32, Ἥρα δέ... ἐξηνέμωσε τἄμ’ Ἀλεξάνδρῳ λέχη, σημαίνει μετέβαλεν εἰς ἄνεμον, ἐματαίωσεν: μεταφ., μωρίᾳ ἐξηνεμήθην, ἐπήρθην ἀνοήτως, «ἐπῆρ’ ὁ [[νοῦς]] μ’ ἀέρα», ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 938. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ σπαρτῶν, καταξηραίνομαι ὑπὸ σφοδροῦ ἢ διαρκοῦς ἀνέμου, ὃ καλοῦσί τινες ἐξανεμοῦσθαι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 10, 3· σείομαι, [[κυματίζομαι]] ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, αὐχμηραὶ ἐκ κεφαλῆς καὶ γενείων τρίχες ἐξηνεμοῦντο Ἀπολλόδ. 1. 6, 3. ΙΙΙ. μεταφ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ πράξῃ τι, καὶ εἰς δρόμον ἐξηνέμωσεν ἕτερον, τὸν ἔκαμε ν’ ἀρχίσῃ νὰ τρέχῃ ἐκ νέου (ἡ [[ἀλώπηξ]] τὸν λαγόν), Αἰλ. π. Ζ. 13, 11: - Παθ., τὴν διάνοιαν ἐξηνεμώθη, ἐπήρθη, περὶ τῆς βασιλίδος τῶν Πυγμαίων Γεράνης, [[αὐτόθι]] 15. 29.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἐξηνέμωσα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐξηνεμώθην, <i>pf.</i> ἐξηνέμωμαι;<br />remplir de vent ; gonfler ; <i>fig.</i> animer, exciter.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀνεμόω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm