3,274,816
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>f.</i> κηδήσω, <i>f.2 épq.</i> [[κεκαδήσω]], <i>ao. inus., part. ao.2</i> κεκαδών, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> inquiéter, affliger ; <i>Pass.</i> κηδόμενος IL affligé;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> léser, blesser, endommager : τινα, qqn ; θεοὺς τόξοισι IL blesser les dieux de ses flèches ; τινα θυμοῦ καὶ ψυχῆς IL enlever à qqn le souffle et la vie;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[κήδομαι]] (<i>impf.</i> ἐκηδόμην, <i>f.2 épq.</i> [[κεκαδήσομαι]], <i>ao.</i> ἐκηδεσάμην) prendre soin de, s'inquiéter de : τινος, de qqn <i>ou</i> de qch ; [[περί]] τινος, au sujet de qqn <i>ou</i> de qch ; κ. [[μή]] et le sbj. HDT veiller à ce que… ne, s'inquiéter pour que… ne ; <i>abs.</i> s'inquiéter, se préoccuper.<br />'''Étymologie:''' R. Καδ, prendre soin de. | |btext=<i>f.</i> κηδήσω, <i>f.2 épq.</i> [[κεκαδήσω]], <i>ao. inus., part. ao.2</i> κεκαδών, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> inquiéter, affliger ; <i>Pass.</i> κηδόμενος IL affligé;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> léser, blesser, endommager : τινα, qqn ; θεοὺς τόξοισι IL blesser les dieux de ses flèches ; τινα θυμοῦ καὶ ψυχῆς IL enlever à qqn le souffle et la vie;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[κήδομαι]] (<i>impf.</i> ἐκηδόμην, <i>f.2 épq.</i> [[κεκαδήσομαι]], <i>ao.</i> ἐκηδεσάμην) prendre soin de, s'inquiéter de : τινος, de qqn <i>ou</i> de qch ; [[περί]] τινος, au sujet de qqn <i>ou</i> de qch ; κ. [[μή]] et le sbj. HDT veiller à ce que… ne, s'inquiéter pour que… ne ; <i>abs.</i> s'inquiéter, se préoccuper.<br />'''Étymologie:''' R. Καδ, prendre soin de. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κήδω, Dor. ptc. praes. med. καδόμενος, ep. imperf. 3 plur. κήδεσκον, med. 3 sing. κηδέσκετο; fut. med. 1 plur. κεκαδησόμεθα act., met acc., alleen ep. en eleg. verdriet doen, kwellen:. ὅς τόξοισιν ἔκηδε θεούς die met zijn pijl en boog de goden last bezorgde Il. 5.404. med. en pass. bezorgd zijn, bedroefd zijn, met gen.:; κήδετο γὰρ Δαναῶν zij was namelijk bezorgd om de Grieken Il. 1.56; met μὴ of ἵνα μή:; μὴ ἀπόλωνται κηδόμενος bezorgd dat zij zouden omkomen Hdt. 7.220.1; κηδόμενος ἵνα μὴ... δύῃ bezorgd dat het zinkt Plat. Pl. 273d; zorgen voor, met gen.. οἱ κηδόμενοι τῆς πολιτείας degenen die zich bekommeren om de staatsvorm Aristot. Pol. 1320a6. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κήδω:''' (fut. [[κηδήσω]], эп. fut. 2 κεκᾰδήσω, эп. impf. iter. [[κήδεσκον]], part. aor. 2 κεκᾰδών; эп. fut. med. 2 [[κεκαδήσομαι]])<br /><b class="num">1)</b> [[беспокоить]], [[удручать]], [[тревожить]] (τινά Hom.); med.-pass. беспокоиться, волноваться, скорбеть: [[ἄμφω]] φιλέουσά τε χηδομένη τε Hom. обоих любя и (за обоих) волнуясь; κήδετο Δαναῶν Hom. (Гера) скорбела за данайцев;<br /><b class="num">2)</b> [[быть озабоченным]], [[заботиться]] (συναπάσης τῆς Ἓλλάδος Her.; med.: τῆς πόλεως Thuc. и τῆς πολιτείας Arst.; τοῦ ἀνθρωπίνου γένους Plut.): [[εὐνοῶν]] τε καὶ κηδόμενος Arph. доброжелательный и заботливый;<br /><b class="num">3)</b> [[разить]], [[поражать]] (τινὰ τόξοισι Hom.): τινὰ θυμοῦ καὶ ψυχῆς κ. Hom. поражать кого-л. насмерть. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''κήδω:''' παρατ. <i>ἔκηδον</i>, Ιων. [[κήδεσκον]]· μέλ. [[κηδήσω]] (από έναν τύπο [[κηδέω]]) — Μέσ. και Παθ., Επικ. παρατ. [[κηδέσκετο]]· μέλ. <i>κεκᾰδήσομαι</i> (αντί [[κεκαδήσω]], [[κέκαδον]], βλ. [[χάζω]] Β)· προστ. αορ. αʹ [[κήδεσαι]], παρακ. <i>κέκηδα</i> (με ενεστ. [[σημασία]])·<br /><b class="num">I.</b> Ενεργ., [[ενεργώ]], [[ταράζω]], [[ενοχλώ]], [[δυσαρεστώ]], [[θλίβω]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ. και Παθ., θλίβομαι ή στεναχωριέμαι για τους άλλους, με γεν. προσ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης με γεν. πράγμ., [[τῶν]] ἀλφίτων, σε Αριστοφ.· απόλ., στη μτχ. <i>κηδόμενος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, αυτός που ενδιαφέρεται για κάποιον, [[ανήσυχος]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''κήδω:''' παρατ. <i>ἔκηδον</i>, Ιων. [[κήδεσκον]]· μέλ. [[κηδήσω]] (από έναν τύπο [[κηδέω]]) — Μέσ. και Παθ., Επικ. παρατ. [[κηδέσκετο]]· μέλ. <i>κεκᾰδήσομαι</i> (αντί [[κεκαδήσω]], [[κέκαδον]], βλ. [[χάζω]] Β)· προστ. αορ. αʹ [[κήδεσαι]], παρακ. <i>κέκηδα</i> (με ενεστ. [[σημασία]])·<br /><b class="num">I.</b> Ενεργ., [[ενεργώ]], [[ταράζω]], [[ενοχλώ]], [[δυσαρεστώ]], [[θλίβω]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ. και Παθ., θλίβομαι ή στεναχωριέμαι για τους άλλους, με γεν. προσ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης με γεν. πράγμ., [[τῶν]] ἀλφίτων, σε Αριστοφ.· απόλ., στη μτχ. <i>κηδόμενος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, αυτός που ενδιαφέρεται για κάποιον, [[ανήσυχος]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κήδω''': Ἰλ.· παρατ. ἕκηδον Ἰλ., Ἰων. κήδεσκον Ὀδ. Ψ. 9: μέλλ. [[κηδήσω]] Ἰλ. Ψ. 240 (πρβλ. [[ἀκηδέω]], [[ἀποκηδέω]]). ― Μέσ. καὶ Παθ., ἐνεστ. παρ’ Ὁμ., Ἡροδ., Ἀττ., Ἐπικ. παρατ. κηδέσκετο Ὀδ. Χ. 358: μέλλ. κεκαδήσομαι (ἀλλὰ περὶ τῶν [[κεκαδήσω]], κέκαδον, ἴδε ἐν λέξ. χάζομαι) Ὅμ.· προστ. ἀορ. [[κήδεσαι]] Αἰσχύλ. Θήβ. 139 (πρβλ. [[ἀκηδέω]]): πρκμ. κέκηδα (μὲ σημασ. ἐνεστ.) Τυρταῖ. 8. 28. (Ἐκ √ΚΑΔ· πρβλ. κεκαδήσομαι, κῆδος· Σανσκρ. khâd (mordere).) Ι. ἐνεργῶ, ταράττω, ἐνοχλῶ, δυσαρεστῶ, [[θλίβω]], παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἐξωτερικῶν ἀνησυχιῶν καὶ στενοχωριῶν, μετ’ αἰτ. προσ., ὃς τόξοισιν ἔκηδε θεοὺς Ἰλ. Ε. 404· μῆλα δὲ κήδει (δηλ. χειμὼν) Ρ. 550· [[ὅττι]] ἑ κήδοι Ὀδ. Ι. 402· ὅτι μ’ ἤλθετε κηδήσοντες Ἰλ. Ω. 240· ― τὸ ἐνεργ. μόνον παρ’ Ἐπικ. ΙΙ. Μέσ. καὶ Παθ., ἐνδιαφέρομαι, [[φροντίζω]], μεριμνῶ [[περί]] τινος, θλίβομαι περὶ αὐτῶν, μετὰ γεν. προσ., κήδετο γὰρ Δαναῶν Ἰλ. Α. 56· τίη δὲ σὺ κήδεαι [[οὕτως]] ἀνδρῶν; Ζ. 55· ὀλλυμένων Δαναῶν κεκαδησόμεθ’ Θ. 353, πρβλ. Λ. 665, κτλ.· [[οὕτως]], Ἡρόδ. 1. 209., 9. 45, καὶ Ἀττ., πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 136, Σοφ. Αἴ. 203, Θουκ. 6. 14, Πλάτ., κτλ.· καὶ γαμέτου κήδεο καὶ τεκέων, θρήνει [[περί]]..., Ἑλλ. Ἐπιγρ. 243. 25· ― μετὰ γεν. πράγματος, τῶν ἀλφίτων Ἀριστοφ. Νεφ. 107· ― ἑπομένου ῥήματ., κ. μὴ ἀπόλωνται Ἡρόδ. 7. 220· κ. ἵνα μὴ δύῃ Πλάτ. Πολιτικ. 273D· ― ἀπολ. κατὰ μετοχ., κηδόμενος, η, ον, φροντίζων, μεριμνῶν [[περί]] τινος, [[ἀνήσυχος]], περίφροντις, φιλέουσά τε κηδομένη τε Ἰλ. Α. 196· ἀνέρι κηδομένῳ Π. 516 [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ. ἐν τέλει στίχου, κηδόμενός περ, κηδομένη περ· [[οὕτως]], εὐνοῶν τε καὶ κ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1410· Δωρ. καδόμενος Πινδ. Ο. 6. 79. 2) ἐν Ἐπιγρ., [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, προνοῶ, τοῦ μνημείου τούτου ἡ [[γερουσία]] κ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2523, πρβλ. 3028-9, κ. ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κεκαδήσομαι]] from [[κήδω]], for [[κεκαδήσω]], [[κέκαδον]], v. [[χάζω]] II]<br /><b class="num">I.</b> Act. to [[trouble]], [[distress]], vex, Hom.<br /><b class="num">II.</b> Mid. and Pass. to be [[troubled]] or distressed for others, c. gen. pers., Il., etc.: also c. gen. rei, τῶν ἀλφίτων Ar.:—absol. in [[part]]. κηδόμενος, η, ον, caring for a [[person]], [[anxious]], Il. | |mdlsjtxt=[[κεκαδήσομαι]] from [[κήδω]], for [[κεκαδήσω]], [[κέκαδον]], v. [[χάζω]] II]<br /><b class="num">I.</b> Act. to [[trouble]], [[distress]], vex, Hom.<br /><b class="num">II.</b> Mid. and Pass. to be [[troubled]] or distressed for others, c. gen. pers., Il., etc.: also c. gen. rei, τῶν ἀλφίτων Ar.:—absol. in [[part]]. κηδόμενος, η, ον, caring for a [[person]], [[anxious]], Il. | ||
}} | }} |