Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κήδω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1430.png Seite 1430]] besorgt machen, betrüben; κῆδε δὲ θυμόν Il. 5, 40, öfter; übh. Schaden zufügen, verletzen, kränken, καλόν τοι σὺν ἐμοὶ τὸν κήδειν ὅς κέ με κήδῃ 9, 611; ὃς τόξοισιν ἔκηδε θεούς 5, 604; χειμὼν μῆλα κήδει 17, 550; vgl. 24, 542 Od. 9, 402. 23, 9; Hes. O. 362. Dazu fut. κηδήσοντες, Il. 24, 240, Schol. πενθήσοντες. Die alten Gramm. haben auch das fut. κηδέσω gebildet, um [[κηδεμών]], [[κηδεστής]] abzuleiten. – Pass. κηδόμενος, betrübt, Il. 1, 586. – Med. [[κήδομαι]], sich bekümmern, Sorge tragen für Einen, sich seiner annehmen, τινός, κήδετο γὰρ Δαναῶν, ὅτι ῥα θνήσκοντας ὁρᾶτο Il. 1, 56; Δαναῶν οὐ κήδεται οὐδ' ἐλεαίρει 11, 663; εἰ δὲ καὶ Ἕκτορά περ φιλέεις καὶ κήδεαι [[αὐτοῦ]] 7, 204; κηδέσκετο Od. 22, 358; καδόμενοι Pind. Ol. 6, 47; absol., Aesch. πόλιν φύλαξαι κήδεσαί τ' ἐναργῶς Spt. 126; [[εἴπερ]] τι τοῦ [[σαυτοῦ]] βίου κήδει Soph. O. R. 1061; Ai. 202; auch κεἴ τινος κήδει πέρι, Phil. 617; εὐνοῶν καὶ κηδόμενος vrbdt Ar. Nub. 1410; in Prosa, [[ἐμεῦ]] θεοὶ κήδονται Her. 1, 209; τῆς Ἑλλάδος 9, 45; auch μὴ ἀπόλωνται κηδόμενος, 7, 220; Thuc. 6, 76; Xen. Hell. 6, 4, 5 Cyr. 5, 5, 34; εἴ [[τίς]] γε [[αὑτοῦ]] καὶ σμικρὸν κήδεται Plat. Charm. 173 a; κηδόμενος ἵνα μὴ δύῃ Polit. 273 d; neben φροντίζειν, Rep. I, 344 e; Ggstz ὀλιγωρεῖν, Isocr. – Dieselbe Bdtg hat [[κεκαδήσομαι]], Il. 8, 352 [[οὐκέτι]] νῶϊ ὀλλυμένων Δαναῶν κεκαδησόμεθα; vgl. noch χάζομαι wegen [[κεκαδήσω]] u. κέκαδον. – Das perf. κέκηδα = [[κήδομαι]], Tyrt. 3, 28. – Ael. bei Suid. auch = bestatten.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1430.png Seite 1430]] besorgt machen, betrüben; κῆδε δὲ θυμόν Il. 5, 40, öfter; übh. Schaden zufügen, verletzen, kränken, καλόν τοι σὺν ἐμοὶ τὸν κήδειν ὅς κέ με κήδῃ 9, 611; ὃς τόξοισιν ἔκηδε θεούς 5, 604; χειμὼν μῆλα κήδει 17, 550; vgl. 24, 542 Od. 9, 402. 23, 9; Hes. O. 362. Dazu fut. κηδήσοντες, Il. 24, 240, Schol. πενθήσοντες. Die alten Gramm. haben auch das fut. κηδέσω gebildet, um [[κηδεμών]], [[κηδεστής]] abzuleiten. – Pass. κηδόμενος, betrübt, Il. 1, 586. – Med. [[κήδομαι]], sich bekümmern, Sorge tragen für Einen, sich seiner annehmen, τινός, κήδετο γὰρ Δαναῶν, ὅτι ῥα θνήσκοντας ὁρᾶτο Il. 1, 56; Δαναῶν οὐ κήδεται οὐδ' ἐλεαίρει 11, 663; εἰ δὲ καὶ Ἕκτορά περ φιλέεις καὶ κήδεαι [[αὐτοῦ]] 7, 204; κηδέσκετο Od. 22, 358; καδόμενοι Pind. Ol. 6, 47; absol., Aesch. πόλιν φύλαξαι κήδεσαί τ' ἐναργῶς Spt. 126; [[εἴπερ]] τι τοῦ [[σαυτοῦ]] βίου κήδει Soph. O. R. 1061; Ai. 202; auch κεἴ τινος κήδει πέρι, Phil. 617; εὐνοῶν καὶ κηδόμενος vrbdt Ar. Nub. 1410; in Prosa, [[ἐμεῦ]] θεοὶ κήδονται Her. 1, 209; τῆς Ἑλλάδος 9, 45; auch μὴ ἀπόλωνται κηδόμενος, 7, 220; Thuc. 6, 76; Xen. Hell. 6, 4, 5 Cyr. 5, 5, 34; εἴ [[τίς]] γε [[αὑτοῦ]] καὶ σμικρὸν κήδεται Plat. Charm. 173 a; κηδόμενος ἵνα μὴ δύῃ Polit. 273 d; neben φροντίζειν, Rep. I, 344 e; Ggstz ὀλιγωρεῖν, Isocr. – Dieselbe Bdtg hat [[κεκαδήσομαι]], Il. 8, 352 [[οὐκέτι]] νῶϊ ὀλλυμένων Δαναῶν κεκαδησόμεθα; vgl. noch χάζομαι wegen [[κεκαδήσω]] u. κέκαδον. – Das perf. κέκηδα = [[κήδομαι]], Tyrt. 3, 28. – Ael. bei Suid. auch = bestatten.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κηδήσω, <i>f.2 épq.</i> [[κεκαδήσω]], <i>ao. inus., part. ao.2</i> κεκαδών, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> inquiéter, affliger ; <i>Pass.</i> κηδόμενος IL affligé;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> léser, blesser, endommager : τινα, qqn ; θεοὺς τόξοισι IL blesser les dieux de ses flèches ; τινα θυμοῦ καὶ ψυχῆς IL enlever à qqn le souffle et la vie;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[κήδομαι]] (<i>impf.</i> ἐκηδόμην, <i>f.2 épq.</i> [[κεκαδήσομαι]], <i>ao.</i> ἐκηδεσάμην) prendre soin de, s'inquiéter de : τινος, de qqn <i>ou</i> de qch ; [[περί]] τινος, au sujet de qqn <i>ou</i> de qch ; κ. [[μή]] et le sbj. HDT veiller à ce que… ne, s'inquiéter pour que… ne ; <i>abs.</i> s'inquiéter, se préoccuper.<br />'''Étymologie:''' R. Καδ, prendre soin de.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κήδω''': Ἰλ.· παρατ. ἕκηδον Ἰλ., Ἰων. κήδεσκον Ὀδ. Ψ. 9: μέλλ. [[κηδήσω]] Ἰλ. Ψ. 240 (πρβλ. [[ἀκηδέω]], [[ἀποκηδέω]]). ― Μέσ. καὶ Παθ., ἐνεστ. παρ’ Ὁμ., Ἡροδ., Ἀττ., Ἐπικ. παρατ. κηδέσκετο Ὀδ. Χ. 358: μέλλ. κεκαδήσομαι (ἀλλὰ περὶ τῶν [[κεκαδήσω]], κέκαδον, ἴδε ἐν λέξ. χάζομαι) Ὅμ.· προστ. ἀορ. [[κήδεσαι]] Αἰσχύλ. Θήβ. 139 (πρβλ. [[ἀκηδέω]]): πρκμ. κέκηδα (μὲ σημασ. ἐνεστ.) Τυρταῖ. 8. 28. (Ἐκ √ΚΑΔ· πρβλ. κεκαδήσομαι, κῆδος· Σανσκρ. khâd (mordere).) Ι. ἐνεργῶ, ταράττω, ἐνοχλῶ, δυσαρεστῶ, [[θλίβω]], παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἐξωτερικῶν ἀνησυχιῶν καὶ στενοχωριῶν, μετ’ αἰτ. προσ., ὃς τόξοισιν ἔκηδε θεοὺς Ἰλ. Ε. 404· μῆλα δὲ κήδει (δηλ. χειμὼν) Ρ. 550· [[ὅττι]] ἑ κήδοι Ὀδ. Ι. 402· ὅτι μ’ ἤλθετε κηδήσοντες Ἰλ. Ω. 240· ― τὸ ἐνεργ. μόνον παρ’ Ἐπικ. ΙΙ. Μέσ. καὶ Παθ., ἐνδιαφέρομαι, [[φροντίζω]], μεριμνῶ [[περί]] τινος, θλίβομαι περὶ αὐτῶν, μετὰ γεν. προσ., κήδετο γὰρ Δαναῶν Ἰλ. Α. 56· τίη δὲ σὺ κήδεαι [[οὕτως]] ἀνδρῶν; Ζ. 55· ὀλλυμένων Δαναῶν κεκαδησόμεθ’ Θ. 353, πρβλ. Λ. 665, κτλ.· [[οὕτως]], Ἡρόδ. 1. 209., 9. 45, καὶ Ἀττ., πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 136, Σοφ. Αἴ. 203, Θουκ. 6. 14, Πλάτ., κτλ.· καὶ γαμέτου κήδεο καὶ τεκέων, θρήνει [[περί]]..., Ἑλλ. Ἐπιγρ. 243. 25· ― μετὰ γεν. πράγματος, τῶν ἀλφίτων Ἀριστοφ. Νεφ. 107· ― ἑπομένου ῥήματ., κ. μὴ ἀπόλωνται Ἡρόδ. 7. 220· κ. ἵνα μὴ δύῃ Πλάτ. Πολιτικ. 273D· ― ἀπολ. κατὰ μετοχ., κηδόμενος, η, ον, φροντίζων, μεριμνῶν [[περί]] τινος, [[ἀνήσυχος]], περίφροντις, φιλέουσά τε κηδομένη τε Ἰλ. Α. 196· ἀνέρι κηδομένῳ Π. 516 [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ. ἐν τέλει στίχου, κηδόμενός περ, κηδομένη περ· [[οὕτως]], εὐνοῶν τε καὶ κ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1410· Δωρ. καδόμενος Πινδ. Ο. 6. 79. 2) ἐν Ἐπιγρ., [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, προνοῶ, τοῦ μνημείου τούτου ἡ [[γερουσία]] κ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2523, πρβλ. 3028-9, κ. ἀλλ.
|lstext='''κήδω''': Ἰλ.· παρατ. ἕκηδον Ἰλ., Ἰων. κήδεσκον Ὀδ. Ψ. 9: μέλλ. [[κηδήσω]] Ἰλ. Ψ. 240 (πρβλ. [[ἀκηδέω]], [[ἀποκηδέω]]). ― Μέσ. καὶ Παθ., ἐνεστ. παρ’ Ὁμ., Ἡροδ., Ἀττ., Ἐπικ. παρατ. κηδέσκετο Ὀδ. Χ. 358: μέλλ. κεκαδήσομαι (ἀλλὰ περὶ τῶν [[κεκαδήσω]], κέκαδον, ἴδε ἐν λέξ. χάζομαι) Ὅμ.· προστ. ἀορ. [[κήδεσαι]] Αἰσχύλ. Θήβ. 139 (πρβλ. [[ἀκηδέω]]): πρκμ. κέκηδα (μὲ σημασ. ἐνεστ.) Τυρταῖ. 8. 28. (Ἐκ √ΚΑΔ· πρβλ. κεκαδήσομαι, κῆδος· Σανσκρ. khâd (mordere).) Ι. ἐνεργῶ, ταράττω, ἐνοχλῶ, δυσαρεστῶ, [[θλίβω]], παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἐξωτερικῶν ἀνησυχιῶν καὶ στενοχωριῶν, μετ’ αἰτ. προσ., ὃς τόξοισιν ἔκηδε θεοὺς Ἰλ. Ε. 404· μῆλα δὲ κήδει (δηλ. χειμὼν) Ρ. 550· [[ὅττι]] ἑ κήδοι Ὀδ. Ι. 402· ὅτι μ’ ἤλθετε κηδήσοντες Ἰλ. Ω. 240· ― τὸ ἐνεργ. μόνον παρ’ Ἐπικ. ΙΙ. Μέσ. καὶ Παθ., ἐνδιαφέρομαι, [[φροντίζω]], μεριμνῶ [[περί]] τινος, θλίβομαι περὶ αὐτῶν, μετὰ γεν. προσ., κήδετο γὰρ Δαναῶν Ἰλ. Α. 56· τίη δὲ σὺ κήδεαι [[οὕτως]] ἀνδρῶν; Ζ. 55· ὀλλυμένων Δαναῶν κεκαδησόμεθ’ Θ. 353, πρβλ. Λ. 665, κτλ.· [[οὕτως]], Ἡρόδ. 1. 209., 9. 45, καὶ Ἀττ., πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 136, Σοφ. Αἴ. 203, Θουκ. 6. 14, Πλάτ., κτλ.· καὶ γαμέτου κήδεο καὶ τεκέων, θρήνει [[περί]]..., Ἑλλ. Ἐπιγρ. 243. 25· ― μετὰ γεν. πράγματος, τῶν ἀλφίτων Ἀριστοφ. Νεφ. 107· ― ἑπομένου ῥήματ., κ. μὴ ἀπόλωνται Ἡρόδ. 7. 220· κ. ἵνα μὴ δύῃ Πλάτ. Πολιτικ. 273D· ― ἀπολ. κατὰ μετοχ., κηδόμενος, η, ον, φροντίζων, μεριμνῶν [[περί]] τινος, [[ἀνήσυχος]], περίφροντις, φιλέουσά τε κηδομένη τε Ἰλ. Α. 196· ἀνέρι κηδομένῳ Π. 516 [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ. ἐν τέλει στίχου, κηδόμενός περ, κηδομένη περ· [[οὕτως]], εὐνοῶν τε καὶ κ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1410· Δωρ. καδόμενος Πινδ. Ο. 6. 79. 2) ἐν Ἐπιγρ., [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, προνοῶ, τοῦ μνημείου τούτου ἡ [[γερουσία]] κ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2523, πρβλ. 3028-9, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κηδήσω, <i>f.2 épq.</i> [[κεκαδήσω]], <i>ao. inus., part. ao.2</i> κεκαδών, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> inquiéter, affliger ; <i>Pass.</i> κηδόμενος IL affligé;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> léser, blesser, endommager : τινα, qqn ; θεοὺς τόξοισι IL blesser les dieux de ses flèches ; τινα θυμοῦ καὶ ψυχῆς IL enlever à qqn le souffle et la vie;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[κήδομαι]] (<i>impf.</i> ἐκηδόμην, <i>f.2 épq.</i> [[κεκαδήσομαι]], <i>ao.</i> ἐκηδεσάμην) prendre soin de, s'inquiéter de : τινος, de qqn <i>ou</i> de qch ; [[περί]] τινος, au sujet de qqn <i>ou</i> de qch ; κ. [[μή]] et le sbj. HDT veiller à ce que… ne, s'inquiéter pour que… ne ; <i>abs.</i> s'inquiéter, se préoccuper.<br />'''Étymologie:''' R. Καδ, prendre soin de.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth