κατορθόω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>ao.</i> κατώρθωσα, <i>pf.</i> κατώρθωκα;<br /><b>1</b> tenir droit, maintenir <i>ou</i> redresser, acc. ; <i>fig.</i> donner courage <i>ou</i> confiance : βροτούς SOPH aux mortels;<br /><b>2</b> diriger convenablement, conduire heureusement (une affaire) acc. ; <i>abs.</i> réussir, prospérer ; τὸ κατορθοῦν DÉM le succès, le bonheur ; <i>Pass.</i> être bien dirigé, être conduit heureusement ; réussir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὀρθόω]].
|btext=<i>ao.</i> κατώρθωσα, <i>pf.</i> κατώρθωκα;<br /><b>1</b> tenir droit, maintenir <i>ou</i> redresser, acc. ; <i>fig.</i> donner courage <i>ou</i> confiance : βροτούς SOPH aux mortels;<br /><b>2</b> diriger convenablement, conduire heureusement (une affaire) acc. ; <i>abs.</i> réussir, prospérer ; τὸ κατορθοῦν DÉM le succès, le bonheur ; <i>Pass.</i> être bien dirigé, être conduit heureusement ; réussir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὀρθόω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατορθόω''': ποιῶ τι ὀρθόν, στήνω ὄρθιον, [[ἀνεγείρω]], κατόρθωσον [[δέμας]] Εὐρ. Ἱππ. 1445, Ἀνδρ. 1080· ὀρθῶς τοποθετῶ, ἐπὶ τεθραυσμένου ἢ ἐξηρθρωμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Ἀγμ. 763, 767, 773, κ. ἀλλ.· (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, βάλλω τινὰ νὰ τοποθετήσῃ ὀρθῶς, [[αὐτόθι]] 755, 757, κ. ἀλλ.)· λεαίνουσι καὶ κατορθοῦσι τὰ [[κηρία]], ἐπὶ μελλισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 32. 2) μεταφορ., ἀντίθετ. τῷ [[σφάλλω]], ἀνορθῶ, τηρῶ εἰς ὀρθίαν στάσιν, πολλά τοι σμικροὶ λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτοὺς Σοφ. Ἠλ. 416· κατορθοῦντος φρένα, σωφρονοῦντος, εὖ φρονοῦντος, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1487· κατ. τοὺς ἀγωνιζομένους, [[κάμνω]] αὐτοὺς νὰ εὐτυχῶσι, Δημ. 322. 21. β) ἐκτελῶ ἐπιτυχῶς, [[φέρω]] εἰς ἐπιτυχῆ ἔκβασιν, τὸν ἀγῶνα Λυσ. 150. 27· πολλὰ καὶ μεγάλα πράγματα Πλάτ. Μένων 99C· εἰ γὰρ ἓν ὧν ἐπεβούλευσεν κατώρθωσεν Δημ. 549. 11· κ. ὁδόν, [[διανύω]], ὁ αὐτ. 701 ἐν τέλ.· τουτὶ κατωρθώκαμεν περὶ ἐπιστήμης Πλάτ. Θεαίτ. 203Β, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1067· τὰς ἐπιβολὰς Πολύβ. 10. 2, 5, κτλ.― Παθ., ἐπιτυχῶς περαίνομαι, διαπράττομαι, ἀποτελοῦμαι, [[ἐπιτυγχάνω]], εὐτυχῶ, Ἡρόδ. 1. 120, Εὐριπ. Ἱππ. 680· [[ὡσαύτως]], [[ἐπειδὴ]] δρᾶν κατώρθωσαι φρενί, ὀρθῶς διενοήθης (εὖ φρονῶ), Αἰσχύλ. Χο. 512· κατορθούμενα, ἀντίθετ. πρὸς τὰ σφαλέντα, Θουκ. 2. 65, 7. ΙΙ. τὸ ἐνεργητ., [[προβαίνω]] εὐτυχῶς, [[ἐπιτυγχάνω]], ἀντίθετ. τῷ πταίειν, Θουκ. 6. 12, Δημ. 155. 23· τῷ ἡττᾶσθαι, Ἰσοκρ. 66D· τῷ ἁμαρτεῖν ἢ ἀτυχεῖν, Δημ. 322. 16, Ἰσοκρ. 50C· πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 3· κ. τῷ σώματι Πλάτ. Νόμ. 654C· τῇ μάχῃ, τοῖς ὅλοις Πολύβ. 2. 70, 6, κτλ.· ἔν τινι Ἰσοκρ. 66D· [[περί]] τι ὁ αὐτ. 142Α· [[περί]] τινος Πλάτ. Θεαίτ. 203Β·― τὸ κατορθοῦν, [[ἐπιτυχία]], Δημ. 23. 28·― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 490 κἑξ.
|elnltext=κατ-ορθόω act. met acc. recht maken:; μου καὶ κατόρθωσον δέμας leg mijn lichaam recht Eur. Hipp. 1445; geneesk. zetten:; τοῖσι θέναρσι τὸ ὀστέον κ. met zijn handpalmen het bot zetten Hp. Fract. 8; overdr. recht zetten, in orde brengen, overeind houden:; κ. φρένα bij zijn verstand zijn Soph. OC 1487; moed geven:; κ. βροτούς stervelingen moed geven Soph. El. 416; met succes verrichten:. κ. τὸν ἀγῶνα het proces winnen Lys. 18.13; πολλὰ καὶ μεγάλα κ. vele grote successen boeken Plat. Men. 99c. act. intrans. succes hebben, slagen:; ἀτυχεῖν καὶ... κατορθοῦν mislukken en slagen Isocr. 4.48; ptc. subst. τὸ κατορθοῦν succes. med.-pass. intrans.: overeind blijven, slagen:; ἡμῖν περὶ πολλοῦ ἐστι κατορθοῦσθαι ἀρχὴν τὴν σήν het is ons veel waard dat uw heerschappij overeind blijft Hdt. 1.120.5; succesvol zijn:. κοὐ κατώρθωνται τέχναι de listen zijn niet succesvol Eur. Hipp. 680.
}}
{{elru
|elrutext='''κατορθόω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[выпрямлять]] ([[δέμας]] Eur.; τὰ [[μέλη]] τοῦ παιδός Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[направлять]]: κατορθοῦντες φρένα Soph. в здравом уме; [[ἐπειδὴ]] δρᾶν κατώρθωσαι φρενί Aesch. поскольку ты решился действовать;<br /><b class="num">3)</b> [[заставлять воспрянуть духом]], [[ободрять]] (βροτούς Soph.);<br /><b class="num">4)</b> [[успешно доводить до конца]], [[благополучно завершать]] (τὸν ἀγῶνα Lys.; πολλὰ καὶ [[μεγάλα]] πράγματα Plat.; ὁδόν Dem.; περὶ πάντα Plut.): οὐ κατώρθωται [[τέχνη]] Eur. хитрость не удалась; ἃ κατορθούμενα [[μέν]] …, σφαλέντα δέ … Thuc. в случае удачи этого …, в случае же провала …; τὸ κ. Arst., Dem., Polyb. удача, успех; τουτὶ κατωρθώκαμεν περὶ ἐπιστήμης Plat. этот вопрос о знании мы разрешили успешно;<br /><b class="num">5)</b> [[одерживать верх]], [[побеждать]] (τῇ μάχῃ Polyb.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 25: Line 28:
|mltxt=(ΑΜ [[κατορθῶ]], [[κατορθόω]], Μ και [[κατορθώνω]])<br />[[φέρνω]] [[κάτι]] σε αίσιο [[τέλος]], [[εκτελώ]] [[κάτι]] με [[επιτυχία]], [[καταφέρνω]] να [[κάνω]] [[κάτι]], [[επιτυγχάνω]] (α. «ύστερα από πολλές προσπάθειες κατόρθωσα να σέ συναντήσω» β. «πολλὰ καὶ μεγάλα κατορθοῦσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> [[κατορθοῦμαι]], [[κατορθόομαι]]<br />συγκρατούμαι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κατορθώνω]] εἰς τέφραν» — [[αποτεφρώνω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τακτοποιώ]], [[βάζω]] σε [[τάξη]] («αἱ δὲ λεαίνουσι καὶ κατορθοῦσι τὰ [[κηρία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στήνω]] [[κάτι]] όρθιο, [[ανεγείρω]] («λαβοῦ, [[πάτερ]] μου, καὶ κατόρθωσον [[δέμας]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> (για σπασμένο ή εξαρθρωμένο [[οστό]]) [[επαναφέρω]] στη σωστή [[θέση]], [[ανατάσσω]]<br /><b>3.</b> [[επανορθώνω]], [[διορθώνω]] («[[πολλά]] τοι σμικροί λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτούς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὁ [[κατορθῶν]] φρένα» — αυτός που έχει ορθή [[νοημοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ὀρθῶ</i> «[[σηκώνω]]»].
|mltxt=(ΑΜ [[κατορθῶ]], [[κατορθόω]], Μ και [[κατορθώνω]])<br />[[φέρνω]] [[κάτι]] σε αίσιο [[τέλος]], [[εκτελώ]] [[κάτι]] με [[επιτυχία]], [[καταφέρνω]] να [[κάνω]] [[κάτι]], [[επιτυγχάνω]] (α. «ύστερα από πολλές προσπάθειες κατόρθωσα να σέ συναντήσω» β. «πολλὰ καὶ μεγάλα κατορθοῦσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> [[κατορθοῦμαι]], [[κατορθόομαι]]<br />συγκρατούμαι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κατορθώνω]] εἰς τέφραν» — [[αποτεφρώνω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τακτοποιώ]], [[βάζω]] σε [[τάξη]] («αἱ δὲ λεαίνουσι καὶ κατορθοῦσι τὰ [[κηρία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στήνω]] [[κάτι]] όρθιο, [[ανεγείρω]] («λαβοῦ, [[πάτερ]] μου, καὶ κατόρθωσον [[δέμας]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> (για σπασμένο ή εξαρθρωμένο [[οστό]]) [[επαναφέρω]] στη σωστή [[θέση]], [[ανατάσσω]]<br /><b>3.</b> [[επανορθώνω]], [[διορθώνω]] («[[πολλά]] τοι σμικροί λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτούς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὁ [[κατορθῶν]] φρένα» — αυτός που έχει ορθή [[νοημοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ὀρθῶ</i> «[[σηκώνω]]»].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατορθόω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[выпрямлять]] ([[δέμας]] Eur.; τὰ [[μέλη]] τοῦ παιδός Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[направлять]]: κατορθοῦντες φρένα Soph. в здравом уме; [[ἐπειδὴ]] δρᾶν κατώρθωσαι φρενί Aesch. поскольку ты решился действовать;<br /><b class="num">3)</b> [[заставлять воспрянуть духом]], [[ободрять]] (βροτούς Soph.);<br /><b class="num">4)</b> [[успешно доводить до конца]], [[благополучно завершать]] (τὸν ἀγῶνα Lys.; πολλὰ καὶ [[μεγάλα]] πράγματα Plat.; ὁδόν Dem.; περὶ πάντα Plut.): οὐ κατώρθωται [[τέχνη]] Eur. хитрость не удалась; ἃ κατορθούμενα [[μέν]] , σφαλέντα δέ … Thuc. в случае удачи этого …, в случае же провала …; τὸ κ. Arst., Dem., Polyb. удача, успех; τουτὶ κατωρθώκαμεν περὶ ἐπιστήμης Plat. этот вопрос о знании мы разрешили успешно;<br /><b class="num">5)</b> [[одерживать верх]], [[побеждать]] (τῇ μάχῃ Polyb.).
|lstext='''κατορθόω''': ποιῶ τι ὀρθόν, στήνω ὄρθιον, [[ἀνεγείρω]], κατόρθωσον [[δέμας]] Εὐρ. Ἱππ. 1445, Ἀνδρ. 1080· ὀρθῶς τοποθετῶ, ἐπὶ τεθραυσμένου ἢ ἐξηρθρωμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Ἀγμ. 763, 767, 773, κ. ἀλλ.· (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, βάλλω τινὰ νὰ τοποθετήσῃ ὀρθῶς, [[αὐτόθι]] 755, 757, κ. ἀλλ.)· λεαίνουσι καὶ κατορθοῦσι τὰ [[κηρία]], ἐπὶ μελλισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 32. 2) μεταφορ., ἀντίθετ. τῷ [[σφάλλω]], ἀνορθῶ, τηρῶ εἰς ὀρθίαν στάσιν, πολλά τοι σμικροὶ λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτοὺς Σοφ. Ἠλ. 416· κατορθοῦντος φρένα, σωφρονοῦντος, εὖ φρονοῦντος, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1487· κατ. τοὺς ἀγωνιζομένους, [[κάμνω]] αὐτοὺς νὰ εὐτυχῶσι, Δημ. 322. 21. β) ἐκτελῶ ἐπιτυχῶς, [[φέρω]] εἰς ἐπιτυχῆ ἔκβασιν, τὸν ἀγῶνα Λυσ. 150. 27· πολλὰ καὶ μεγάλα πράγματα Πλάτ. Μένων 99C· εἰ γὰρ ἓν ὧν ἐπεβούλευσεν κατώρθωσεν Δημ. 549. 11· κ. ὁδόν, [[διανύω]], ὁ αὐτ. 701 ἐν τέλ.· τουτὶ κατωρθώκαμεν περὶ ἐπιστήμης Πλάτ. Θεαίτ. 203Β, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1067· τὰς ἐπιβολὰς Πολύβ. 10. 2, 5, κτλ.― Παθ., ἐπιτυχῶς περαίνομαι, διαπράττομαι, ἀποτελοῦμαι, [[ἐπιτυγχάνω]], εὐτυχῶ, Ἡρόδ. 1. 120, Εὐριπ. Ἱππ. 680· [[ὡσαύτως]], [[ἐπειδὴ]] δρᾶν κατώρθωσαι φρενί, ὀρθῶς διενοήθης (εὖ φρονῶ), Αἰσχύλ. Χο. 512· κατορθούμενα, ἀντίθετ. πρὸς τὰ σφαλέντα, Θουκ. 2. 65, 7. ΙΙ. τὸ ἐνεργητ., [[προβαίνω]] εὐτυχῶς, [[ἐπιτυγχάνω]], ἀντίθετ. τῷ πταίειν, Θουκ. 6. 12, Δημ. 155. 23· τῷ ἡττᾶσθαι, Ἰσοκρ. 66D· τῷ ἁμαρτεῖν ἢ ἀτυχεῖν, Δημ. 322. 16, Ἰσοκρ. 50C· πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 3· κ. τῷ σώματι Πλάτ. Νόμ. 654C· τῇ μάχῃ, τοῖς ὅλοις Πολύβ. 2. 70, 6, κτλ.· ἔν τινι Ἰσοκρ. 66D· [[περί]] τι ὁ αὐτ. 142Α· [[περί]] τινος Πλάτ. Θεαίτ. 203Β·― τὸ κατορθοῦν, [[ἐπιτυχία]], Δημ. 23. 28·― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 490 κἑξ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-ορθόω act. met acc. recht maken:; μου καὶ κατόρθωσον δέμας leg mijn lichaam recht Eur. Hipp. 1445; geneesk. zetten:; τοῖσι θέναρσι τὸ ὀστέον κ. met zijn handpalmen het bot zetten Hp. Fract. 8; overdr. recht zetten, in orde brengen, overeind houden:; κ. φρένα bij zijn verstand zijn Soph. OC 1487; moed geven:; κ. βροτούς stervelingen moed geven Soph. El. 416; met succes verrichten:. κ. τὸν ἀγῶνα het proces winnen Lys. 18.13; πολλὰ καὶ μεγάλα κ. vele grote successen boeken Plat. Men. 99c. act. intrans. succes hebben, slagen:; ἀτυχεῖν καὶ... κατορθοῦν mislukken en slagen Isocr. 4.48; ptc. subst. τὸ κατορθοῦν succes. med.-pass. intrans.: overeind blijven, slagen:; ἡμῖν περὶ πολλοῦ ἐστι κατορθοῦσθαι ἀρχὴν τὴν σήν het is ons veel waard dat uw heerschappij overeind blijft Hdt. 1.120.5; succesvol zijn:. κοὐ κατώρθωνται τέχναι de listen zijn niet succesvol Eur. Hipp. 680.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ώσω<br /><b class="num">I.</b> to set [[upright]], [[erect]], Eur.:—metaph. to [[keep]] [[straight]], set [[right]], Soph.<br /><b class="num">2.</b> to [[accomplish]] [[successfully]], [[bring]] to a [[successful]] [[issue]], Plat., Dem.: —Pass. to [[succeed]], [[prosper]], Hdt., Eur.; δρᾶν κατώρθωσαι thou hast [[rightly]] purposed to do, Aesch.<br /><b class="num">II.</b> intr. as in Pass. to go on [[prosperously]], [[succeed]], Thuc., Xen.; τὸ κατορθοῦν [[success]], Dem.
|mdlsjtxt=fut. ώσω<br /><b class="num">I.</b> to set [[upright]], [[erect]], Eur.:—metaph. to [[keep]] [[straight]], set [[right]], Soph.<br /><b class="num">2.</b> to [[accomplish]] [[successfully]], [[bring]] to a [[successful]] [[issue]], Plat., Dem.: —Pass. to [[succeed]], [[prosper]], Hdt., Eur.; δρᾶν κατώρθωσαι thou hast [[rightly]] purposed to do, Aesch.<br /><b class="num">II.</b> intr. as in Pass. to go on [[prosperously]], [[succeed]], Thuc., Xen.; τὸ κατορθοῦν [[success]], Dem.
}}
}}