3,277,121
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1404.png Seite 1404]] [[aufrichten]], gerade machen; κατόρθωσον [[δέμας]] Eur. Hipp. 1445, wie Androm. 1080; vgl. Plat. Alc. I, 121 d; Sp.; gut einrichten, anordnen; ἐπειδὴ δρᾶν κατώρθωσαι φρενί Aesch. Ch. 505, da du es bei dir im Sinne recht beschlossen hast; Ggstz von [[σφάλλω]], τοὺς βροτούς Soph. El. 408; aber ἆρ' ἔτ' ἐμψύχου κιχήσεταί μου καὶ κατορθοῦντος φρένα O. C. 1484 ist = der den Geist richtig hält, lenkt, aufrecht erhält, bei Verstande ist. – Gew. glücklich vollbringen, gut verrichten; εἰ κατώρθωσε τὴν ὁδὸν ἣν ἐπ' ἐμὲ ἦλθεν Dem. 24, 7; ἀγῶνα Lys. 18, 13; [[ὅταν]] κατορθῶσι λέγοντες πολλὰ καὶ μεγάλα πράγματα Plat. Men. 99 d; oft absolut, Glück haben, recht machen, τουτὶ κατωρθώκαμεν περὶ ἐπιστήμης Theaet. 203 b; vgl. Phil. 28 a; Ggstz von πταίειν, Thuc. 6, 12; von ἀτυχεῖν, διαφθαρῆναι, Isocr. Pan. 48. 69. 97 u. öfter; εἰ κατορθώσειεν Is. 8, 37; ἐφ' οἷς κατορθώσαντες εὐφρανθήσονται Aesch. 1, 191; τὸ κατορθοῦν, das Glück, Dem. 2, 20 u. Folgende, wie τὸ κατορθοῦν ἐν πράγμασι Pol. 10, 36, 1; τῇ μάχῃ κατώρθωσεν, er siegte in der Schlacht, 2, 70, 6, τοῖς ὅλοις 3, 48, 2, öfter. – Pass. richtig, glücklich eingerichtet, ausgeführt werden; οὐ κατώρθωται [[τέχνη]] Eur. Hipp. 680; κατορθούμενα im Ggstz von σφαλέντα Thuc. 2, 65; γνόντες, ὅτι ἐπιθυμίᾳ μὲν ἐλάχιστα κατορθοῦνται, προνοίᾳ δὲ πλεῖστα 6, 13, medial; ἐν τῷ ἐπιτηδεύματι τούτῳ [[καλῶς]] κατορθουμένῳ Plat. Legg. II, 653 n; [[ξόανον]] κατωρθωμένον, schön gearbeitet, Strab. IX, 396. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1404.png Seite 1404]] [[aufrichten]], gerade machen; κατόρθωσον [[δέμας]] Eur. Hipp. 1445, wie Androm. 1080; vgl. Plat. Alc. I, 121 d; Sp.; gut einrichten, anordnen; ἐπειδὴ δρᾶν κατώρθωσαι φρενί Aesch. Ch. 505, da du es bei dir im Sinne recht beschlossen hast; Ggstz von [[σφάλλω]], τοὺς βροτούς Soph. El. 408; aber ἆρ' ἔτ' ἐμψύχου κιχήσεταί μου καὶ κατορθοῦντος φρένα O. C. 1484 ist = der den Geist richtig hält, lenkt, aufrecht erhält, bei Verstande ist. – Gew. glücklich vollbringen, gut verrichten; εἰ κατώρθωσε τὴν ὁδὸν ἣν ἐπ' ἐμὲ ἦλθεν Dem. 24, 7; ἀγῶνα Lys. 18, 13; [[ὅταν]] κατορθῶσι λέγοντες πολλὰ καὶ μεγάλα πράγματα Plat. Men. 99 d; oft absolut, Glück haben, recht machen, τουτὶ κατωρθώκαμεν περὶ ἐπιστήμης Theaet. 203 b; vgl. Phil. 28 a; Ggstz von πταίειν, Thuc. 6, 12; von ἀτυχεῖν, διαφθαρῆναι, Isocr. Pan. 48. 69. 97 u. öfter; εἰ κατορθώσειεν Is. 8, 37; ἐφ' οἷς κατορθώσαντες εὐφρανθήσονται Aesch. 1, 191; τὸ κατορθοῦν, das Glück, Dem. 2, 20 u. Folgende, wie τὸ κατορθοῦν ἐν πράγμασι Pol. 10, 36, 1; τῇ μάχῃ κατώρθωσεν, er siegte in der Schlacht, 2, 70, 6, τοῖς ὅλοις 3, 48, 2, öfter. – Pass. richtig, glücklich eingerichtet, ausgeführt werden; οὐ κατώρθωται [[τέχνη]] Eur. Hipp. 680; κατορθούμενα im Ggstz von σφαλέντα Thuc. 2, 65; γνόντες, ὅτι ἐπιθυμίᾳ μὲν ἐλάχιστα κατορθοῦνται, προνοίᾳ δὲ πλεῖστα 6, 13, medial; ἐν τῷ ἐπιτηδεύματι τούτῳ [[καλῶς]] κατορθουμένῳ Plat. Legg. II, 653 n; [[ξόανον]] κατωρθωμένον, schön gearbeitet, Strab. IX, 396. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> κατώρθωσα, <i>pf.</i> κατώρθωκα;<br /><b>1</b> tenir droit, maintenir <i>ou</i> redresser, acc. ; <i>fig.</i> donner courage <i>ou</i> confiance : βροτούς SOPH aux mortels;<br /><b>2</b> diriger convenablement, conduire heureusement (une affaire) acc. ; <i>abs.</i> réussir, prospérer ; τὸ κατορθοῦν DÉM le succès, le bonheur ; <i>Pass.</i> être bien dirigé, être conduit heureusement ; réussir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὀρθόω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατορθόω''': ποιῶ τι ὀρθόν, στήνω ὄρθιον, [[ἀνεγείρω]], κατόρθωσον [[δέμας]] Εὐρ. Ἱππ. 1445, Ἀνδρ. 1080· ὀρθῶς τοποθετῶ, ἐπὶ τεθραυσμένου ἢ ἐξηρθρωμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Ἀγμ. 763, 767, 773, κ. ἀλλ.· (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, βάλλω τινὰ νὰ τοποθετήσῃ ὀρθῶς, [[αὐτόθι]] 755, 757, κ. ἀλλ.)· λεαίνουσι καὶ κατορθοῦσι τὰ [[κηρία]], ἐπὶ μελλισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 32. 2) μεταφορ., ἀντίθετ. τῷ [[σφάλλω]], ἀνορθῶ, τηρῶ εἰς ὀρθίαν στάσιν, πολλά τοι σμικροὶ λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτοὺς Σοφ. Ἠλ. 416· κατορθοῦντος φρένα, σωφρονοῦντος, εὖ φρονοῦντος, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1487· κατ. τοὺς ἀγωνιζομένους, [[κάμνω]] αὐτοὺς νὰ εὐτυχῶσι, Δημ. 322. 21. β) ἐκτελῶ ἐπιτυχῶς, [[φέρω]] εἰς ἐπιτυχῆ ἔκβασιν, τὸν ἀγῶνα Λυσ. 150. 27· πολλὰ καὶ μεγάλα πράγματα Πλάτ. Μένων 99C· εἰ γὰρ ἓν ὧν ἐπεβούλευσεν κατώρθωσεν Δημ. 549. 11· κ. ὁδόν, [[διανύω]], ὁ αὐτ. 701 ἐν τέλ.· τουτὶ κατωρθώκαμεν περὶ ἐπιστήμης Πλάτ. Θεαίτ. 203Β, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1067· τὰς ἐπιβολὰς Πολύβ. 10. 2, 5, κτλ.― Παθ., ἐπιτυχῶς περαίνομαι, διαπράττομαι, ἀποτελοῦμαι, [[ἐπιτυγχάνω]], εὐτυχῶ, Ἡρόδ. 1. 120, Εὐριπ. Ἱππ. 680· [[ὡσαύτως]], [[ἐπειδὴ]] δρᾶν κατώρθωσαι φρενί, ὀρθῶς διενοήθης (εὖ φρονῶ), Αἰσχύλ. Χο. 512· κατορθούμενα, ἀντίθετ. πρὸς τὰ σφαλέντα, Θουκ. 2. 65, 7. ΙΙ. τὸ ἐνεργητ., [[προβαίνω]] εὐτυχῶς, [[ἐπιτυγχάνω]], ἀντίθετ. τῷ πταίειν, Θουκ. 6. 12, Δημ. 155. 23· τῷ ἡττᾶσθαι, Ἰσοκρ. 66D· τῷ ἁμαρτεῖν ἢ ἀτυχεῖν, Δημ. 322. 16, Ἰσοκρ. 50C· πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 3· κ. τῷ σώματι Πλάτ. Νόμ. 654C· τῇ μάχῃ, τοῖς ὅλοις Πολύβ. 2. 70, 6, κτλ.· ἔν τινι Ἰσοκρ. 66D· [[περί]] τι ὁ αὐτ. 142Α· [[περί]] τινος Πλάτ. Θεαίτ. 203Β·― τὸ κατορθοῦν, [[ἐπιτυχία]], Δημ. 23. 28·― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 490 κἑξ. | |lstext='''κατορθόω''': ποιῶ τι ὀρθόν, στήνω ὄρθιον, [[ἀνεγείρω]], κατόρθωσον [[δέμας]] Εὐρ. Ἱππ. 1445, Ἀνδρ. 1080· ὀρθῶς τοποθετῶ, ἐπὶ τεθραυσμένου ἢ ἐξηρθρωμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Ἀγμ. 763, 767, 773, κ. ἀλλ.· (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, βάλλω τινὰ νὰ τοποθετήσῃ ὀρθῶς, [[αὐτόθι]] 755, 757, κ. ἀλλ.)· λεαίνουσι καὶ κατορθοῦσι τὰ [[κηρία]], ἐπὶ μελλισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 32. 2) μεταφορ., ἀντίθετ. τῷ [[σφάλλω]], ἀνορθῶ, τηρῶ εἰς ὀρθίαν στάσιν, πολλά τοι σμικροὶ λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτοὺς Σοφ. Ἠλ. 416· κατορθοῦντος φρένα, σωφρονοῦντος, εὖ φρονοῦντος, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1487· κατ. τοὺς ἀγωνιζομένους, [[κάμνω]] αὐτοὺς νὰ εὐτυχῶσι, Δημ. 322. 21. β) ἐκτελῶ ἐπιτυχῶς, [[φέρω]] εἰς ἐπιτυχῆ ἔκβασιν, τὸν ἀγῶνα Λυσ. 150. 27· πολλὰ καὶ μεγάλα πράγματα Πλάτ. Μένων 99C· εἰ γὰρ ἓν ὧν ἐπεβούλευσεν κατώρθωσεν Δημ. 549. 11· κ. ὁδόν, [[διανύω]], ὁ αὐτ. 701 ἐν τέλ.· τουτὶ κατωρθώκαμεν περὶ ἐπιστήμης Πλάτ. Θεαίτ. 203Β, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1067· τὰς ἐπιβολὰς Πολύβ. 10. 2, 5, κτλ.― Παθ., ἐπιτυχῶς περαίνομαι, διαπράττομαι, ἀποτελοῦμαι, [[ἐπιτυγχάνω]], εὐτυχῶ, Ἡρόδ. 1. 120, Εὐριπ. Ἱππ. 680· [[ὡσαύτως]], [[ἐπειδὴ]] δρᾶν κατώρθωσαι φρενί, ὀρθῶς διενοήθης (εὖ φρονῶ), Αἰσχύλ. Χο. 512· κατορθούμενα, ἀντίθετ. πρὸς τὰ σφαλέντα, Θουκ. 2. 65, 7. ΙΙ. τὸ ἐνεργητ., [[προβαίνω]] εὐτυχῶς, [[ἐπιτυγχάνω]], ἀντίθετ. τῷ πταίειν, Θουκ. 6. 12, Δημ. 155. 23· τῷ ἡττᾶσθαι, Ἰσοκρ. 66D· τῷ ἁμαρτεῖν ἢ ἀτυχεῖν, Δημ. 322. 16, Ἰσοκρ. 50C· πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 3· κ. τῷ σώματι Πλάτ. Νόμ. 654C· τῇ μάχῃ, τοῖς ὅλοις Πολύβ. 2. 70, 6, κτλ.· ἔν τινι Ἰσοκρ. 66D· [[περί]] τι ὁ αὐτ. 142Α· [[περί]] τινος Πλάτ. Θεαίτ. 203Β·― τὸ κατορθοῦν, [[ἐπιτυχία]], Δημ. 23. 28·― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 490 κἑξ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |