κόρυζα: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> écoulement, rhume;<br /><b>2</b> rhume qui émousse la sensibilité ; sottise, stupidité.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>vha.</i> hruzzan « grogner, ronfler ».
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> écoulement, rhume;<br /><b>2</b> rhume qui émousse la sensibilité ; sottise, stupidité.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>vha.</i> hruzzan « grogner, ronfler ».
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κόρυζα''': -ης, -, καταρροὴ τῆς [[ῥινός]], «[[μύξα]]», λατ. pituita, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, κ. ἀλλ.· κορύζης τὴν [[ῥῖνα]] μεστὸς Λουκ. Νεκρικ. Διάλογ. 6, 2· πρβλ. κατάρρος. ΙΙ. μεταφ., [[μωρία]], [[βλακεία]], ὡς τὸ λατ. pituita, Λουκ. Νεκρικ. Διάλογ. 20. 4, πῶς δεῖ Ἱστ. συγγρ. 31, Ἀλέξ. 20, κ. ἀλλ., πρβλ. Casaub Pers. 2. 57· ἴδε [[βλέννα]], [[βλέννος]].
|elnltext=κόρυζα -ας, ἡ snot; plur. neusverkoudheid; Hp.; overdr. stompzinnigheid.
}}
{{elru
|elrutext='''κόρυζα:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[насморк]], [[гнойное истечение из носа]] (κορύζης τὴν [[ῥῖνα]] [[μεστός]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[тупоумие]] ([[λῆρος]] καὶ κ. Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κόρυζα:''' -ης, ἡ, «[[τρέξιμο]]» της [[μύτης]], [[καταρροή]], Λατ. [[pituita]], σε Λουκ.· μεταφ., [[εκροή]] σάλιου, [[άνοια]], στον ίδ.
|lsmtext='''κόρυζα:''' -ης, ἡ, «[[τρέξιμο]]» της [[μύτης]], [[καταρροή]], Λατ. [[pituita]], σε Λουκ.· μεταφ., [[εκροή]] σάλιου, [[άνοια]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κόρυζα:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[насморк]], [[гнойное истечение из носа]] (κορύζης τὴν [[ῥῖνα]] [[μεστός]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[тупоумие]] ([[λῆρος]] καὶ κ. Luc.).
|lstext='''κόρυζα''': -ης, -, καταρροὴ τῆς [[ῥινός]], «[[μύξα]]», λατ. pituita, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, κ. ἀλλ.· κορύζης τὴν [[ῥῖνα]] μεστὸς Λουκ. Νεκρικ. Διάλογ. 6, 2· πρβλ. κατάρρος. ΙΙ. μεταφ., [[μωρία]], [[βλακεία]], ὡς τὸ λατ. pituita, Λουκ. Νεκρικ. Διάλογ. 20. 4, πῶς δεῖ Ἱστ. συγγρ. 31, Ἀλέξ. 20, κ. ἀλλ., πρβλ. Casaub Pers. 2. 57· ἴδε [[βλέννα]], [[βλέννος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κόρυζα -ας, ἡ snot; plur. neusverkoudheid; Hp.; overdr. stompzinnigheid.
}}
}}
{{etym
{{etym