κόρυζα

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρυζα Medium diacritics: κόρυζα Low diacritics: κόρυζα Capitals: ΚΟΡΥΖΑ
Transliteration A: kóryza Transliteration B: koryza Transliteration C: koryza Beta Code: ko/ruza

English (LSJ)

ης, ἡ,
A mucous discharge from the nostrils, rheum, Ruf. Onom.33, Gal.5.253; κορύζης τὴν ῥῖνα μεστός Luc.DMort.6.2; also, running at the nose, Gal.7.107; in this sense in plural, Hp.Prog.14, Gal. 10.513; inflammatory nasal catarrh, Hp.VM18, Gal.10.513, 18(2).180.
II metaph., drivelling, stupidity, Luc.DMort.20.4, Hist. Conscr.31, Alex.20; κορύζης καὶ λέμφου ἔμπλεως Lib.Decl.33.29.

German (Pape)

[Seite 1488] ἡ, Etkältung u. daraus entstandene Krankheit, die sich am Kopf (κόῤῥη, κορυς) zu zeigen pflegt, Schnupfen, Katarrh, Hippocr. u. a. Medic.; auch die Unreinigkeit der Nase, der Rotz, κορύζης μὲν τὴν ῥῖνα, λήμης δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς μεστὸν ὄντα Luc. D. Mort. 6, 2. – Weil dadurch die Geruchs- u. Gehörwerlzeuge abgestumpft werden, Stumpfsinn übh., Dummheit, wie pituita, λήρου πολλοῦ καὶ κορύζης συγγραφικῆς γἐμουσα Luc. hist. conscr. 31, vgl. Alex. 20; a. Sp. S. Ruhnk. zn Tim. p. 165.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 écoulement, rhume;
2 rhume qui émousse la sensibilité ; sottise, stupidité.
Étymologie: DELG cf. vha. hruzzan « grogner, ronfler ».

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόρυζα -ας, ἡ snot; plur. neusverkoudheid; Hp.; overdr. stompzinnigheid.

Russian (Dvoretsky)

κόρυζα:
1 насморк, гнойное истечение из носа (κορύζης τὴν ῥῖνα μεστός Luc.);
2 тупоумие (λῆρος καὶ κ. Luc.).

Greek Monolingual

η (ΑM κόρυζα)
1. ρινικός κατάρρους, κρυολόγημα με καταρροή, συνάχι
2. η βλέννα της μύτης, η μύξα («κορύζης μὲν τὴν ῥῖνα, λήμης δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς μεστὸν ὄντα», Λουκιαν.)
νεοελλ.
λοιμώδης νόσος τών βοοειδών
νεοελλ.-μσν.
νόσος που προσβάλλει τα πουλερικά
αρχ.
βλακεία, ανοησίακενοδοξία καὶ τῦφος καὶ πολλὴ κόρυζα», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αγγλοσαξ. hrot «βλέννα, μύξα», το αρχ. άνω γερμ. (h)roz «μύξα» και με ρ. όπως το αγγλοσαξ. hrūtan και το αρχ. άνω γερμ. hruzzan με σημ. «γρυλλίζω, ροχαλίζω». Η γλώσσα του Ησυχίου «κόρυζα·...περὶ κεφαλὴν πάθος» δεν δικαιολογεί σύνδεση με το κόρυς. Αν τέτοια σύνδεση υπήρχε στο γλωσσικό αίσθημα τών Αρχαίων, θα πρέπει να ήταν παρετυμολογική.
ΠΑΡ. αρχ. κορυζάς, κορυζώ, κορυζώδης
μσν.
κορυζιάρης
νεοελλ.
κορυζιάζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. κορυζοποιώ. (Β' συνθετικό) αρχ. βουκόρυζα.

Greek Monotonic

κόρυζα: -ης, ἡ, «τρέξιμο» της μύτης, καταρροή, Λατ. pituita, σε Λουκ.· μεταφ., εκροή σάλιου, άνοια, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κόρυζα: -ης, -ἡ, καταρροὴ τῆς ῥινός, «μύξα», λατ. pituita, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, κ. ἀλλ.· κορύζης τὴν ῥῖνα μεστὸς Λουκ. Νεκρικ. Διάλογ. 6, 2· πρβλ. κατάρρος. ΙΙ. μεταφ., μωρία, βλακεία, ὡς τὸ λατ. pituita, Λουκ. Νεκρικ. Διάλογ. 20. 4, πῶς δεῖ Ἱστ. συγγρ. 31, Ἀλέξ. 20, κ. ἀλλ., πρβλ. Casaub Pers. 2. 57· ἴδε βλέννα, βλέννος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: mucous discharge from the nostrils, rheum (Hp., Gal., Luc.), metaph. stupidity (Luc., Lib.).
Derivatives: κορυζώδης with a cold (Hp.), κορυζᾶς id. (Men. Fr. 1003; cf. Körte ad loc.), -ζάω have a cold, be stupid (Pl., Arist., Plb.), κορυζιᾳ̃ pipitat (Gloss.). - With intensifying βου-: βου-κόρυζα = ἡ μεγάλη κόρυζα (Men. Fr. 1003 from Suid.), βουκόρυζος ἀναίσθητος, ἀσύνετος H. - Further κορύναι and κροῦμαι μύξαι H. (correct?).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Ending as κόνυζα (s. v.); without certain connection. Since Fick (s. Bq) one compares a German. word for mucus, e. g. OE hrot, OHG (h)roz mucus, which is a verbal noun of OE hrūtan, OHG hrūzzan grumble, snore (Pok. 571, 573?). Persson Beitr. 2, 886f. adduces also Lat. mūs-cerda mouse-excrments and - without dental like κορύναι - OWNo. hǫrr mucus, OHG horo, -awes excrements, dirt etc. Not with Danielsson Gramm. u. et. Stud. 1, 31 to κόρυς referring to H.: κόρυζα ... περὶ κεφαλην πάθος, clearly folk-etymology. See Specht Ursprung 118, 209, 232. If Pre-Greek, from *korudy-a?

Middle Liddell

κόρυζα, ης, ἡ,
a running at the nose, Lat. pituita, Luc.: —metaph. drivelling, stupidity, Luc.

Frisk Etymology German

κόρυζα: {kóruza}
Grammar: f.
Meaning: Schnupfen, Nasenschleim (Hp., Gal., Luk. u. a.), übertr. Dummheit (Luk., Lib.).
Derivative: Davon κορυζώδης verschnupft (Hp.), κορυζᾶς ib. (Men. Fr. 1003; vgl. Körte z. St.), -ζάω den Schnupfen haben, dumm sein (Pl., Arist., Plb. u. a.), κορυζιᾷ· pipitat (Gloss.). — Mit verstärkendem βου-: βουκόρυζα = ἡ μεγάλη κόρυζα (Men. Fr. 1003 aus Suid.), βουκόρυζος· ἀναίσθητος, ἀσύνετος H. — Daneben κορύναι und κροῦμαι· μύξαι H. (richtig?).
Etymology: Ausgang wie κόνυζα u. a. (s. d.); ohne sichere Anknüpfung. Seit Fick (s. Bq) mit einem german. Wort für ‘(Nasen)schleim', z. B. ags. hrot, ahd. (h)roz Rotz verbunden, das indessen als Verbalnomen zu ags. hrūtan, ahd. hrūzzan knurren, schnarchen gehört. Persson Beitr. 2, 886f. zieht noch heran lat. mūs-cerda Mäusekot und — ohne Dental wie κορύναι — awno. hǫrr Nasenschleim, ahd. horo, -awes Kot, Schmutz u. a. m. Nicht mit Danielsson Gramm. u. et. Stud. 1, 31 zu κόρυς unter Berufung auf H.: κόρυζα· ... περὶ κεφαλὴν πάθος, eine offensichtliche Volksetymologie. Weitgehende Kombinationen bei Specht Ursprung 118, 209, 232, wo auch Lit.
Page 1,924