κομψός: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> paré avec soin ; élégant, joli;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> fin, délicat, aimable, spirituel, cultivé;<br /><b>2</b> habile, adroit, ingénieux;<br /><i>Cp.</i> κομψότερος, <i>Sp.</i> κομψότατος.<br />'''Étymologie:''' R. Κομ, soigner ; cf. <i>lat.</i> comptus.
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> paré avec soin ; élégant, joli;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> fin, délicat, aimable, spirituel, cultivé;<br /><b>2</b> habile, adroit, ingénieux;<br /><i>Cp.</i> κομψότερος, <i>Sp.</i> κομψότατος.<br />'''Étymologie:''' R. Κομ, soigner ; cf. <i>lat.</i> comptus.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κομψός''': , -όν, ([[κομέω]]) [[καλῶς]], εὐπρεπῶς ἐνδεδυμένος, κεκαλλωπισμένος, Λατ. comptus· [[ἐντεῦθεν]], [[εὔχαρις]] ἄνθρωπὸς, Λατ. bellus homo, Ἀριστοφ. Σφ. 1317, Ἄλεξ. ἐν «Πολυκλείᾳ» 1, Τιμοκρέων 6. 2) [[εὐπρεπής]], [[ἐπίχαρις]], [[γλαφυρός]], εὐφυής, [[πνευματώδης]], [[δεξιός]], ἐπὶ προσώπων καὶ τῶν λόγων αὐτῶν καὶ πράξεων, κ. θεαταὶ Κρατῖν. ἐν «Πυλαίᾳ» 1, πρβλ. ἐν Ἀδήλ. 155· ἐσμὲν ἅπαντα κομψοὶ ἄνδρες Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 1· κ. ἐν συνουσίᾳ Ἀριστοφ. Νεφ. 649, πρβλ. Βατρ. 967, Πλάτ. Γοργ. 493Α· κ. [[περί]] τι, εὐφυὴς ὡς πρὸς..., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 495D, Κρατ. 405D· ἐπὶ τῶν ἐμφύτων τοῦ κυνός, [[λεπτός]], [[ὀξύς]], ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 376Α· μὰ γῆν…, μὴ’γὼ [[νόημα]] κομψότερον ἤκουσά πω, ἐπινόησιν λεπτοτέραν…, Ἀριστοφ. Ὄρν. 195· ἰδίως ἐπὶ σκωπτικῆς σημασίας, ἐμπαικτικῶς, ἐπὶ τῶν σοφιστῶν, οἵτινες [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] ἐλεπτολόγουν περὶ πάντων ὅσα ἔλεγον καὶ ἔπραττον, [[λεπτός]], [[ὑπερακριβής]], [[τρίβων]] γὰρ εἶ τὰ κομψὰ Εὐρ. Ρῆσ. 625· κομψὸς γ’ ὁ [[κῆρυξ]] καὶ [[παρεργάτης]] λόγων ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 426· μή μοι τὰ κομψὰ..., ἀλλ’ ὧν πόλει δεῖ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 16· τῶν ἰατρῶν οἱ κ. ἢ περίεργοι Ἀριστ. π. Ἀναπν. 21, 7· οὕτω, κ. σοφίσματα Εὐρ. παρὰ Στοβ. σ. 56. 13· κομψότερος... ὁ [[λόγος]] ἢ κατ’ ἐμέ, παρὰ πολὺ [[λεπτός]], Πλάτ. Κρατ. 429D· ― ἀλλ’ ὁ [[Πλάτων]] συνήθως μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ καλῆς σημασίας κατὰ τὴν παρατήρησιν τοῦ Μοίρ., πρβλ. Διον. Κωμ. ἐν «Ὁμωνύμοις» 1. 1· ― τὸ κομψόν, = [[κομψότης]], Ἀριστ. Πολιτ. 2. 6, 6. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ὡς καὶ νῦν, κομψόν, γλαφυρόν, νόστιμον, ἀστεῖον, τὸ [[πρᾶγμα]] κομψὸν ἐστι Ἀριστοφ. Θεσμ. 93, πρβλ. 460· πάντων δὲ κομψότατον Πλάτ. Φαῖδρ. 230C· τοῦτ’ ἔχει κομψότατον, τοῦτο [[εἶναι]] τὸ ἀστειότατον, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 171Α· τὰ κομψὰ [[ταῦτα]] χλανίσκια, τὰ εὔμορφα [[ταῦτα]] χλανίδια, Αἰσχίν. 18. 30· τὸ θῆλυ τοὺς πόδας ἔχει κομψοτέρους, λεπτοτέρους, εὐμορφοτέρους, Ἀριστ. Φυσιογν. 5, 5. ΙΙ. Ἐπίρρ. κομψῶς, μετὰ κομψότητος, ἀντίθετ. τοῦ [[ἁπλῶς]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1016, Πλάτ., κτλ.· συγκρ. -οτέρως, Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 208· [[ὡσαύτως]] κομψότερον ἔχω, εἶμαι καλλίτερα κατὰ τὴν ὑγείαν, Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. δ΄, 52, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 10, 13. ― Ὑπερθ. -ότατα, ὁ αὐτ. Λυσ. 89· ὃ καὶ δοκεῖ λέγεσθαι κομψότατα, [[ὅπερ]] καὶ νομίζεται ὅτι λέγεται κομψοφανέστατα, Πλάτ. Θεαίτ. 202D. ― Λέξις Ἀττ., [[κυρίως]] ἀπαντῶσα παρὰ τοῖς κωμικοῖς καὶ τοῖς πεζολόγοις· ἐκ τῶν τραγικῶν [[μόνος]] ὁ [[Εὐριπίδης]] μετεχειρίσθη αὐτήν.
|elnltext=κομψός -ή -όν [~ κομπός?] van pers. verfijnd, elegant:; ἐπὶ τῷ... κομψὸς εἶναι προσποιεῖ; waarom doe je alsof je een verfijnd persoon bent? Aristoph. Ve. 1317; slim, scherpzinnig, bekwaam, met περί + acc.:; οἱ κομψοὶ περὶ μουσικήν de muziekdeskundigen Plat. Crat. 405d; subst.: τὸ κομψόν scherpzinnigheid. van woorden of daden subtiel, listig:; κομψότερος μὲν ὁ λόγος ἢ κατ’ ἐμέ het betoog is te subtiel voor mij Plat. Crat. 429d; μὰ γῆν... μὴ’ γὼ νόημα κομψότερον ἤκουσά πω mijn hemel, ik heb nog nooit een briljanter idee gehοοrd Aristoph. Av. 195; subst. τὰ κομψά subtiliteiten:; τὰ κομψὰ τῆς τέχνης de fijne kneepjes van de kunst Plat. Phaedr. 266d; adv.: μοι φαίνομαι κομψῶς ἐννενοηκέναι ik denk dat ik een briljant idee heb Plat. Crat. 399a; ὃ καὶ δοκεῖ λέγεσθαι κομψότατα wat het meest subtiel gezegd lijkt Plat. Tht. 202d. alg. fijn, prettig:; πάντων δὲ κομψότατον τὸ τῆς πόας het allerprettigst is het gras Plat. Phaedr. 230c; adv. comp.: κομψότερον ἔσχεν zijn gezondheid ging beter NT Io. 4.52.
}}
{{elru
|elrutext='''κομψός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[щегольской]], [[нарядный]] (χλανίσκια Aeschin.);<br /><b class="num">2)</b> [[изысканный]], [[обходительный]], [[приятный]] (ἐν συνουσίᾳ Arph.);<br /><b class="num">3)</b> [[остроумный]], [[тонкий]] ([[ἀνήρ]], [[μηχανή]] Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[ловкий]], [[хитрый]] (σοφίσματα Eur.; [[νόημα]], [[πρᾶγμα]] Arph.; [[ἐχθρός]] Plut.);<br /><b class="num">5)</b> [[талантливый]], [[искусный]] (περὶ μουσικήν Plat.; [[ἰατρός]] Arst.);<br /><b class="num">6)</b> [[изящный]], [[красивый]] (πόδες Arst.);<br /><b class="num">7)</b> [[здоровый]], [[бодрый]]: κομψότερον ἔσχε NT (больному) стало лучше - см. тж. [[κομψόν]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κομψός:''' -ή, -όν ([[κομέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καλοντυμένος]], Λατ. [[comptus]]· απ' όπου, όμορφος [[άνθρωπος]], Λατ. [[bellus]] [[homo]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ευπρεπής]], [[ευφυής]], [[πνευματώδης]], [[φινετσάτος]], [[λεπτός]], εξευγενισμένος, λέγεται για πρόσωπα και τα [[λόγια]] τους, στον ίδ.· κ. [[περί]] τι, [[έξυπνος]] σχετικά με ένα [[ζήτημα]], σε Πλάτ.· λέγεται για το [[ένστικτο]] του σκύλου, [[λεπτός]], [[οξύς]], στον ίδ.· με σκωπτική [[σημασία]], λέγεται για τους Σοφιστές που υπερανέλυαν, διύλιζαν τα πάντα, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίρρ., [[κομψῶς]], κομψά, με [[λεπτότητα]], με [[χάρη]], με [[φινέτσα]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>κομψότερον ἔχειν</i>, είμαι καλύτερα στην [[υγεία]] μου, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''κομψός:''' -ή, -όν ([[κομέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καλοντυμένος]], Λατ. [[comptus]]· απ' όπου, όμορφος [[άνθρωπος]], Λατ. [[bellus]] [[homo]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ευπρεπής]], [[ευφυής]], [[πνευματώδης]], [[φινετσάτος]], [[λεπτός]], εξευγενισμένος, λέγεται για πρόσωπα και τα [[λόγια]] τους, στον ίδ.· κ. [[περί]] τι, [[έξυπνος]] σχετικά με ένα [[ζήτημα]], σε Πλάτ.· λέγεται για το [[ένστικτο]] του σκύλου, [[λεπτός]], [[οξύς]], στον ίδ.· με σκωπτική [[σημασία]], λέγεται για τους Σοφιστές που υπερανέλυαν, διύλιζαν τα πάντα, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίρρ., [[κομψῶς]], κομψά, με [[λεπτότητα]], με [[χάρη]], με [[φινέτσα]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>κομψότερον ἔχειν</i>, είμαι καλύτερα στην [[υγεία]] μου, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κομψός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[щегольской]], [[нарядный]] (χλανίσκια Aeschin.);<br /><b class="num">2)</b> [[изысканный]], [[обходительный]], [[приятный]] (ἐν συνουσίᾳ Arph.);<br /><b class="num">3)</b> [[остроумный]], [[тонкий]] ([[ἀνήρ]], [[μηχανή]] Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[ловкий]], [[хитрый]] (σοφίσματα Eur.; [[νόημα]], [[πρᾶγμα]] Arph.; [[ἐχθρός]] Plut.);<br /><b class="num">5)</b> [[талантливый]], [[искусный]] (περὶ μουσικήν Plat.; [[ἰατρός]] Arst.);<br /><b class="num">6)</b> [[изящный]], [[красивый]] (πόδες Arst.);<br /><b class="num">7)</b> [[здоровый]], [[бодрый]]: κομψότερον ἔσχε NT (больному) стало лучше - см. тж. [[κομψόν]].
|lstext='''κομψός''': -ή, -όν, ([[κομέω]]) [[καλῶς]], εὐπρεπῶς ἐνδεδυμένος, κεκαλλωπισμένος, Λατ. comptus· [[ἐντεῦθεν]], [[εὔχαρις]] ἄνθρωπὸς, Λατ. bellus homo, Ἀριστοφ. Σφ. 1317, Ἄλεξ. ἐν «Πολυκλείᾳ» 1, Τιμοκρέων 6. 2) [[εὐπρεπής]], [[ἐπίχαρις]], [[γλαφυρός]], εὐφυής, [[πνευματώδης]], [[δεξιός]], ἐπὶ προσώπων καὶ τῶν λόγων αὐτῶν καὶ πράξεων, κ. θεαταὶ Κρατῖν. ἐν «Πυλαίᾳ» 1, πρβλ. ἐν Ἀδήλ. 155· ἐσμὲν ἅπαντα κομψοὶ ἄνδρες Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 1· κ. ἐν συνουσίᾳ Ἀριστοφ. Νεφ. 649, πρβλ. Βατρ. 967, Πλάτ. Γοργ. 493Α· κ. [[περί]] τι, εὐφυὴς ὡς πρὸς..., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 495D, Κρατ. 405D· ἐπὶ τῶν ἐμφύτων τοῦ κυνός, [[λεπτός]], [[ὀξύς]], ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 376Α· μὰ γῆν…, μὴ’γὼ [[νόημα]] κομψότερον ἤκουσά πω, ἐπινόησιν λεπτοτέραν…, Ἀριστοφ. Ὄρν. 195· ἰδίως ἐπὶ σκωπτικῆς σημασίας, ἐμπαικτικῶς, ἐπὶ τῶν σοφιστῶν, οἵτινες [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] ἐλεπτολόγουν περὶ πάντων ὅσα ἔλεγον καὶ ἔπραττον, [[λεπτός]], [[ὑπερακριβής]], [[τρίβων]] γὰρ εἶ τὰ κομψὰ Εὐρ. Ρῆσ. 625· κομψὸς γ’ ὁ [[κῆρυξ]] καὶ [[παρεργάτης]] λόγων ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 426· μή μοι τὰ κομψὰ..., ἀλλ’ ὧν πόλει δεῖ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 16· τῶν ἰατρῶν οἱ κ. ἢ περίεργοι Ἀριστ. π. Ἀναπν. 21, 7· οὕτω, κ. σοφίσματα Εὐρ. παρὰ Στοβ. σ. 56. 13· κομψότερος... ὁ [[λόγος]] ἢ κατ’ ἐμέ, παρὰ πολὺ [[λεπτός]], Πλάτ. Κρατ. 429D· ― ἀλλ’ ὁ [[Πλάτων]] συνήθως μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ καλῆς σημασίας κατὰ τὴν παρατήρησιν τοῦ Μοίρ., πρβλ. Διον. Κωμ. ἐν «Ὁμωνύμοις» 1. 1· ― τὸ κομψόν, = ἡ [[κομψότης]], Ἀριστ. Πολιτ. 2. 6, 6. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ὡς καὶ νῦν, κομψόν, γλαφυρόν, νόστιμον, ἀστεῖον, τὸ [[πρᾶγμα]] κομψὸν ἐστι Ἀριστοφ. Θεσμ. 93, πρβλ. 460· πάντων δὲ κομψότατον Πλάτ. Φαῖδρ. 230C· τοῦτ’ ἔχει κομψότατον, τοῦτο [[εἶναι]] τὸ ἀστειότατον, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 171Α· τὰ κομψὰ [[ταῦτα]] χλανίσκια, τὰ εὔμορφα [[ταῦτα]] χλανίδια, Αἰσχίν. 18. 30· τὸ θῆλυ τοὺς πόδας ἔχει κομψοτέρους, λεπτοτέρους, εὐμορφοτέρους, Ἀριστ. Φυσιογν. 5, 5. ΙΙ. Ἐπίρρ. κομψῶς, μετὰ κομψότητος, ἀντίθετ. τοῦ [[ἁπλῶς]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1016, Πλάτ., κτλ.· συγκρ. -οτέρως, Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 208· [[ὡσαύτως]] κομψότερον ἔχω, εἶμαι καλλίτερα κατὰ τὴν ὑγείαν, Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. δ΄, 52, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 10, 13. ― Ὑπερθ. -ότατα, ὁ αὐτ. Λυσ. 89· ὃ καὶ δοκεῖ λέγεσθαι κομψότατα, [[ὅπερ]] καὶ νομίζεται ὅτι λέγεται κομψοφανέστατα, Πλάτ. Θεαίτ. 202D. ― Λέξις Ἀττ., [[κυρίως]] ἀπαντῶσα παρὰ τοῖς κωμικοῖς καὶ τοῖς πεζολόγοις· ἐκ τῶν τραγικῶν [[μόνος]] ὁ [[Εὐριπίδης]] μετεχειρίσθη αὐτήν.
}}
{{elnl
|elnltext=κομψός -ή -όν [~ κομπός?] van pers. verfijnd, elegant:; ἐπὶ τῷ... κομψὸς εἶναι προσποιεῖ; waarom doe je alsof je een verfijnd persoon bent? Aristoph. Ve. 1317; slim, scherpzinnig, bekwaam, met περί + acc.:; οἱ κομψοὶ περὶ μουσικήν de muziekdeskundigen Plat. Crat. 405d; subst.: τὸ κομψόν scherpzinnigheid. van woorden of daden subtiel, listig:; κομψότερος μὲν ὁ λόγος ἢ κατ’ ἐμέ het betoog is te subtiel voor mij Plat. Crat. 429d; μὰ γῆν... μὴ’ γὼ νόημα κομψότερον ἤκουσά πω mijn hemel, ik heb nog nooit een briljanter idee gehοοrd Aristoph. Av. 195; subst. τὰ κομψά subtiliteiten:; τὰ κομψὰ τῆς τέχνης de fijne kneepjes van de kunst Plat. Phaedr. 266d; adv.: μοι φαίνομαι κομψῶς ἐννενοηκέναι ik denk dat ik een briljant idee heb Plat. Crat. 399a; ὃ καὶ δοκεῖ λέγεσθαι κομψότατα wat het meest subtiel gezegd lijkt Plat. Tht. 202d. alg. fijn, prettig:; πάντων δὲ κομψότατον τὸ τῆς πόας het allerprettigst is het gras Plat. Phaedr. 230c; adv. comp.: κομψότερον ἔσχεν zijn gezondheid ging beter NT Io. 4.52.
}}
}}
{{etym
{{etym