κομψός

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομψός Medium diacritics: κομψός Low diacritics: κομψός Capitals: ΚΟΜΨΟΣ
Transliteration A: kompsós Transliteration B: kompsos Transliteration C: kompsos Beta Code: komyo/s

English (LSJ)

κομψή, κομψόν,
A nice, refined, gentlemanly, ἐσμὲν ἅπαντα κομψοὶ ἄνδρες we are perfect gentlemen, Eup.159, cf. Ar.V.1317; κ. ἐν συνουσίᾳ Id.Nu.649; τὸ θῆλυ τοὺς πόδας ἔχει κομψοτέρους more delicate, finer, Arist.Phgn.809b9.
2 smart, clever, ingenious, of persons or their words and acts, ὁ πρῶτος εὑρὼν κ. ἦν τραγήματα Alex.185; κ. θεαταί Cratin.169, cf. 307; Θηραμένης ὁ κομψός Ar.Ra.967; Σικελὸς κομψὸς ἀνήρ Timocr.6, cf. Pl.Grg.493a; κομψὸς περί τι clever about... Id.R.495d (Sup.), Cra.405d; of a dog's instinct, κομψὸν τὸ πάθος αὐτοῦ τῆς φύσεως Id.R.376a; μὰ γῆν... μὴ 'γὼ νόημα κομψότερον ἤκουσά πω a more ingenious device... Ar.Av.195; τὸ πρᾶγμα κ. [ἐστι] Id.Th.93, cf. 460 (lyr., Comp.), Dionys.Com.3.1; especially in a sneering sense, over-ingenious, κομψός γ' ὁ κῆρυξ καὶ παρεργάτης λόγων E.Supp.426; τρίβων γὰρ εἶ τὰ κομψά versed in subtleties, Id.Rh.625; μή μοι τὰ κομψὰ ποικίλοι γενοίατο, ἀλλ' ὧν πόλει δεῖ Id.Fr.16; τὸ κομψόν = refinement, subtlety, Arist.Pol.1265a12; τῶν ἰατρῶν ὅσοι κ. ἢ περίεργοι Id.Resp.480b27; κ. σοφίσματα E.Fr. 188.5; τοῦτ' ἔχει κομψότατον this is the subtlest part of it, Pl.Tht.171a; κομψότερος… ὁ λόγος ἢ κατ' ἐμέ = too subtle for me, Id.Cra.429d:—but in Pl. and Arist., usually clever, esp. skilful in technique, with at most a slight irony (κομψοὺς Πλάτων οὐ τοὺς πανούργους, ἀλλὰ τοὺς βελτίστους Moer.p.206 P.).
3 more generally, nice, good, pleasant, πάντων δὲ κομψότατον τὸ τῆς πόας Pl.Phdr.230c; τὰ κομψὰ ταῦτα χλανίσκια that nice suit of yours, Aeschin.1.131.
II Adv. κομψῶς = cleverly, Ar.Ach.1016 (lyr.), Pl.Cra.399a, etc.: Comp. κομψοτέρως Isoc. 15.195; κομψῶς ἔχειν to be well, 'nicely' in health, PPar.18.3 (ii B.C.), cf. PLond. ined.2126 (ii/iii A.D.), etc.; κομψότερον σχεῖν = to get better in health, Ev.Jo.4.52, cf. Arr.Epict.3.10.13, POxy.935.5 (iii A.D.): Sup. κομψότατα = nicely, Ar.Lys.89; λέγεσθαι κομψότατα = most cleverly, Pl.Tht.202d.—Chiefly found in Att. Com. and Prose; Trag. only in E. (Orig. sense uncertain; = στρεβλός, Erot. (citing Euripides); = στρογγύλος, Hsch.)

German (Pape)

[Seite 1480] (vgl. κομέω), geschminkt, geziert; bes. von der auf den Leib verwendeten Sorgfalt, ἐπὶ τῷ κομᾷς καὶ κομψὸς εἶναι προσποιεῖ Ar. Vesp. 1317; τὰ κομψὰ χλανίσκια Aesch. 1, 131; – übertr. von seinem, zierlichem Benehmen in Worten u. Handlungen, gew. mit dem tadelnden Nebenbegriffe des Künstlichen u. Gezierten, im Gegensatz zum Natürlichen, Schlichten u. Einfachen; κομψὸν εἶναι ἐν συνουσίᾳ Ar. Nubb. 649, vgl. Ran. 967; κομψὸς ὁ κήρυξ καὶ παρεργάτης λόγου Eur. Suppl. 436; ἀνήρ Plat. Gorg. 493 a; τοῦτο οὔτε τι κομψόν, οὔτε χαλεπὸν εὑρεῖν Soph. 259 c; μηχανὴν κομψὴν εὗρες Rep. III, 318 b; οἱ κομψοὶ περὶ μουσικήν Crat. 405 d; τὰ δεξιὰ καὶ κομψά verbunden Legg. I, 634 a. Moeris bemerkt ausdrücklich Πλάτων κομψοὺς οὐ τοὺς πανούργους, ἀλλὰ τοὺς βελτίστους. – Auch = verschlagen, listig; Ar. Av. 195; Eur. Rhes. 625. – Adv. κομψῶς; καὶ δειπνητικῶς Ar. Ach. 1016; Xen. Cyr. 1, 3, 8; Sp.; κομψότατα Ar. Lys. 87.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. paré avec soin ; élégant, joli;
II. p. suite :
1 fin, délicat, aimable, spirituel, cultivé;
2 habile, adroit, ingénieux;
Cp. κομψότερος, Sp. κομψότατος.
Étymologie: R. Κομ, soigner ; cf. lat. comptus.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κομψός -ή -όν [~ κομπός?] van pers. verfijnd, elegant:; ἐπὶ τῷ... κομψὸς εἶναι προσποιεῖ; waarom doe je alsof je een verfijnd persoon bent? Aristoph. Ve. 1317; slim, scherpzinnig, bekwaam, met περί + acc.:; οἱ κομψοὶ περὶ μουσικήν de muziekdeskundigen Plat. Crat. 405d; subst.: τὸ κομψόν scherpzinnigheid. van woorden of daden subtiel, listig:; κομψότερος μὲν ὁ λόγος ἢ κατ’ ἐμέ het betoog is te subtiel voor mij Plat. Crat. 429d; μὰ γῆν... μὴ’ γὼ νόημα κομψότερον ἤκουσά πω mijn hemel, ik heb nog nooit een briljanter idee gehοοrd Aristoph. Av. 195; subst. τὰ κομψά subtiliteiten:; τὰ κομψὰ τῆς τέχνης de fijne kneepjes van de kunst Plat. Phaedr. 266d; adv.: μοι φαίνομαι κομψῶς ἐννενοηκέναι ik denk dat ik een briljant idee heb Plat. Crat. 399a; ὃ καὶ δοκεῖ λέγεσθαι κομψότατα wat het meest subtiel gezegd lijkt Plat. Tht. 202d. alg. fijn, prettig:; πάντων δὲ κομψότατον τὸ τῆς πόας het allerprettigst is het gras Plat. Phaedr. 230c; adv. comp.: κομψότερον ἔσχεν zijn gezondheid ging beter NT Io. 4.52.

Russian (Dvoretsky)

κομψός:
1 щегольской, нарядный (χλανίσκια Aeschin.);
2 изысканный, обходительный, приятный (ἐν συνουσίᾳ Arph.);
3 остроумный, тонкий (ἀνήρ, μηχανή Plat.);
4 ловкий, хитрый (σοφίσματα Eur.; νόημα, πρᾶγμα Arph.; ἐχθρός Plut.);
5 талантливый, искусный (περὶ μουσικήν Plat.; ἰατρός Arst.);
6 изящный, красивый (πόδες Arst.);
7 здоровый, бодрый: κομψότερον ἔσχε NT (больному) стало лучше - см. тж. κομψόν.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑM κομψός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος
2. χαριτωμένος, ευχάριστος
3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά»)
αρχ.
1. ευφυής, πνευματώδης
2. επιδέξιος σε μια τέχνη
3. πανούργος, πολυμήχανος
4. λεπτολόγος, υπερακριβής («κομψὸς γ' ὁ κῆρυξ καὶ παρεργάτης λόγων», Ευρ.)
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ κομψόν
κομψότητα, λεπτότητα, ακρίβεια.
επίρρ...
κομψώς και -ά (ΑM κομψῶς)
με κομψότητα, με χάρη, με λεπτότητα
αρχ.
1. (για τη γλώσσα) με γλαφυρό τρόπο
2. (ο συγκριτ.) κομψοτέρως και κομψότερον
καλύτερα
3. (ο υπερθ.) κομψότατα
α) τρυφερότατα, απαλότατα
β) ευφυέστατα
4. φρ. «κομψότερον έχω» — είμαι καλύτερα στην υγεία μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει πιθ. εκφραστικό επίθημα -σος, ενώ το θ. της (κομ-) μπορεί να συνδέεται με τα ρ. κομῶ, -έω «περιποιούμαι, φροντίζω» και κομμοῦμαι, -όομαι «εκφράζομαι με καλλιέπεια, χρησιμοποιώ ρητορικά σχήματα». Άρα κομψός < κομ-σός, με τροπή του συμφωνικού συμπλέγματος -μσ- σε -μψ- πιθ. για εκφραστικούς λόγους. Η σύνδεση με λιθουαν. švankus «κόσμιος, ευπρεπής, ευγενικός» δεν φαίνεται πολύ πιθανή.
ΠΑΡ. κομψεύω, κομψότητα (-της).
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) κομψοεπής, κομψολόγος, κομψοπρεπής
αρχ.
κομψευριπικώς, κομψοφανής
μσν.
κομψολεσχώ
νεοελλ.
κομψογράφος, κομψοντύνομαι, κομψοτέχνημα, κομψοτέχνης. (Β' συνθετικό) άκομψος, περίκομψος
αρχ.
μικρόκομψος, πολύκομψος, υπόκομψος
νεοελλ.
ολόκομψος, υπέρκομψος, φιλόκομψος].

Greek Monotonic

κομψός: -ή, -όν (κομέω),
I. 1. καλοντυμένος, Λατ. comptus· απ' όπου, όμορφος άνθρωπος, Λατ. bellus homo, σε Αριστοφ.
2. ευπρεπής, ευφυής, πνευματώδης, φινετσάτος, λεπτός, εξευγενισμένος, λέγεται για πρόσωπα και τα λόγια τους, στον ίδ.· κ. περί τι, έξυπνος σχετικά με ένα ζήτημα, σε Πλάτ.· λέγεται για το ένστικτο του σκύλου, λεπτός, οξύς, στον ίδ.· με σκωπτική σημασία, λέγεται για τους Σοφιστές που υπερανέλυαν, διύλιζαν τα πάντα, σε Ευρ. κ.λπ.
II. 1. επίρρ., κομψῶς, κομψά, με λεπτότητα, με χάρη, με φινέτσα, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
2. κομψότερον ἔχειν, είμαι καλύτερα στην υγεία μου, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

κομψός: -ή, -όν, (κομέω) καλῶς, εὐπρεπῶς ἐνδεδυμένος, κεκαλλωπισμένος, Λατ. comptus· ἐντεῦθεν, εὔχαρις ἄνθρωπὸς, Λατ. bellus homo, Ἀριστοφ. Σφ. 1317, Ἄλεξ. ἐν «Πολυκλείᾳ» 1, Τιμοκρέων 6. 2) εὐπρεπής, ἐπίχαρις, γλαφυρός, εὐφυής, πνευματώδης, δεξιός, ἐπὶ προσώπων καὶ τῶν λόγων αὐτῶν καὶ πράξεων, κ. θεαταὶ Κρατῖν. ἐν «Πυλαίᾳ» 1, πρβλ. ἐν Ἀδήλ. 155· ἐσμὲν ἅπαντα κομψοὶ ἄνδρες Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 1· κ. ἐν συνουσίᾳ Ἀριστοφ. Νεφ. 649, πρβλ. Βατρ. 967, Πλάτ. Γοργ. 493Α· κ. περί τι, εὐφυὴς ὡς πρὸς..., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 495D, Κρατ. 405D· ἐπὶ τῶν ἐμφύτων τοῦ κυνός, λεπτός, ὀξύς, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 376Α· μὰ γῆν…, μὴ’γὼ νόημα κομψότερον ἤκουσά πω, ἐπινόησιν λεπτοτέραν…, Ἀριστοφ. Ὄρν. 195· ἰδίως ἐπὶ σκωπτικῆς σημασίας, ἐμπαικτικῶς, ἐπὶ τῶν σοφιστῶν, οἵτινες ὑπὲρ τὸ δέον ἐλεπτολόγουν περὶ πάντων ὅσα ἔλεγον καὶ ἔπραττον, λεπτός, ὑπερακριβής, τρίβων γὰρ εἶ τὰ κομψὰ Εὐρ. Ρῆσ. 625· κομψὸς γ’ ὁ κῆρυξ καὶ παρεργάτης λόγων ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 426· μή μοι τὰ κομψὰ..., ἀλλ’ ὧν πόλει δεῖ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 16· τῶν ἰατρῶν οἱ κ. ἢ περίεργοι Ἀριστ. π. Ἀναπν. 21, 7· οὕτω, κ. σοφίσματα Εὐρ. παρὰ Στοβ. σ. 56. 13· κομψότερος... ὁ λόγος ἢ κατ’ ἐμέ, παρὰ πολὺ λεπτός, Πλάτ. Κρατ. 429D· ― ἀλλ’ ὁ Πλάτων συνήθως μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ καλῆς σημασίας κατὰ τὴν παρατήρησιν τοῦ Μοίρ., πρβλ. Διον. Κωμ. ἐν «Ὁμωνύμοις» 1. 1· ― τὸ κομψόν, = ἡ κομψότης, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 6, 6. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ὡς καὶ νῦν, κομψόν, γλαφυρόν, νόστιμον, ἀστεῖον, τὸ πρᾶγμα κομψὸν ἐστι Ἀριστοφ. Θεσμ. 93, πρβλ. 460· πάντων δὲ κομψότατον Πλάτ. Φαῖδρ. 230C· τοῦτ’ ἔχει κομψότατον, τοῦτο εἶναι τὸ ἀστειότατον, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 171Α· τὰ κομψὰ ταῦτα χλανίσκια, τὰ εὔμορφα ταῦτα χλανίδια, Αἰσχίν. 18. 30· τὸ θῆλυ τοὺς πόδας ἔχει κομψοτέρους, λεπτοτέρους, εὐμορφοτέρους, Ἀριστ. Φυσιογν. 5, 5. ΙΙ. Ἐπίρρ. κομψῶς, μετὰ κομψότητος, ἀντίθετ. τοῦ ἁπλῶς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1016, Πλάτ., κτλ.· συγκρ. -οτέρως, Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 208· ὡσαύτως κομψότερον ἔχω, εἶμαι καλλίτερα κατὰ τὴν ὑγείαν, Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. δ΄, 52, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 10, 13. ― Ὑπερθ. -ότατα, ὁ αὐτ. Λυσ. 89· ὃ καὶ δοκεῖ λέγεσθαι κομψότατα, ὅπερ καὶ νομίζεται ὅτι λέγεται κομψοφανέστατα, Πλάτ. Θεαίτ. 202D. ― Λέξις Ἀττ., κυρίως ἀπαντῶσα παρὰ τοῖς κωμικοῖς καὶ τοῖς πεζολόγοις· ἐκ τῶν τραγικῶν μόνοςΕὐριπίδης μετεχειρίσθη αὐτήν.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: fine, elegant, spiritual, cunning (Att.).
Compounds: Compp., e. g. περί-κομψος very fine (Ar.).
Derivatives: κομψότης nicety, elegance (Pl.), κομψεύομαι (-εύω) be spiritual, be smart (Pl.) with κομψεία (Pl., Luc.), κόμψευμα (Arist., Luc., Gal.) smart expression, ingeniousness.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: On κομψός as idea of style s. H. Wersdörfer Die φιλοσοφία des Isokrates im Spiegel ihrer Terminologie (Leipzig 1940) S. 105f., 127f. Since long (Bezzenberger-Fick BB 6, 237) connected with Lith. švánkus fine, reasonable (cf. Schwyzer 302). Doubts by Chantraine REGr. 58, 90ff., who wants connection with κομέω, κομμόομαι, morphologically not quite easy (through *κομ-σός). On the suffix s. Stang Symb. Oslo. 23, 46ff. - Hardly IE, so prob. Pre-Greek.

Middle Liddell

κομψός, ή, όν κομέω
I. well-dressed, Lat. comptus; hence, a pretty fellow, Lat. bellus homo, Ar.
2. accomplished, elegant, exquisite, refined, dainty, clever, witty, of persons or their words and acts, Ar.; κ. περί τι clever about a thing, Plat.; of a dog's instinct, exquisite, acute, Plat.; in a sneering sense, of Sophists who refine overmuch, studied, affected, Eur., etc.
II. adv. κομψῶς, elegantly, prettily, daintily, Ar., Plat., etc.
2. κομψότερον ἔχειν to be better in health, NTest.

Frisk Etymology German

κομψός: {kompsós}
Meaning: fein, elegant, geistreich, listig (att.).
Composita: Kompp., z. B. περίκομψος überaus fein (Ar.).
Derivative: Davon κομψότης Feinheit, Eleganz (Pl. u. a.), κομψεύομαι (-εύω) ‘geistreich sein, (sich) witzig ausdrücken’ (Pl. u. a.) mit κομψεία (Pl., Luk.), κόμψευμα (Arist., Luk., Gal.) witziger Ausdruck, Spitzfindigkeit.
Etymology: Über κομψός als Stilbegriff s. H. Wersdörfer Die φιλοσοφία des Isokrates im Spiegel ihrer Terminologie (Leipzig 1940) S. 105f., 127f. Seit lange (Bezzenberger-Fick BB 6, 237) mit lit. švánkus fein, anständig, angemessen verbunden (zum Lautlichen Schwyzer 302). Wohlbegründete Einwände bei Chantraine REGr. 58, 90ff., der begrifflich ansprechend, aber morphologisch nicht ganz glatt dafür Anknüpfung an κομέω, κομμόομαι (über *κομσός) sucht. Zum Suffix noch Stang Symb. Oslo. 23, 46ff.
Page 1,910

English (Woodhouse)

affected, clever, dainty, elegant, graceful, pretty, refined, subtle, witty, overrefined, over-refined, well devised

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό κομέω (=φροντίζω) κομίζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ κομψός: κομψεύω (λεπτολογῶ), κομψεύομαι (=φέρνομαι μέ λεπτότητα), κομψεία (=λεπτότητα), κόμψευμα, κομψευτός, κομψευτικός, ἀκόμψευτος, κομψῶς.

Translations

refined

Bulgarian: изискан; Catalan: refinat; Chinese Mandarin: 斯文; Danish: raffineret, elegant, forfinet; Dutch: verfijnd; Finnish: hienostunut; French: affiné, raffiné; German: kultiviert, gepflegt; Greek: εκλεπτυσμένος; Ancient Greek: κομψός, ἀστεῖος; Hungarian: kifinomult; Latin: cultus, lautus; Norwegian: raffinert; Persian: بافرهنگ‎; Russian: утончённый, изысканный, благородный; Scottish Gaelic: eagarach, fìnealta, lìomhte; Turkish: rafine

clever

Afrikaans: slim; Albanian: i zgjuar; Arabic: ذَكِيّ‎; Egyptian Arabic: شاطر‎; Moroccan Arabic: دكي‎, مطور‎; Armenian: խելացի, խելոք; Assamese: বুধিয়ক; Asturian: llistu; Azerbaijani: ağıllı; Bashkir: аҡыллы; Belarusian: разумны; Bengali: চতুর; Bulgarian: умен; Burmese: လျင်, ဉာဏ်ကောင်း, ပါးလျား, အကြံပိုင်; Catalan: llest, espavilat; Chinese Mandarin: 聰明, 聪明, 伶俐; Czech: chytrý; Danish: klog, smart; Darkinjung: girrâchi; Dutch: slim, kloek, scherpzinnig; Esperanto: sprita; Estonian: nutikas; Finnish: nokkela, ovela, älykäs; French: intelligent, malin; Georgian: ჭკვიანი; German: patent, klug, gescheit, clever, schlau, pfiffig; Alemannic German: arig; Gothic: 𐍃𐌽𐌿𐍄𐍂𐍃; Greek: έξυπνος; Hebrew: פיקח‎, חָכָם‎; Hindi: होशियार; Hungarian: okos, eszes; Icelandic: snjall; Irish: cliste; Italian: furbo, astuto, sveglio, scaltro, brillante; Japanese: 賢い, 敏い, 利口な; Kazakh: ақылды; Khmer: ឆ្លាត; Korean: 똑똑하다, 똑똑한, 영리하다, 영리한; Kott: anaŋaja; Kurdish Central Kurdish: زیرەک‎; Kyrgyz: акылдуу, эстүү; Lao: ສະຫລາດ, ສລາດ; Latin: sapiens, callidus, catus; Latvian: gudrs; Lithuanian: protingas; Macedonian: умен; Malay: pandai; Maori: ihumanea, manea; Mingrelian: ჭკვერი; Mongolian: ухаантай; Norwegian: klok, begavet, intelligent, skarpsindig, smart; Persian: باهوش‎, زیرک‎, زرنگ‎; Polish: sprytny, zmyślny, bystry, zdolny; Portuguese: esperto; Romanian: deștept; Russian: умный, разумный, хитрый; Sanskrit: चतुर; Scottish Gaelic: tapaidh, glic; Serbo-Croatian Cyrillic: паметан; Roman: pametan; Sinhalese: හපන්, දක්ෂ; Slovak: chytrý; Slovene: pameten; Sorbian Lower Sorbian: mudry; Spanish: listo, inteligente, pillo, astuto; Swahili: erevu; Swedish: klok, smart; Tajik: оқил, боақл, ҳушманд; Tatar: акыллы; Telugu: మేధావి; Thai: ฉลาด; Turkish: akıllı, zeki, afacan; Turkmen: akylly; Ukrainian: розумний; Urdu: ہوشیار‎; Uzbek: aqlli, oqil; Vietnamese: thông minh; Walloon: sûti, sûteye, malén, malene; Welsh: clyfar; Yiddish: קלוג‎