πολυπραγμονέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> se mêler indiscrètement de beaucoup de choses, faire l'empressé, être intrigant;<br /><b>2</b> se mêler de réformes <i>ou</i> d'innovations politiques;<br /><b>3</b> <i>en b. part</i> s'occuper de qch avec soin.<br />'''Étymologie:''' [[πολυπράγμων]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> se mêler indiscrètement de beaucoup de choses, faire l'empressé, être intrigant;<br /><b>2</b> se mêler de réformes <i>ou</i> d'innovations politiques;<br /><b>3</b> <i>en b. part</i> s'occuper de qch avec soin.<br />'''Étymologie:''' [[πολυπράγμων]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολυπραγμονέω''': Ἰων. πολυπρηγμ-, ἀσχολοῦμαι εἰς πολλὰ πράγματα, ἢ [[ἐξετάζω]] τι κατὰ [[βάθος]], κοινῶς «πολυεξετάζω», μὴ πολυπραγμόνει, μὴ φρόντιζε πολὺ περὶ [[αὐτοῦ]], Φερεκράτ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1· [[οὔτε]] ζητεῖν [[δεῖν]] [[οὔτε]] πολυπραγμονεῖν τὰς αἰτίας ἐρευνῶντες Πλάτ. Νόμ. 821Α· [[περί]] τι [[αὐτόθι]] 952D· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 184Ε. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, εἶμαι [[πολυπράγμων]], [[θέλω]] νὰ [[μανθάνω]] τί κάμνει ὁ μὲν καὶ ὁ δὲ, ἀναμιγνύομαι εἰς ξένας ὑποθέσεις, (πρβλ. [[πολυπράγμων]]), Ἀριστοφ. Πλ. 913, κλπ.· τὰ αὑτοῦ πράττειν καὶ μὴ πολυπρ. Πλάτ. Πολ. 433Α· ― [[μάλιστα]] ὡς τὸ [[νεωτερίζω]], ἀναμιγνύομαι εἰς τὰ πολιτικὰ πράγματα, ῥᾳδιουργῶ κατὰ τῶν καθεστώτων, Λατ. novas res moliri, Ἡρόδ. 3. 15 (ὡς τὸ πολλὰ πρήσσειν ὁ αὐτ. 5. 33), Ξεν. Ἀν. 5. 1, 15. 3) παρὰ μεταγεν., μετ’ αἰτ, περιεργάζομαί τι, ἐρευνῶ ἐκ τοῦ πλησίον, ἀλλότρια κακὰ Μενάνδρ. Μονόστ. 583, πρβλ. Πολύβ. 3. 38, κτλ. ― Παθ., ὁ αὐτ. 12. 27, 4· οὕτω ῥηματ. ἐπίθ. πολυπραγμονητέον, ὁ αὐτ. 9. 19, 4.
|elnltext=πολυπραγμονέω, Ion. πολυπρηγμονέω [πολυπράγμων] zich druk maken, zich inspannen:. π. τι περὶ τὴν παιδείαν zich een beetje druk maken over de opvoeding Plat. Lg. 952d; ἐμὲ ὑπὲρ σοῦ πολυπραγμονεῖν dat ik mij in jouw plaats inspan Plat. Tht. 184e; πολυπραγμονεῖν τὰς αἰτίας ἐρευνῶντες zich druk maken met het zoeken naar de oorzaken Plat. Lg. 821a. neg. bemoeizuchtig zijn:; τὰ αὑτοῦ πράττειν καὶ μὴ πολυπραγμονεῖν zich met zijn eigen zaken bezighouden en niet bemoeizuchtig zijn Plat. Resp. 433a; intrigeren:. παρὰ Σεύθῃ πολυπραγμονῶν bij Seuthes intrigerend Xen. An. 5.1.15. nieuwsgierig zijn naar, met acc.: τί τοῦτο πολυπραγμονοῦσα; waarom zo nieuwsgierig daarnaar? Luc. 35.4.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυπραγμονέω:''' ион. [[πολυπρηγμονέω]]<br /><b class="num">1)</b> [[заниматься множеством дел]], [[усердствовать не в меру]], [[соваться не в свои дела]], [[суетиться]] (περί τι и περί τινος Plat.): τὰ [[αὑτοῦ]] πράττειν καὶ μὴ π. Plat. делать свое дело и не соваться в чужие;<br /><b class="num">2)</b> [[выведывать]], [[разузнавать]] (τὰ [[κατά]] τινα и τὰ περί τινα Polyb.; πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν [[παρά]] τινος Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[заниматься интригами]], [[строить козни]] Her.: πολυπραγμονῶν τι ἀπέθανεν ὑπὸ Νικάνδρου Xen. за какие-то интриги (Дексипп) был казнен Никандром;<br /><b class="num">4)</b> [[ревностно исследовать]], [[тщательно изучать]] (τὰς αἰτίας Plat.; τὰ παρὰ τῶν μαθηματικῶν Polyb.): οἱ τὰ φαινόμενα πεπολυπραγμονηκότες Polyb. те, кто исследовал (небесные) явления.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυπραγμονέω:''' Ιων. -πρηγμονέω, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ασχολούμαι]] με [[πολλά]] πράγματα, με αρνητική [[σημασία]], είμαι [[ανακατωσούρης]], [[φιλοπερίεργος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· επίσης, όπως το [[νεωτερίζω]]· ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις, [[δολοπλοκώ]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[περιεργάζομαι]] [[κάτι]], σε Μένανδρ.
|lsmtext='''πολυπραγμονέω:''' Ιων. -πρηγμονέω, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ασχολούμαι]] με [[πολλά]] πράγματα, με αρνητική [[σημασία]], είμαι [[ανακατωσούρης]], [[φιλοπερίεργος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· επίσης, όπως το [[νεωτερίζω]]· ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις, [[δολοπλοκώ]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[περιεργάζομαι]] [[κάτι]], σε Μένανδρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολυπραγμονέω:''' ион. [[πολυπρηγμονέω]]<br /><b class="num">1)</b> [[заниматься множеством дел]], [[усердствовать не в меру]], [[соваться не в свои дела]], [[суетиться]] (περί τι и περί τινος Plat.): τὰ [[αὑτοῦ]] πράττειν καὶ μὴ π. Plat. делать свое дело и не соваться в чужие;<br /><b class="num">2)</b> [[выведывать]], [[разузнавать]] (τὰ [[κατά]] τινα и τὰ περί τινα Polyb.; πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν [[παρά]] τινος Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[заниматься интригами]], [[строить козни]] Her.: πολυπραγμονῶν τι ἀπέθανεν ὑπὸ Νικάνδρου Xen. за какие-то интриги (Дексипп) был казнен Никандром;<br /><b class="num">4)</b> [[ревностно исследовать]], [[тщательно изучать]] (τὰς αἰτίας Plat.; τὰ παρὰ τῶν μαθηματικῶν Polyb.): οἱ τὰ φαινόμενα πεπολυπραγμονηκότες Polyb. те, кто исследовал (небесные) явления.
|lstext='''πολυπραγμονέω''': Ἰων. πολυπρηγμ-, ἀσχολοῦμαι εἰς πολλὰ πράγματα, ἢ [[ἐξετάζω]] τι κατὰ [[βάθος]], κοινῶς «πολυεξετάζω», μὴ πολυπραγμόνει, μὴ φρόντιζε πολὺ περὶ [[αὐτοῦ]], Φερεκράτ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1· [[οὔτε]] ζητεῖν [[δεῖν]] [[οὔτε]] πολυπραγμονεῖν τὰς αἰτίας ἐρευνῶντες Πλάτ. Νόμ. 821Α· [[περί]] τι [[αὐτόθι]] 952D· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 184Ε. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, εἶμαι [[πολυπράγμων]], [[θέλω]] νὰ [[μανθάνω]] τί κάμνει ὁ μὲν καὶ ὁ δὲ, ἀναμιγνύομαι εἰς ξένας ὑποθέσεις, (πρβλ. [[πολυπράγμων]]), Ἀριστοφ. Πλ. 913, κλπ.· τὰ αὑτοῦ πράττειν καὶ μὴ πολυπρ. Πλάτ. Πολ. 433Α· ― [[μάλιστα]] ὡς τὸ [[νεωτερίζω]], ἀναμιγνύομαι εἰς τὰ πολιτικὰ πράγματα, ῥᾳδιουργῶ κατὰ τῶν καθεστώτων, Λατ. novas res moliri, Ἡρόδ. 3. 15 (ὡς τὸ πολλὰ πρήσσειν ὁ αὐτ. 5. 33), Ξεν. Ἀν. 5. 1, 15. 3) παρὰ μεταγεν., μετ’ αἰτ, περιεργάζομαί τι, ἐρευνῶ ἐκ τοῦ πλησίον, ἀλλότρια κακὰ Μενάνδρ. Μονόστ. 583, πρβλ. Πολύβ. 3. 38, κτλ. ― Παθ., ὁ αὐτ. 12. 27, 4· οὕτω ῥηματ. ἐπίθ. πολυπραγμονητέον, ὁ αὐτ. 9. 19, 4.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυπραγμονέω, Ion. πολυπρηγμονέω [πολυπράγμων] zich druk maken, zich inspannen:. π. τι περὶ τὴν παιδείαν zich een beetje druk maken over de opvoeding Plat. Lg. 952d; ἐμὲ ὑπὲρ σοῦ πολυπραγμονεῖν dat ik mij in jouw plaats inspan Plat. Tht. 184e; πολυπραγμονεῖν τὰς αἰτίας ἐρευνῶντες zich druk maken met het zoeken naar de oorzaken Plat. Lg. 821a. neg. bemoeizuchtig zijn:; τὰ αὑτοῦ πράττειν καὶ μὴ πολυπραγμονεῖν zich met zijn eigen zaken bezighouden en niet bemoeizuchtig zijn Plat. Resp. 433a; intrigeren:. παρὰ Σεύθῃ πολυπραγμονῶν bij Seuthes intrigerend Xen. An. 5.1.15. nieuwsgierig zijn naar, met acc.: τί τοῦτο πολυπραγμονοῦσα; waarom zo nieuwsgierig daarnaar? Luc. 35.4.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολυ-πραγμονέω,<br /><b class="num">1.</b> to be [[busy]] [[about]] [[many]] things, in bad [[sense]], to be a [[meddlesome]], [[inquisitive]] [[busybody]], Ar., Plat.: also, like [[νεωτερίζω]], to [[meddle]] in [[state]] affairs, [[intrigue]], Hdt., Xen.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. to be [[curious]] [[after]], Menand.
|mdlsjtxt=πολυ-πραγμονέω,<br /><b class="num">1.</b> to be [[busy]] [[about]] [[many]] things, in bad [[sense]], to be a [[meddlesome]], [[inquisitive]] [[busybody]], Ar., Plat.: also, like [[νεωτερίζω]], to [[meddle]] in [[state]] affairs, [[intrigue]], Hdt., Xen.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. to be [[curious]] [[after]], Menand.
}}
}}