Anonymous

πολυπραγμονέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0669.png Seite 669]] ion. -πρηγμονέω, ein [[πολυπράγμων]] sein, vielerlei Sachen treiben, viel Händel neben einander haben, vielerlei unternehmen, sehr geschäftig sein; gew. im tadelnden Sinne, sich in vielerlei Angelegenheiten mengen, die Einen Nichts angehen, sich mit anderer Leute Angelegenheiten zu schaffen machen; Ar. Plut. 913; τὸ τὰ [[αὑτοῦ]] πράττειν καὶ μὴ πολυπραγμονεῖν, Plat. Rep. IV, 433 ad, wie Gorg. 526 c; [[περί]] τι, Legg. XII, 952 d; daher vorwitzig sein, Parm. 137 b Theaet. 184 e; [[οὔτε]] πολυπραγμονεῖν δεῖ τὰς αἰτίας ἐρευνῶντας, Legg. VII, 821 a; Folgde. – Bes. Neuerungen im Staate vorhaben, mit staatsgefährlichen Unternehmungen umgehen, Her. 3, 15, wie πολλὰ [[πρήσσω]], 5, 33; vgl. πολυπραγμονῶν τι ἀπέθανεν ὑπὸ Νικάνδρου, Xen. An. 5, 1, 15, wie Arr. An. 2, 13, 3; Pol. 2, 45, 6; μηδὲν πολυπραγμονεῖν τῶν κατὰ τὴν Ἀσίαν, 18, 34, 2; übh. ausforschen, ausspüren, τὰ κατὰ τὸν Ἀντίοχον, 3, 58, 5, ausspioniren, τὰ περὶ τοὺς ὑπεναντίους, 3, 80, 2, u. öfter; – seltener im guten Sinne, wißbegierig sein, genau wonach forschen, τὰ παρὰ τῶν μαθηματικῶν, οἱ τὰ φαινόμενα πεπολυπραγμονηκότες, 9, 15, 7 u. öfter; Luc. de merc. cond. 12; Plut. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0669.png Seite 669]] ion. -πρηγμονέω, ein [[πολυπράγμων]] sein, vielerlei Sachen treiben, viel Händel neben einander haben, vielerlei unternehmen, sehr geschäftig sein; gew. im tadelnden Sinne, sich in vielerlei Angelegenheiten mengen, die Einen Nichts angehen, sich mit anderer Leute Angelegenheiten zu schaffen machen; Ar. Plut. 913; τὸ τὰ [[αὑτοῦ]] πράττειν καὶ μὴ πολυπραγμονεῖν, Plat. Rep. IV, 433 ad, wie Gorg. 526 c; [[περί]] τι, Legg. XII, 952 d; daher vorwitzig sein, Parm. 137 b Theaet. 184 e; [[οὔτε]] πολυπραγμονεῖν δεῖ τὰς αἰτίας ἐρευνῶντας, Legg. VII, 821 a; Folgde. – Bes. Neuerungen im Staate vorhaben, mit staatsgefährlichen Unternehmungen umgehen, Her. 3, 15, wie πολλὰ [[πρήσσω]], 5, 33; vgl. πολυπραγμονῶν τι ἀπέθανεν ὑπὸ Νικάνδρου, Xen. An. 5, 1, 15, wie Arr. An. 2, 13, 3; Pol. 2, 45, 6; μηδὲν πολυπραγμονεῖν τῶν κατὰ τὴν Ἀσίαν, 18, 34, 2; übh. ausforschen, ausspüren, τὰ κατὰ τὸν Ἀντίοχον, 3, 58, 5, ausspioniren, τὰ περὶ τοὺς ὑπεναντίους, 3, 80, 2, u. öfter; – seltener im guten Sinne, wißbegierig sein, genau wonach forschen, τὰ παρὰ τῶν μαθηματικῶν, οἱ τὰ φαινόμενα πεπολυπραγμονηκότες, 9, 15, 7 u. öfter; Luc. de merc. cond. 12; Plut. u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> se mêler indiscrètement de beaucoup de choses, faire l'empressé, être intrigant;<br /><b>2</b> se mêler de réformes <i>ou</i> d'innovations politiques;<br /><b>3</b> <i>en b. part</i> s'occuper de qch avec soin.<br />'''Étymologie:''' [[πολυπράγμων]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυπραγμονέω''': Ἰων. πολυπρηγμ-, ἀσχολοῦμαι εἰς πολλὰ πράγματα, ἢ [[ἐξετάζω]] τι κατὰ [[βάθος]], κοινῶς «πολυεξετάζω», μὴ πολυπραγμόνει, μὴ φρόντιζε πολὺ περὶ [[αὐτοῦ]], Φερεκράτ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1· [[οὔτε]] ζητεῖν [[δεῖν]] [[οὔτε]] πολυπραγμονεῖν τὰς αἰτίας ἐρευνῶντες Πλάτ. Νόμ. 821Α· [[περί]] τι [[αὐτόθι]] 952D· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 184Ε. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, εἶμαι [[πολυπράγμων]], [[θέλω]] νὰ [[μανθάνω]] τί κάμνει ὁ μὲν καὶ ὁ δὲ, ἀναμιγνύομαι εἰς ξένας ὑποθέσεις, (πρβλ. [[πολυπράγμων]]), Ἀριστοφ. Πλ. 913, κλπ.· τὰ αὑτοῦ πράττειν καὶ μὴ πολυπρ. Πλάτ. Πολ. 433Α· ― [[μάλιστα]] ὡς τὸ [[νεωτερίζω]], ἀναμιγνύομαι εἰς τὰ πολιτικὰ πράγματα, ῥᾳδιουργῶ κατὰ τῶν καθεστώτων, Λατ. novas res moliri, Ἡρόδ. 3. 15 (ὡς τὸ πολλὰ πρήσσειν ὁ αὐτ. 5. 33), Ξεν. Ἀν. 5. 1, 15. 3) παρὰ μεταγεν., μετ’ αἰτ, περιεργάζομαί τι, ἐρευνῶ ἐκ τοῦ πλησίον, ἀλλότρια κακὰ Μενάνδρ. Μονόστ. 583, πρβλ. Πολύβ. 3. 38, κτλ. ― Παθ., ὁ αὐτ. 12. 27, 4· οὕτω ῥηματ. ἐπίθ. πολυπραγμονητέον, ὁ αὐτ. 9. 19, 4.
|lstext='''πολυπραγμονέω''': Ἰων. πολυπρηγμ-, ἀσχολοῦμαι εἰς πολλὰ πράγματα, ἢ [[ἐξετάζω]] τι κατὰ [[βάθος]], κοινῶς «πολυεξετάζω», μὴ πολυπραγμόνει, μὴ φρόντιζε πολὺ περὶ [[αὐτοῦ]], Φερεκράτ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1· [[οὔτε]] ζητεῖν [[δεῖν]] [[οὔτε]] πολυπραγμονεῖν τὰς αἰτίας ἐρευνῶντες Πλάτ. Νόμ. 821Α· [[περί]] τι [[αὐτόθι]] 952D· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 184Ε. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, εἶμαι [[πολυπράγμων]], [[θέλω]] νὰ [[μανθάνω]] τί κάμνει ὁ μὲν καὶ ὁ δὲ, ἀναμιγνύομαι εἰς ξένας ὑποθέσεις, (πρβλ. [[πολυπράγμων]]), Ἀριστοφ. Πλ. 913, κλπ.· τὰ αὑτοῦ πράττειν καὶ μὴ πολυπρ. Πλάτ. Πολ. 433Α· ― [[μάλιστα]] ὡς τὸ [[νεωτερίζω]], ἀναμιγνύομαι εἰς τὰ πολιτικὰ πράγματα, ῥᾳδιουργῶ κατὰ τῶν καθεστώτων, Λατ. novas res moliri, Ἡρόδ. 3. 15 (ὡς τὸ πολλὰ πρήσσειν ὁ αὐτ. 5. 33), Ξεν. Ἀν. 5. 1, 15. 3) παρὰ μεταγεν., μετ’ αἰτ, περιεργάζομαί τι, ἐρευνῶ ἐκ τοῦ πλησίον, ἀλλότρια κακὰ Μενάνδρ. Μονόστ. 583, πρβλ. Πολύβ. 3. 38, κτλ. ― Παθ., ὁ αὐτ. 12. 27, 4· οὕτω ῥηματ. ἐπίθ. πολυπραγμονητέον, ὁ αὐτ. 9. 19, 4.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> se mêler indiscrètement de beaucoup de choses, faire l'empressé, être intrigant;<br /><b>2</b> se mêler de réformes <i>ou</i> d'innovations politiques;<br /><b>3</b> <i>en b. part</i> s'occuper de qch avec soin.<br />'''Étymologie:''' [[πολυπράγμων]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm