προσέρχομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>ao.2</i> προσῆλθον, <i>etc.</i><br /><b>A.</b> aller vers <i>ou</i> auprès, <i>d'où</i><br /><b>I.</b> s'avancer, s'approcher : προσέρχεσθαι Σωκράτει XÉN fréquenter Socrate, suivre les leçons de Socrate ; τινι, [[πρός]] τινα <i>ou</i> [[τι]] s'approcher de qqn <i>ou</i> de qch ; <i>fig. avec un suj. de chose (événement, douleur, etc.) ; particul.</i><br /><b>1</b> s'avancer (en ennemi) : πρὸς ἱππέας XÉN marcher contre une troupe de cavalerie;<br /><b>2</b> s'approcher, s'avancer : [[τῷ]] δήμῳ DÉM <i>ou</i> πρὸς τὸν δῆμον ESCHN s'avancer en public, se présenter au peuple pour parler;<br /><b>3</b> entrer en arrangement, capituler;<br /><b>II.</b> se donner à, se mêler de, s'occuper de : τοῖς δημοσίοις πράγμασι PLUT, πρὸς τὰ κοινά DÉM, [[τῇ]] πολιτείᾳ PLUT s'occuper des affaires publiques avec qqn;<br /><b>B.</b> venir en outre ; être un produit, un revenu.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἔρχομαι]].
|btext=<i>ao.2</i> προσῆλθον, <i>etc.</i><br /><b>A.</b> aller vers <i>ou</i> auprès, <i>d'où</i><br /><b>I.</b> s'avancer, s'approcher : προσέρχεσθαι Σωκράτει XÉN fréquenter Socrate, suivre les leçons de Socrate ; τινι, [[πρός]] τινα <i>ou</i> [[τι]] s'approcher de qqn <i>ou</i> de qch ; <i>fig. avec un suj. de chose (événement, douleur, etc.) ; particul.</i><br /><b>1</b> s'avancer (en ennemi) : πρὸς ἱππέας XÉN marcher contre une troupe de cavalerie;<br /><b>2</b> s'approcher, s'avancer : [[τῷ]] δήμῳ DÉM <i>ou</i> πρὸς τὸν δῆμον ESCHN s'avancer en public, se présenter au peuple pour parler;<br /><b>3</b> entrer en arrangement, capituler;<br /><b>II.</b> se donner à, se mêler de, s'occuper de : τοῖς δημοσίοις πράγμασι PLUT, πρὸς τὰ κοινά DÉM, [[τῇ]] πολιτείᾳ PLUT s'occuper des affaires publiques avec qqn;<br /><b>B.</b> venir en outre ; être un produit, un revenu.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἔρχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσέρχομαι''': παρατ. -ηρχόμην Θουκ. 4. 121 (ἴδε ἐν λ. [[ἔρχομαι]])· μέλλ. -ελεύσομαι Πολύβ. 21. 11, 6 (ἀλλ’ ὁ Ἀττ. παρατ. καὶ μέλλων [[εἶναι]] συνήθως, προσῄειν, [[πρόσειμι]], ἃ ἴδε): ἀόρ. -ήλυθον, -ῆλθον· πρκμ. -ελήλυθα· ἀποθ. Ἔρχομαι [[πρός]] τινα ἢ [[πρός]] τι, μετὰ δοτ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 285, Σοφ. Ο. Κ. 1104 κτλ.· πρ. Σωκράτει, [[ὑπάγω]] πρὸς αὐτὸν ὡς πρὸς διδάσκαλον, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 47· πρ. γυναικί, [[χάριν]] συνουσίας, ὁ αὐτ. ἐν Συμποσίῳ 4. 38· ― μετὰ δοτ. τόπου, δόμοις, ἀκταῖς Σοφ. Εὐμ. 474, Εὐρ. Ἑλ. 1539· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ. τόπου, πεσσούς, [[δῶμα]], βωμοὺς Εὐρ. Μήδ. 68, 1205, Ἄλκ. 171· ― μετὰ προθέσεων συντασσομένων αἰτιατικῇ, πρ. [[πρός]] τινα ἢ τι Ἡρόδ. 2. 121, 2· ἐπί..., εἰς..., ἴδε κατωτ. 4· ― μετ’ ἐπιρρημάτων, π. [[δεῦρο]] Σοφ. Αἴ. 1171 κτλ.· [[πέλας]] πρ. μου Εὐρ. Ἀνδρ. 589, πρβλ. Σοφ. Τρ. 1076, κτλ.· [[ἐγγύθεν]], [[ὄπισθεν]] Πλάτ. Πολιτικ. 289D, 327Β. ὅπῃ πρ. χρὴ [[αὐτόθι]] 493Β· ― ἀπολ., [[ἐγγίζω]], [[πλησιάζω]], Ἡρόδ. 1. 86, κτλ.· ἀντίθετον τῷ [[ἀπέρχομαι]], [[αὐτόθι]] 199· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πόνου, ἡδονῆς, κλπ., εἶμαι πλησίον, [[πρόχειρος]], Σοφ. Φ. 777, Εὐρ. Ὀρ. 857. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, πρ. [[πρός]] τινα Ξεν. Κύρ. 6. 2, 16. 3) [[προσέρχομαι]], παραδίδομαι, Θουκ. 3. 59 4) [[παρουσιάζομαι]] ἵνα ὁμιλήσω, πρ. τῷ δήμῳ Δημ. 229. 13· πρὸς τὸν δῆμον Αἰσχίν. 85. 17· πρ. τῇ πολιτείᾳ, Λατ. accedere ad remp., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 12· πρ. πρὸς τὰ κοινά, [[παρουσιάζομαι]] [[δημοσίᾳ]], Δημ. 312, ἐν τέλ., πρβλ. 891, 21· οὕτω, πρ. εἰς τὸ πολιτεύεσθαι, πρὸς τὴν πολιτείαν Δείναρχ. 104. 18., 107. 1· πρὸς τὴν πόλιν Δημ. 1331. 18· πρ. πρὸς ἓν [[πρᾶγμα]] [[ἴδιον]] ὁ αὐτ. 891. 2, πρβλ. 783. 2· ἐπὶ τοὺς συμμάχους Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 3. 5) ἐπισκέπτομαί τινα, προσεταιρίζομαί τινα, [[πρός]] τινα Δημ. 614 ἐν τέλ., 755. 5. 6) πρ. τοῖς θεοῖς, ἐν ἱκετείᾳ, ὡς [[ἱκέτης]], Δίων Κ. 56. 9. 7) πρ. τῇ σοφίᾳ, τοῖς νόμοις, ἀσχολοῦμαι εἰς ἢ περὶ τὴν σοφίαν..., Φιλόστρ. 109, Διόδ. 1. 95. 8) ἐπὶ πραγμάτων, προστίθεμαι, ὡς τὸ [[προσγίγνομαι]], Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 5, 24, π. Ζ. Γεν. 1. 18, 17, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσόδων, Λατ. redire. τὰ ἐκ τῶν μετάλλων σφι (δηλ. τοῖς Ἀθηναίοις) προσῆλθε (δηλ. χρήματα) τῶν ἀπὸ Λαυρείου Ἡρόδ. 7. 144, Λυσ. 185. 8, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 12.
|elnltext=προσ-έρχομαι gaan naar, komen naar, naderen:; πρόσελθε δεῦρο kom hier Soph. Ai. 1171; met dat..; ἱκέτης προσῆλθες... δόμοις als smekeling bent u tot mijn huis gekomen Aeschl. Eum. 474; met acc..; ἄνδρες... προσῆλθον ἀκτάς mannen naderden de kust Eur. Hel. 1539; met πρός + acc..; ἐπεὶ πρὸς τὸ ἄγγος προσῆλθε toen hij bij de kist was gekomen Hdt. 2.121β.2; vijandig aanvallen:; πρὸς τοὺς ἱππέας προσέρχονται zij vielen onze ruiterij aan Xen. Cyr. 6.2.16; abs. arriveren: overdr..; προσῆλθεν ἐλπίς mijn verwachting is uitgekomen Eur. Or. 859; seks. klaar komen. Hp. verschijnen voor, optreden voor; met prep. bep..; ἐπεὶ δὲ προσῆλθον ἐπὶ τοὺς ἐκκλητούς toen zij voor de vergadering verschenen Xen. Hell. 6.3.3; met dat.. τὸ προσελθεῖν τῷ δήμῳ het optreden voor de volksvergadering Dem. 18.13. zich wijden aan; met prep. bep..; πρὸς τὰ κοινά προσελθεῖν zich aan de belangen van de gemeenschap wijden Dem. 18.257; met dat.. πολιτείᾳ προσελθεῖν in de politiek gaan Plut. CMi 12.2. binnenkomen (van inkomsten):. τὰ ἐκ τῶν μετάλλων σφι προσῆλθε (inkomsten), die waren binnengekomen uit de mijnen Hdt. 7.144.1.
}}
{{elru
|elrutext='''προσέρχομαι:''' (impf. προσερχόμην, fut. [[προσελεύσομαι]], aor. προσῆλθον, pf. [[προσελήλυθα]]; в атт. обычно impf. προσῄειν, fut. [[πρόσειμι]])<br /><b class="num">1)</b> [[приходить]], [[подходить]] (к кому-л.), приближаться (τινι Xen. etc. и πρός τινα Dem. etc.; δόμοις Aesch. и [[δῶμα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[обращаться]] (к кому-л.), выступать (с речью) (τῷ δήμῳ, εἰς τὸν δῆμον Dem. и πρὸς τὸν δῆμον Aeschin.);<br /><b class="num">3)</b> [[приступать]], [[посвящать себя]] (πρὸς τὴν πόλιν Dem., τῇ πολιτείᾳ Plut.): μοναρχίᾳ π. Plut. стать монархом;<br /><b class="num">4)</b> [[устремляться]], [[нападать]] (πρὸς τοὺς ἱππέας Xen.);<br /><b class="num">5)</b> [[присоединяться]], [[примыкать]] (τινι Thuc.; τοῖς λόγοις τινός NT): προσελθόντος ποσοῦ Arst. с количественным приростом;<br /><b class="num">6)</b> (о доходах) поступать: οὐχ ἱκανὰ ἦν ἃ προσῆλθε τῇ πόλει Lys. доходы государства были недостаточны;<br /><b class="num">7)</b> [[вступать в связь]] (γυναικί Xen.). - см. тж. [[πρόσειμι]] II.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''προσέρχομαι:''' παρατ. <i>-ηρχόμην</i>, μέλ. <i>-ελεύσομαι</i> ([[αλλά]] Αττ. παρατ. και μέλ., <i>προσῄειν</i>, [[πρόσειμι]])· αόρ. βʹ <i>-ήλυθον</i>, <i>-ῆλθον</i>, παρακ. [[ἐλήλυθα]]· αποθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[έρχομαι]] ή [[πηγαίνω]] σε, με δοτ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[προσέρχομαι]] Σωκράτει, τον [[επισκέπτομαι]] ως δάσκαλο, σε Ξεν.· με δοτ. τόπου, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με αιτ. τόπου, σε Ευρ.· [[συχνά]] επίσης με πρόθ., [[ἐπί]], <i>εἰς</i>, [[πρός]]· και με επιρρ. [[δεῦρο]], [[πέλας]]· απόλ., [[πλησιάζω]], [[έρχομαι]] κοντά, είμαι κοντά, είμαι [[πρόχειρος]], σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με εχθρική [[σημασία]], [[προσέρχομαι]] [[πρός]] τινα, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[εισέρχομαι]], παραδίδομαι, [[συνθηκολογώ]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> [[έρχομαι]] [[μπροστά]] για να μιλήσω, [[προσέρχομαι]] τῷ δήμῳ, σε Δημ.· <i>πρὸς τὸν δῆμον</i>, σε Αισχίν.<br /><b class="num">5.</b> σχετίζομαι με κάποιον, [[πρός]] τινα, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[εισέρχομαι]] ως [[έσοδο]], [[υπάρχω]] ως πρόσοδο, Λατ. redire, σε Ηρόδ., Ξεν.
|lsmtext='''προσέρχομαι:''' παρατ. <i>-ηρχόμην</i>, μέλ. <i>-ελεύσομαι</i> ([[αλλά]] Αττ. παρατ. και μέλ., <i>προσῄειν</i>, [[πρόσειμι]])· αόρ. βʹ <i>-ήλυθον</i>, <i>-ῆλθον</i>, παρακ. [[ἐλήλυθα]]· αποθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[έρχομαι]] ή [[πηγαίνω]] σε, με δοτ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[προσέρχομαι]] Σωκράτει, τον [[επισκέπτομαι]] ως δάσκαλο, σε Ξεν.· με δοτ. τόπου, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με αιτ. τόπου, σε Ευρ.· [[συχνά]] επίσης με πρόθ., [[ἐπί]], <i>εἰς</i>, [[πρός]]· και με επιρρ. [[δεῦρο]], [[πέλας]]· απόλ., [[πλησιάζω]], [[έρχομαι]] κοντά, είμαι κοντά, είμαι [[πρόχειρος]], σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με εχθρική [[σημασία]], [[προσέρχομαι]] [[πρός]] τινα, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[εισέρχομαι]], παραδίδομαι, [[συνθηκολογώ]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> [[έρχομαι]] [[μπροστά]] για να μιλήσω, [[προσέρχομαι]] τῷ δήμῳ, σε Δημ.· <i>πρὸς τὸν δῆμον</i>, σε Αισχίν.<br /><b class="num">5.</b> σχετίζομαι με κάποιον, [[πρός]] τινα, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[εισέρχομαι]] ως [[έσοδο]], [[υπάρχω]] ως πρόσοδο, Λατ. redire, σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσέρχομαι:''' (impf. προσερχόμην, fut. [[προσελεύσομαι]], aor. προσῆλθον, pf. [[προσελήλυθα]]; в атт. обычно impf. προσῄειν, fut. [[πρόσειμι]])<br /><b class="num">1)</b> [[приходить]], [[подходить]] (к кому-л.), приближаться (τινι Xen. etc. и πρός τινα Dem. etc.; δόμοις Aesch. и [[δῶμα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[обращаться]] (к кому-л.), выступать (с речью) (τῷ δήμῳ, εἰς τὸν δῆμον Dem. и πρὸς τὸν δῆμον Aeschin.);<br /><b class="num">3)</b> [[приступать]], [[посвящать себя]] (πρὸς τὴν πόλιν Dem., τῇ πολιτείᾳ Plut.): μοναρχίᾳ π. Plut. стать монархом;<br /><b class="num">4)</b> [[устремляться]], [[нападать]] (πρὸς τοὺς ἱππέας Xen.);<br /><b class="num">5)</b> [[присоединяться]], [[примыкать]] (τινι Thuc.; τοῖς λόγοις τινός NT): προσελθόντος ποσοῦ Arst. с количественным приростом;<br /><b class="num">6)</b> (о доходах) поступать: οὐχ ἱκανὰ ἦν ἃ προσῆλθε τῇ πόλει Lys. доходы государства были недостаточны;<br /><b class="num">7)</b> [[вступать в связь]] (γυναικί Xen.). - см. тж. [[πρόσειμι]] II.
|lstext='''προσέρχομαι''': παρατ. -ηρχόμην Θουκ. 4. 121 (ἴδε ἐν λ. [[ἔρχομαι]])· μέλλ. -ελεύσομαι Πολύβ. 21. 11, 6 (ἀλλ’ ὁ Ἀττ. παρατ. καὶ μέλλων [[εἶναι]] συνήθως, προσῄειν, [[πρόσειμι]], ἃ ἴδε): ἀόρ. -ήλυθον, -ῆλθον· πρκμ. -ελήλυθα· ἀποθ. Ἔρχομαι [[πρός]] τινα ἢ [[πρός]] τι, μετὰ δοτ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 285, Σοφ. Ο. Κ. 1104 κτλ.· πρ. Σωκράτει, [[ὑπάγω]] πρὸς αὐτὸν ὡς πρὸς διδάσκαλον, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 47· πρ. γυναικί, [[χάριν]] συνουσίας, ὁ αὐτ. ἐν Συμποσίῳ 4. 38· ― μετὰ δοτ. τόπου, δόμοις, ἀκταῖς Σοφ. Εὐμ. 474, Εὐρ. Ἑλ. 1539· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ. τόπου, πεσσούς, [[δῶμα]], βωμοὺς Εὐρ. Μήδ. 68, 1205, Ἄλκ. 171· ― μετὰ προθέσεων συντασσομένων αἰτιατικῇ, πρ. [[πρός]] τινα ἢ τι Ἡρόδ. 2. 121, 2· ἐπί..., εἰς..., ἴδε κατωτ. 4· ― μετ’ ἐπιρρημάτων, π. [[δεῦρο]] Σοφ. Αἴ. 1171 κτλ.· [[πέλας]] πρ. μου Εὐρ. Ἀνδρ. 589, πρβλ. Σοφ. Τρ. 1076, κτλ.· [[ἐγγύθεν]], [[ὄπισθεν]] Πλάτ. Πολιτικ. 289D, 327Β. ὅπῃ πρ. χρὴ [[αὐτόθι]] 493Β· ― ἀπολ., [[ἐγγίζω]], [[πλησιάζω]], Ἡρόδ. 1. 86, κτλ.· ἀντίθετον τῷ [[ἀπέρχομαι]], [[αὐτόθι]] 199· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πόνου, ἡδονῆς, κλπ., εἶμαι πλησίον, [[πρόχειρος]], Σοφ. Φ. 777, Εὐρ. Ὀρ. 857. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, πρ. [[πρός]] τινα Ξεν. Κύρ. 6. 2, 16. 3) [[προσέρχομαι]], παραδίδομαι, Θουκ. 3. 59 4) [[παρουσιάζομαι]] ἵνα ὁμιλήσω, πρ. τῷ δήμῳ Δημ. 229. 13· πρὸς τὸν δῆμον Αἰσχίν. 85. 17· πρ. τῇ πολιτείᾳ, Λατ. accedere ad remp., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 12· πρ. πρὸς τὰ κοινά, [[παρουσιάζομαι]] [[δημοσίᾳ]], Δημ. 312, ἐν τέλ., πρβλ. 891, 21· οὕτω, πρ. εἰς τὸ πολιτεύεσθαι, πρὸς τὴν πολιτείαν Δείναρχ. 104. 18., 107. 1· πρὸς τὴν πόλιν Δημ. 1331. 18· πρ. πρὸς ἓν [[πρᾶγμα]] [[ἴδιον]] ὁ αὐτ. 891. 2, πρβλ. 783. 2· ἐπὶ τοὺς συμμάχους Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 3. 5) ἐπισκέπτομαί τινα, προσεταιρίζομαί τινα, [[πρός]] τινα Δημ. 614 ἐν τέλ., 755. 5. 6) πρ. τοῖς θεοῖς, ἐν ἱκετείᾳ, ὡς [[ἱκέτης]], Δίων Κ. 56. 9. 7) πρ. τῇ σοφίᾳ, τοῖς νόμοις, ἀσχολοῦμαι εἰς ἢ περὶ τὴν σοφίαν..., Φιλόστρ. 109, Διόδ. 1. 95. 8) ἐπὶ πραγμάτων, προστίθεμαι, ὡς τὸ [[προσγίγνομαι]], Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 5, 24, π. Ζ. Γεν. 1. 18, 17, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσόδων, Λατ. redire. τὰ ἐκ τῶν μετάλλων σφι (δηλ. τοῖς Ἀθηναίοις) προσῆλθε (δηλ. χρήματα) τῶν ἀπὸ Λαυρείου Ἡρόδ. 7. 144, Λυσ. 185. 8, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 12.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-έρχομαι gaan naar, komen naar, naderen:; πρόσελθε δεῦρο kom hier Soph. Ai. 1171; met dat..; ἱκέτης προσῆλθες... δόμοις als smekeling bent u tot mijn huis gekomen Aeschl. Eum. 474; met acc..; ἄνδρες... προσῆλθον ἀκτάς mannen naderden de kust Eur. Hel. 1539; met πρός + acc..; ἐπεὶ πρὸς τὸ ἄγγος προσῆλθε toen hij bij de kist was gekomen Hdt. 2.121β.2; vijandig aanvallen:; πρὸς τοὺς ἱππέας προσέρχονται zij vielen onze ruiterij aan Xen. Cyr. 6.2.16; abs. arriveren: overdr..; προσῆλθεν ἐλπίς mijn verwachting is uitgekomen Eur. Or. 859; seks. klaar komen. Hp. verschijnen voor, optreden voor; met prep. bep..; ἐπεὶ δὲ προσῆλθον ἐπὶ τοὺς ἐκκλητούς toen zij voor de vergadering verschenen Xen. Hell. 6.3.3; met dat.. τὸ προσελθεῖν τῷ δήμῳ het optreden voor de volksvergadering Dem. 18.13. zich wijden aan; met prep. bep..; πρὸς τὰ κοινά προσελθεῖν zich aan de belangen van de gemeenschap wijden Dem. 18.257; met dat.. πολιτείᾳ προσελθεῖν in de politiek gaan Plut. CMi 12.2. binnenkomen (van inkomsten):. τὰ ἐκ τῶν μετάλλων σφι προσῆλθε (inkomsten), die waren binnengekomen uit de mijnen Hdt. 7.144.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj