στενοχωρία: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> espace étroit, resserré ; <i>en parl. du temps</i> courte durée;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> détresse, anxiété.<br />'''Étymologie:''' [[στενόχωρος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> espace étroit, resserré ; <i>en parl. du temps</i> courte durée;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> détresse, anxiété.<br />'''Étymologie:''' [[στενόχωρος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στενοχωρία''': ἡ, [[στενότης]] χώρου, [[στενός]], περιωρισμένος [[χῶρος]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791· στ. παρέχειν φάρυγγι [[αὐτόθι]] 807· [[ἔλλειψις]] χώρου κατὰ θάλασσαν ἢ κατὰ γῆν, Θουκ. 2. 89., 4. 26, 30, Πλάτ. Νόμ. 708Β· ὑπὸ στενοχωρίας ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 195Α· στ. βίου, τὸ βραχὺ ὑπόλοιπον τοῦ βίου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 41· ἀντίθετον τῷ [[εὐρυχωρία]] καὶ [[ἄνεσις]], Πλάτ. 2. 679Ε. ΙΙ. μεταφορ., [[στενοχωρία]], [[δυσκολία]], [[δυσχέρεια]] (πρβλ. [[στενοπορία]]), ἡ στ. τοῦ ποταμοῦ, [[δυσχέρεια]] εἰς τὸ διαβῆναι τὸν ποταμόν, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 7, πρβλ. Πλούτ. 2. 182Β· [[θλῖψις]], ἡ τῆς πόλεως Πολύβ. 1. 67, 1, κτλ.· ἡ τοῦ καιροῦ Δίων Κ. 39. 34· πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. Ϛ΄, 4.
|elnltext=στενοχωρία -ας, nauwe ruimte, vernauwing, ruimtegebrek:; ὀλίγαις ναυσὶν... ἡ σ. οὐ ξυμφέρει voor een klein aantal schepen (d.w.z. als er maar weinig schepen zijn) brengt weinig ruimte hebben geen voordeel Thuc. 2.89.8; σ.... γῆς een engte in het landschap (een ruimte omgeven door bergen) Plat. Lg. 708b; ook van het lichaam; στενοχωρίαν τῇ φάρυγγι παρέχειν een vernauwing in de keel veroorzaken Hp. Art. 41; ook overdr. benarde positie. ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις in momenten van verdrukking, van nood, van benauwing NT 2 Cor. 6.4.
}}
{{elru
|elrutext='''στενοχωρία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[ограниченность места]], [[теснота]] Thuc., Xen., Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[стесненные обстоятельства]], [[тяжелое или трудное положение]], [[невзгоды]] (τῆς πόλεως Polyb.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''στενοχωρία:''' ἡ, [[στενότητα]] χώρου, περιορισμένος [[χώρος]], [[έλλειψη]] χώρου, [[στενοτοπιά]], σε Θουκ. κ.λπ.· μεταφ., ἡ [[στενότης]] τοῦ ποταμοῦ, [[δυσκολία]] στη [[διάβαση]] ενός ποταμού, σε Ξεν.
|lsmtext='''στενοχωρία:''' ἡ, [[στενότητα]] χώρου, περιορισμένος [[χώρος]], [[έλλειψη]] χώρου, [[στενοτοπιά]], σε Θουκ. κ.λπ.· μεταφ., ἡ [[στενότης]] τοῦ ποταμοῦ, [[δυσκολία]] στη [[διάβαση]] ενός ποταμού, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στενοχωρία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[ограниченность места]], [[теснота]] Thuc., Xen., Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[стесненные обстоятельства]], [[тяжелое или трудное положение]], [[невзгоды]] (τῆς πόλεως Polyb.).
|lstext='''στενοχωρία''': , [[στενότης]] χώρου, [[στενός]], περιωρισμένος [[χῶρος]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791· στ. παρέχειν φάρυγγι [[αὐτόθι]] 807· [[ἔλλειψις]] χώρου κατὰ θάλασσαν ἢ κατὰ γῆν, Θουκ. 2. 89., 4. 26, 30, Πλάτ. Νόμ. 708Β· ὑπὸ στενοχωρίας ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 195Α· στ. βίου, τὸ βραχὺ ὑπόλοιπον τοῦ βίου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 41· ἀντίθετον τῷ [[εὐρυχωρία]] καὶ [[ἄνεσις]], Πλάτ. 2. 679Ε. ΙΙ. μεταφορ., [[στενοχωρία]], [[δυσκολία]], [[δυσχέρεια]] (πρβλ. [[στενοπορία]]), ἡ στ. τοῦ ποταμοῦ, [[δυσχέρεια]] εἰς τὸ διαβῆναι τὸν ποταμόν, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 7, πρβλ. Πλούτ. 2. 182Β· [[θλῖψις]], ἡ τῆς πόλεως Πολύβ. 1. 67, 1, κτλ.· ἡ τοῦ καιροῦ Δίων Κ. 39. 34· πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. Ϛ΄, 4.
}}
{{elnl
|elnltext=στενοχωρία -ας, ἡ nauwe ruimte, vernauwing, ruimtegebrek:; ὀλίγαις ναυσὶν... ἡ σ. οὐ ξυμφέρει voor een klein aantal schepen (d.w.z. als er maar weinig schepen zijn) brengt weinig ruimte hebben geen voordeel Thuc. 2.89.8; σ.... γῆς een engte in het landschap (een ruimte omgeven door bergen) Plat. Lg. 708b; ook van het lichaam; στενοχωρίαν τῇ φάρυγγι παρέχειν een vernauwing in de keel veroorzaken Hp. Art. 41; ook overdr. benarde positie. ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις in momenten van verdrukking, van nood, van benauwing NT 2 Cor. 6.4.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj