στενοχωρία
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
Ion. στενοχωρίη,
A narrowness of space, a confined space, Hp.Art.14 (codd., but v. στενυγροχωρίη) στενοχωρία τῇ φάρυγγι παρέχειν ib. 41; want of room, by sea or land, Th.2.89, 4.26,30, Pl.Lg.708b; ὑπὸ στενοχωρίας Id.Tht.195a; opp. εὐρυχωρία and ἄνεσις, Plu.2.679f, cf. 182b; στενοχωρία βίου the short space of life remaining, Ael.VH2.41; τὸν λόγον ἀπὸ τῆς ἐκεῖ στενοχωρίας εἰς πεδίον ἐξαγάγῃ Lib.Or.64.10.
II metaph., straits, difficulty, ἡ στενοχωρία τοῦ ποταμοῦ difficulty of passing the river, X.HG1.3.7, cf. LXX De.28.53, al.; distress, OGI339.103 (Sestos, ii B.C.); ἡ τῆς πόλεως Plb.1.67.1, etc.; ἡ τοῦ καιροῦ D.C. 39.34: pl. in 2 Ep.Cor.6.4, PLond.5.1677.11 (vi A.D.); also, narrow limits, prob. in Phld.Rh.2.220 S.
German (Pape)
[Seite 936] ἡ, enger Raum; Thuc. 2, 89. 4, 30 u. öfter; Plat. Theaet. 196 a; Xen. u. Folgde, wie Pol. 1, 67, 1; auch βίου, kurzes Leben, Ael. H. A. 2, 40; übertr., Verlegenheit, Noth, Machon bei Ath. VIII, 348 (v. 13).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 espace étroit, resserré ; en parl. du temps courte durée;
2 fig. détresse, anxiété.
Étymologie: στενόχωρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στενοχωρία -ας, ἡ nauwe ruimte, vernauwing, ruimtegebrek:; ὀλίγαις ναυσὶν... ἡ σ. οὐ ξυμφέρει voor een klein aantal schepen (d.w.z. als er maar weinig schepen zijn) brengt weinig ruimte hebben geen voordeel Thuc. 2.89.8; σ.... γῆς een engte in het landschap (een ruimte omgeven door bergen) Plat. Lg. 708b; ook van het lichaam; στενοχωρίαν τῇ φάρυγγι παρέχειν een vernauwing in de keel veroorzaken Hp. Art. 41; ook overdr. benarde positie. ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις in momenten van verdrukking, van nood, van benauwing NT 2 Cor. 6.4.
Russian (Dvoretsky)
στενοχωρία: ἡ
1 ограниченность места, теснота Thuc., Xen., Plat., Plut.;
2 стесненные обстоятельства, тяжелое или трудное положение, невзгоды (τῆς πόλεως Polyb.).
Spanish
English (Strong)
from a compound of στενός and χώρα; narrowness of room, i.e. (figuratively) calamity: anguish, distress.
English (Thayer)
στενοχωρίας, ἡ (στενόχωρος), narrowness of place, a narrow space (Thucydides, Plato, others); metaphorically, dire calamity, extreme affliction, (A. V. distress, anguish): Polybius 1,67, 1; (Artemidorus Daldianus, oeir. 3,14); Aelian v. h. 2,41; (others).) (Cf. Trench, § lv.)
Greek Monotonic
στενοχωρία: ἡ, στενότητα χώρου, περιορισμένος χώρος, έλλειψη χώρου, στενοτοπιά, σε Θουκ. κ.λπ.· μεταφ., ἡ στενότης τοῦ ποταμοῦ, δυσκολία στη διάβαση ενός ποταμού, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
στενοχωρία: ἡ, στενότης χώρου, στενός, περιωρισμένος χῶρος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791· στ. παρέχειν φάρυγγι αὐτόθι 807· ἔλλειψις χώρου κατὰ θάλασσαν ἢ κατὰ γῆν, Θουκ. 2. 89., 4. 26, 30, Πλάτ. Νόμ. 708Β· ὑπὸ στενοχωρίας ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 195Α· στ. βίου, τὸ βραχὺ ὑπόλοιπον τοῦ βίου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 41· ἀντίθετον τῷ εὐρυχωρία καὶ ἄνεσις, Πλάτ. 2. 679Ε. ΙΙ. μεταφορ., στενοχωρία, δυσκολία, δυσχέρεια (πρβλ. στενοπορία), ἡ στ. τοῦ ποταμοῦ, δυσχέρεια εἰς τὸ διαβῆναι τὸν ποταμόν, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 7, πρβλ. Πλούτ. 2. 182Β· θλῖψις, ἡ τῆς πόλεως Πολύβ. 1. 67, 1, κτλ.· ἡ τοῦ καιροῦ Δίων Κ. 39. 34· πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. Ϛ΄, 4.
Middle Liddell
στενοχωρία, ἡ,
narrowness of space: want of room, Thuc., etc.:—metaph., ἡ στ. τοῦ ποταμοῦ the difficulty of passing the river, Xen. [from στενόχωρος
Chinese
原文音譯:stenocwr⋯a 士帖挪-何里阿
詞類次數:名詞(4)
原文字根:狹窄-間隔 相當於: (מָצֹוק) (צֹוק / צוּקָה)
字義溯源:地方狹窄,有限的地方,困苦,痛苦,憂愁;由(στενός)*=窄)與(χώρα)=地方)組成,其中 (χώρα)出自(χάσμα)=深坑),而 (χάσμα)出自(στενός)*=窄)。參讀 (στενός)同源字
出現次數:總共(4);羅(2);林後(2)
譯字彙編:
1) 困苦(4) 羅2:9; 羅8:35; 林後6:4; 林後12:10
English (Woodhouse)
pressure of space, want of room, want of sea-room, want of space
Lexicon Thucydideum
angustiae locorum, narrowness of the places, 2.89.8, 4.26.3, 4.30.2. 7.36.4. 7.36.47.44.2, 7.49.2, 7.70.6. 7.87.2.
Translations
difficulty
Arabic: صُعُوبَة; Asturian: dificultá; Azerbaijani: çətinlik; Belarusian: цяжкасць, труднасць; Bulgarian: трудност, мъчнотия; Catalan: dificultat; Chinese Mandarin: 困難, 困难; Crimean Tatar: mesele, qıyınlıq; Czech: obtížnost; Danish: sværhed, vanskelighed; Dutch: moeilijkheid; Esperanto: malfacileco, malfacilo; Finnish: vaikeus, hankaluus; French: difficulté; Galician: dificultade; German: Schwierigkeit; Greek: δυσκολία; Ancient Greek: ἄκανθα, ἀμηχανία, ἀμύξ, ἄναντες, ἀπόρημα, ἀπορησία, ἀπόρησις, ἀπορία, ἀπορίη, ἀργαλεότης, ἀσχολία, ἀτεραμνότης, διαπορία, δυσέργεια, δυσέργημα, δυσεργία, δυσκολία, δυσοδία, δυσχέρεια, δυσχρήστημα, δυσχρηστία, δυσχωρία, ἔνστασις, ἐπίστασις, ἐρυμνότης, περισκέλεια, περισκελία, περίστασις, πιεσμός, πλάνη, πρόβλημα, στεῖνος, στενοχώρημα, στενοχώρησις, στενοχωρία, στένωσις, τὰ ἄπορα, τὰ δυσχερῆ, ταλαιπώρημα, ταλαιπωρία, ταλαιπωρίη, τὸ ἄπορον, τὸ δυσεργές, τὸ δύσκολον, τὸ δυσπετές, τὸ δυσχερές, χαλεπότης, ψῦξις; Greenlandic: sapernassuseq; Haitian Creole: difikilte; Hebrew: קושי; Hindi: कठिनाई, मुसीबत, दिक़्क़त, दिक्कत; Hungarian: nehézség; Indonesian: kesukaran; Irish: deacracht; Italian: difficoltà; Japanese: 難しさ; Korean: 어려움; Kyrgyz: кыйындык; Kyrgyz: кыйындык; Ladino: difikultad, difikoltá; Latin: difficultas; Macedonian: тешкотија; Malayalam: ബുദ്ധിമുട്ട്, കഷ്ടപ്പാട്; Maori: papatoieketanga, uauatanga; Middle English: resistence; Navajo: ił nanitłʼah; Norwegian Bokmål: vanske; Nynorsk: vanske; Occitan: dificultat; Plautdietsch: Schwierichkjeit; Polish: trudność; Portuguese: dificuldade; Romanian: dificultate; Russian: трудность, сложность; Scottish Gaelic: duilgheadas, cruas, cruadal, spàirn, docaireachd, èiginn, teanntachd, staing; Serbo-Croatian Cyrillic: тешко̀ћа; Roman: teškòća; Slovak: obtiažnosť; Slovene: težavnost; Spanish: dificultad; Swedish: svårighet, besvär; Telugu: కష్టం; Tocharian B: āmāskai; Turkish: zorluk; Ukrainian: важкість, трудність, тяжкість; Urdu: مشکل, کٹھنائی