τρυφερός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ά, όν :<br />délicat, tendre :<br /><b>1</b> <i>au phys.</i><br /><b>2</b> <i>au mor.</i> mou, efféminé ; τὸ τρυφερόν la mollesse ; avec un inf. : τρυφερὸς ἀνέχεσθαι παρρησίας PLUT trop mou pour supporter la franchise ; <i>adv.</i> • τρυφερόν mollement, faiblement;<br /><i>Cp.</i> τρυφερώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[θρύπτω]] ; cf. [[τρυφή]].
|btext=ά, όν :<br />délicat, tendre :<br /><b>1</b> <i>au phys.</i><br /><b>2</b> <i>au mor.</i> mou, efféminé ; τὸ τρυφερόν la mollesse ; avec un inf. : τρυφερὸς ἀνέχεσθαι παρρησίας PLUT trop mou pour supporter la franchise ; <i>adv.</i> • τρυφερόν mollement, faiblement;<br /><i>Cp.</i> τρυφερώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[θρύπτω]] ; cf. [[τρυφή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρῠφερός''': , -όν, (τρυφὴ) ὡς καὶ νῦν, [[τρυφερός]], [[ἁπαλός]], [[ἁβρός]], αὐχὴν Βατραχομ. 66· [[πλόκαμος]] Εὐρ. Βάκχ. 150· χεῖρες, [[χρώς]], σὰρξ Ἀνθ. Π. 5. 66, 151., 12. 136· ἐπὶ ἀμυγδάλων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 255· ― τὸ τρυφερόν, ἡ [[τρυφερότης]], ἡ τρυφερὰ [[μαλακότης]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 901. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐπὶ τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς καὶ τῶν ἕξεων αὐτῶν, ὡς τὸ [[ἁβρός]], [[ἁβροδίαιτος]], Ἀριστοφ. Σφ. 551, κλπ.· ἡ τρυφερὰ καὶ [[καλλιτράπεζος]] Ἰωνία Καλλίας ἢ Διοκλῆς ἐν «Κύκλωψι» 2· θηρίκλειον [[ὄργανον]] τῆς τρυφερᾶς ἀπὸ Λέσβου σεμνοπότου σταγόνος πλῆρες, ἀφρίζον Ἀντιφάνης ἐν «Ὁμοίοις» 1· τρυφερῷ βίῳ σύνεστιν Μένανδρ. ἐν «Κιθαριστῇ» 1, 9· τρυφεροῖσι τρόποις Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 4· ― τὸ τρυφερόν, ἡ [[τρυφερότης]], ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν Θουκ. 1. 6· ― οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., τρυφερῶς, ζῶσι γὰρ ἀκολάστως πρὸς ἅπασαν ἀκολασίαν καὶ τρυφερῶς Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 6· [[ὡσαύτως]] οὐδ. ὡς ἐπίρρ., τρυφερόν τι διασαλακωνίζειν, μετὰ τρυφερότητος, Ἀριστοφ. Σφ. 1169· τρ. λαλεῖν Θεόκρ. 20. 7, πρβλ. 21. 18.
|elnltext=τρυφερός -ά -όν [τρυφή] week, zacht, teer:; τρυφερὸν πλόκαμον zachte haarvlecht Eur. Ba. 150; overdr. verwend, in weelde levend:; τρυφερώτερον ζῷον een verwender wezen Aristoph. Ve. 551; subst. τὸ τρυφερόν zachtheid:; τὸ τρυφερὸν... ἐμπέφυκε τοῖς ἁπαλοῖσι μηροῖς zachtheid zit tussen hun tere dijen Aristoph. Eccl. 901; n. adv.: τρυφερόν τι διασαλακώνισον loop een beetje deftig heupwiegend Aristoph. Ve. 1169.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῠφερός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[нежный]] ([[αὐχήν]] Batr.; [[χρώς]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[роскошный]], [[пышный]] ([[πλόκαμος]] Eur.; [[βίος]] Men.; [[ἐσθής]] Diod.). - см. тж. [[τρυφερόν]].
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''τρῠφερός:''' -ά, -όν, ([[τρυφή]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τρυφερός]], [[απαλός]], [[αβρός]], σε Ευρ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[θηλυπρεπής]], [[πολυτελής]], [[φιλήδονος]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· <i>τὸ τρυφερόν</i>, [[θηλυπρέπεια]], <i>ἐς τὸ τρυφερώτερον</i>, σε πιο θηλυπρεπείς συνήθειες, σε Θουκ.· ουδ. ως επίρρ. <i>τρυφερόν</i>, φιλήδονα, σε Αριστοφ. <i>τρυφερὸν λαλεῖν</i>, μιλάω τρυφερά, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''τρῠφερός:''' -ά, -όν, ([[τρυφή]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τρυφερός]], [[απαλός]], [[αβρός]], σε Ευρ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[θηλυπρεπής]], [[πολυτελής]], [[φιλήδονος]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· <i>τὸ τρυφερόν</i>, [[θηλυπρέπεια]], <i>ἐς τὸ τρυφερώτερον</i>, σε πιο θηλυπρεπείς συνήθειες, σε Θουκ.· ουδ. ως επίρρ. <i>τρυφερόν</i>, φιλήδονα, σε Αριστοφ. <i>τρυφερὸν λαλεῖν</i>, μιλάω τρυφερά, σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρῠφερός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[нежный]] ([[αὐχήν]] Batr.; [[χρώς]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[роскошный]], [[пышный]] ([[πλόκαμος]] Eur.; [[βίος]] Men.; [[ἐσθής]] Diod.). - см. тж. [[τρυφερόν]].
|lstext='''τρῠφερός''': -ά, -όν, (τρυφὴ) ὡς καὶ νῦν, [[τρυφερός]], [[ἁπαλός]], [[ἁβρός]], αὐχὴν Βατραχομ. 66· [[πλόκαμος]] Εὐρ. Βάκχ. 150· χεῖρες, [[χρώς]], σὰρξ Ἀνθ. Π. 5. 66, 151., 12. 136· ἐπὶ ἀμυγδάλων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 255· ― τὸ τρυφερόν, ἡ [[τρυφερότης]], ἡ τρυφερὰ [[μαλακότης]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 901. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐπὶ τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς καὶ τῶν ἕξεων αὐτῶν, ὡς τὸ [[ἁβρός]], [[ἁβροδίαιτος]], Ἀριστοφ. Σφ. 551, κλπ.· ἡ τρυφερὰ καὶ [[καλλιτράπεζος]] Ἰωνία Καλλίας ἢ Διοκλῆς ἐν «Κύκλωψι» 2· θηρίκλειον [[ὄργανον]] τῆς τρυφερᾶς ἀπὸ Λέσβου σεμνοπότου σταγόνος πλῆρες, ἀφρίζον Ἀντιφάνης ἐν «Ὁμοίοις» 1· τρυφερῷ βίῳ σύνεστιν Μένανδρ. ἐν «Κιθαριστῇ» 1, 9· τρυφεροῖσι τρόποις Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 4· ― τὸ τρυφερόν, ἡ [[τρυφερότης]], ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν Θουκ. 1. 6· ― οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., τρυφερῶς, ζῶσι γὰρ ἀκολάστως πρὸς ἅπασαν ἀκολασίαν καὶ τρυφερῶς Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 6· [[ὡσαύτως]] οὐδ. ὡς ἐπίρρ., τρυφερόν τι διασαλακωνίζειν, μετὰ τρυφερότητος, Ἀριστοφ. Σφ. 1169· τρ. λαλεῖν Θεόκρ. 20. 7, πρβλ. 21. 18.
}}
{{elnl
|elnltext=τρυφερός -ά -όν [τρυφή] week, zacht, teer:; τρυφερὸν πλόκαμον zachte haarvlecht Eur. Ba. 150; overdr. verwend, in weelde levend:; τρυφερώτερον ζῷον een verwender wezen Aristoph. Ve. 551; subst. τὸ τρυφερόν zachtheid:; τὸ τρυφερὸν... ἐμπέφυκε τοῖς ἁπαλοῖσι μηροῖς zachtheid zit tussen hun tere dijen Aristoph. Eccl. 901; n. adv.: τρυφερόν τι διασαλακώνισον loop een beetje deftig heupwiegend Aristoph. Ve. 1169.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj