σχαδών: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=όνος (ἡ) :<br /><b>1</b> larve d'abeille <i>ou</i> de guêpe;<br /><b>2</b> cellule pour les larves d'abeille, couvain;<br /><b>3</b> gâteau de miel <i>ou</i> de cire.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σχάζω]].
|btext=όνος (ἡ) :<br /><b>1</b> larve d'abeille <i>ou</i> de guêpe;<br /><b>2</b> cellule pour les larves d'abeille, couvain;<br /><b>3</b> gâteau de miel <i>ou</i> de cire.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σχάζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σχᾰδών''': όνος σχάδων, ονος (ὡς παρ’ Ἀριστ.), ἡ, τὸ [[ἔμβρυον]] ἢ [[σκώληξ]] τῆς μελίσσης ἢ τῆς [[σφηκός]], Ἀριστ. π, τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 12., 5. 23, 4. ΙΙ. τὸ κυψελίδιον ἐν ᾧ τρέφεται καὶ αὐξάνεται τὸ [[ἔμβρυον]], [[αὐτόθι]] 9. 40, 54, Θεαίτ. παρὰ Σχολ. εἰς Θεόκρ. 1. 147· «τὰ [[κηρία]] τῶν μελισσῶν, [[ἔνθα]] οἱ σκώληκες» Ἡσύχ. ΙΙΙ. κυψελίδιον μέλιτος, καὶ ἐν τῷ πληθ., κηρήθρα, «μελόπηττα», Λατ. favu, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 302. 6., 476, 3, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 21, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 53, Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, πρῶτον δ’ ἐκεῖνον σχαδόνα δεῖ [[πάντως]] [[φαγεῖν]] Εὐθυκλ. ἐν «Ἀσώτοις» 1. IV. «κυβευτικὸς [[βόλος]]» Ἡσύχ.
|elnltext=σχᾰδών en σχάδων -όνος, ὁ [σχάζω?] honingcel, plur. honingraat.
}}
{{elru
|elrutext='''σχᾰδών:''' όνος и σχάδων, ονος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[личинка пчелы или осы]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> сотовая ячейка, pl. соты Arph., Theocr.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σχᾰδών:''' -όνος, ἡ, [[κυψελίδα]] κηρήθρας [[μελισσών]], και στον πληθ., [[κηρήθρα]], Λατ. [[favus]], σε Αριστοφ., Θεόκρ.
|lsmtext='''σχᾰδών:''' -όνος, ἡ, [[κυψελίδα]] κηρήθρας [[μελισσών]], και στον πληθ., [[κηρήθρα]], Λατ. [[favus]], σε Αριστοφ., Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σχᾰδών:''' όνος и σχάδων, ονος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[личинка пчелы или осы]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> сотовая ячейка, pl. соты Arph., Theocr.
|lstext='''σχᾰδών''': όνος σχάδων, ονος (ὡς παρ’ Ἀριστ.), ἡ, τὸ [[ἔμβρυον]] ἢ [[σκώληξ]] τῆς μελίσσης ἢ τῆς [[σφηκός]], Ἀριστ. π, τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 12., 5. 23, 4. ΙΙ. τὸ κυψελίδιον ἐν ᾧ τρέφεται καὶ αὐξάνεται τὸ [[ἔμβρυον]], [[αὐτόθι]] 9. 40, 54, Θεαίτ. παρὰ Σχολ. εἰς Θεόκρ. 1. 147· «τὰ [[κηρία]] τῶν μελισσῶν, [[ἔνθα]] οἱ σκώληκες» Ἡσύχ. ΙΙΙ. κυψελίδιον μέλιτος, καὶ ἐν τῷ πληθ., κηρήθρα, «μελόπηττα», Λατ. favu, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 302. 6., 476, 3, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 21, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 53, Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, πρῶτον δ’ ἐκεῖνον σχαδόνα δεῖ [[πάντως]] [[φαγεῖν]] Εὐθυκλ. ἐν «Ἀσώτοις» 1. IV. «κυβευτικὸς [[βόλος]]» Ἡσύχ.
}}
{{elnl
|elnltext=σχᾰδών en σχάδων -όνος, [σχάζω?] honingcel, plur. honingraat.
}}
}}
{{etym
{{etym