σχαδών

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχᾰδών Medium diacritics: σχαδών Low diacritics: σχαδών Capitals: ΣΧΑΔΩΝ
Transliteration A: schadṓn Transliteration B: schadōn Transliteration C: schadon Beta Code: sxadw/n

English (LSJ)

or σχάδων (as in Arist.), όνος, ἡ,
A larva of the bee or wasp, Arist.HA554a29, 555a8, 624a8.
II breeding-cell of the larva, Theaet. ap. Sch.Theoc.1.147.
III honey-cell, and in plural honeycomb, Ar.Fr.318.6, 569.3, Antiph.275, Anaxandr.41.53, Theoc. l.c., PCair.Zen.354.8 (iii B.C.); so also in sg., σχαδόνα δεῖ πάντως φαγεῖν Euthycl.1.
IV a throw of the dice, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1053] όνος, ἡ, die Larve der Bienen, Arist. H. A. 5, 22. 23; die Brutzelle der Bienen, Zelle der Drohnen, und die mit Honig gefüllte Wachsscheibe, Wachstafel, Wabe, auch Honigraß, Honigroß genannt, αἱ τοῦ μέλιτος καὶ τῶν σχαδόνων θυρίδες ἀμφίστομοι Arist. H. A. 9, 40; Theocr. 1, 147.

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
1 larve d'abeille ou de guêpe;
2 cellule pour les larves d'abeille, couvain;
3 gâteau de miel ou de cire.
Étymologie: DELG σχάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχᾰδών en σχάδων -όνος, ὁ [σχάζω?] honingcel, plur. honingraat.

Russian (Dvoretsky)

σχᾰδών: όνος и σχάδων, ονος ὁ
1 личинка пчелы или осы Arst.;
2 сотовая ячейка, pl. соты Arph., Theocr.

Greek Monolingual

-όνος, η, ΝΑ, σχάδων, -ονος, Α
(λόγιος τ.) η προνύμφη τών δίπτερων και υμενόπτερων εντόμων και, ειδικότερα κατά την αρχαιότητα, η κάμπια της μέλισσας ή της σφήκας
αρχ.
1. μικρή κυψέλη όπου τρέφεται και αναπτύσσεται η προνύμφη της μέλισσας
2. μικρή κυψέλη με μέλι
3. στον πληθ. αἱ σχαδόνες
η κηρήθρα
4. (κατά τον Ησύχ.) ρίψη κύβων, ζαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. με το ρ. σχάζω προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].

Greek Monotonic

σχᾰδών: -όνος, ἡ, κυψελίδα κηρήθρας μελισσών, και στον πληθ., κηρήθρα, Λατ. favus, σε Αριστοφ., Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

σχᾰδών: όνος ἢ σχάδων, ονος (ὡς παρ’ Ἀριστ.), ἡ, τὸ ἔμβρυονσκώληξ τῆς μελίσσης ἢ τῆς σφηκός, Ἀριστ. π, τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 12., 5. 23, 4. ΙΙ. τὸ κυψελίδιον ἐν ᾧ τρέφεται καὶ αὐξάνεται τὸ ἔμβρυον, αὐτόθι 9. 40, 54, Θεαίτ. παρὰ Σχολ. εἰς Θεόκρ. 1. 147· «τὰ κηρία τῶν μελισσῶν, ἔνθα οἱ σκώληκες» Ἡσύχ. ΙΙΙ. κυψελίδιον μέλιτος, καὶ ἐν τῷ πληθ., κηρήθρα, «μελόπηττα», Λατ. favu, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 302. 6., 476, 3, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 21, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 53, Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, πρῶτον δ’ ἐκεῖνον σχαδόνα δεῖ πάντως φαγεῖν Εὐθυκλ. ἐν «Ἀσώτοις» 1. IV. «κυβευτικὸς βόλος» Ἡσύχ.

Frisk Etymological English

-όνος
Grammatical information: f.
Meaning: 'hatch or honey-cell of bees', pl. honeycomb (com., Arist., Theoc., pap. IIIa), larva of bees and wasps (Arist.), = κυβευτικὸς βόλος H.
Other forms: σχάδων, gen. also -ωνος, -οντος Arist.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: By Prellwitz a.o. as attempt connected with σχάζω as "which opens itself"; without forther semant. motivation. -- By Furnée 303 taken as Pre-Greek, which seems prob. because of the meaning.

Middle Liddell

σχᾰδών, όνος, ἡ,
a honey-cell, and in plural a honeycomb, Lat. favus, Ar., Theocr.

Frisk Etymology German

σχαδών: -όνος
{skhadṓn}
Forms: (σχάδων, Gen. auch -ωνος, -οντος Arist.)
Grammar: f.
Meaning: ‘Brutod. Honigzelle der Bienen’, pl. Honigwabe (Kom., Arist., Theok., Pap. IIIa), Larve der Bienen und Wespen (Arist.), = κυβευτικὸς βόλος H.
Etymology: Von Prellwitz u.a. versuchsweise mit σχάζω als "die sich öffnende" verbunden; nähere semantische Begründung fehlt.
Page 2,835

Translations

larva

Albanian: larvë; Arabic: يَرَقَة‎; Armenian: թրթուր; Azerbaijani: larva; Belarusian: лічынка; Bengali: লার্ভা; Bulgarian: ларва, личинка; Burmese: ပိုးလောင်း; Catalan: larva; Chinese Mandarin: 幼蟲, 幼虫; Czech: larva; Danish: larve; Dutch: larve, larvestadium; Estonian: vastne; Finnish: toukka, toukka-aste, toukkavaihe; French: larve; Galician: larva; Georgian: ლარვა; German: Larve; Greek: προνύμφη; Hebrew: פַּגִּית‎, לרווה‎, זחל‎; Hindi: डिंभ, लार्वा; Hungarian: lárva; Icelandic: lirfa; Japanese: 幼虫; Kazakh: балаңқұрт, дернәсіл; Korean: 유충(幼蟲); Kyrgyz: личинка; Latvian: kāpurs; Lithuanian: lerva; Macedonian: ларва; Malay: larva; Malayalam: ലാർവ; Maori: torongū; Norwegian Bokmål: larve; Persian: لارو‎; Punjabi: ਡਿੰਭ, ਲਾਰਵਾ; Polish: larwa; Portuguese: larva; Romanian: larvă; Russian: личинка; Serbo-Croatian Cyrillic: лѝчӣнка, ла̑рва; Roman:, lìčīnka, lȃrva; Slovak: larva; Slovene: ličinka; Spanish: larva; Swedish: larv, larvstadie, larvstadium; Tajik: личинка; Thai: ตัวอ่อน; Turkish: larva, kurtçuk; Turkmen: liçinka; Ukrainian: личинка; Urdu: لاروا‎; Uyghur: لېچىنكا‎; Uzbek: lichinka; Vietnamese: ấu trùng; Volapük: larvat; Welsh: larfa, larfae