δαίμων: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br /><b>I. 1</b> dieu, déesse ; un dieu, une divinité ; puissance divine, divinité : πρὸς δαίμονα IL contre la volonté des dieux ; σὺν δαίμονι IL avec l'assistance des dieux, par la faveur des dieux ; <i>de même</i> κατὰ δαίμονα HDT comme il plaît aux dieux, à la volonté des dieux, au hasard ; δαίμονος [[τύχη]] EUR la fortune, le hasard;<br /><b>2</b> destin, sort ; <i>en b. part</i> heureux destin, bonheur, chance ; <i>d'ord. en mauv. part</i> destin contraire, infortune, malheur : δαίμονα [[δώσω]] IL je te donnerai ton destin, <i>càd</i> la mort;<br /><b>II.</b> <i>après Hom.</i> [[οἱ]] δαίμονες, sorte de dieux inférieurs;<br /><b>III.</b> <i>p. ext.</i> :<br /><b>1</b> âme d'un mort ; esprit qu’on peut évoquer, ombre;<br /><b>2</b> génie attaché à chaque homme, à une cité, <i>etc.</i> et qui personnifie en qqe sorte son destin.<br />'''Étymologie:''' pê de [[δαίομαι]], partager, celui qui distribue à chacun son lot, son sort ; sel. d'autres, de [[δαῆναι]], savoir, <i>ou</i> de la R. ΔιϜ, briller, d'où [[Διός]], etc. -- DELG [[δαίομαι]].
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br /><b>I. 1</b> dieu, déesse ; un dieu, une divinité ; puissance divine, divinité : πρὸς δαίμονα IL contre la volonté des dieux ; σὺν δαίμονι IL avec l'assistance des dieux, par la faveur des dieux ; <i>de même</i> κατὰ δαίμονα HDT comme il plaît aux dieux, à la volonté des dieux, au hasard ; δαίμονος [[τύχη]] EUR la fortune, le hasard;<br /><b>2</b> destin, sort ; <i>en b. part</i> heureux destin, bonheur, chance ; <i>d'ord. en mauv. part</i> destin contraire, infortune, malheur : δαίμονα [[δώσω]] IL je te donnerai ton destin, <i>càd</i> la mort;<br /><b>II.</b> <i>après Hom.</i> [[οἱ]] δαίμονες, sorte de dieux inférieurs;<br /><b>III.</b> <i>p. ext.</i> :<br /><b>1</b> âme d'un mort ; esprit qu’on peut évoquer, ombre;<br /><b>2</b> génie attaché à chaque homme, à une cité, <i>etc.</i> et qui personnifie en qqe sorte son destin.<br />'''Étymologie:''' pê de [[δαίομαι]], partager, celui qui distribue à chacun son lot, son sort ; sel. d'autres, de [[δαῆναι]], savoir, <i>ou</i> de la R. ΔιϜ, briller, d'où [[Διός]], etc. -- DELG [[δαίομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=δαίμων -ονος, ὁ, ἡ [~ 1. δαίομαι] vocat. δαίμων of δαῖμον godheid, god:; ἡ … Οὔλυμπον δὲ βεβήκει … μετὰ δαίμονας ἄλλους zij was naar de Olympus gegaan, naar de andere goden Il. 1.222; als naamloze goddelijke instantie die kan ingrijpen in het menselijk bestaan:. πρὸς δαίμονα tegen (de wil van) de godheid Il. 17.98; ταῦτα … ἐν τῷ δαίμονι deze zaken liggen in handen van de godheid Soph. OC 1443; ἡ δὲ τύχη καὶ ὁ δαίμων het lot en de godheid Lys. 13.63. de goddelijke macht over het leven van individuen, families etc., lot:. πάρος τοι δαίμονα δώσω eerder zal ik je het (doods)lot toebedelen Il. 8.166; ὅταν … ὁ δαίμων εὐροῇ wanneer het lot gunstig is Aeschl. Pers. 601. bovenmenselijk wezen (naast goden en heroën) dat mensen beschermt of ze juist kwaad doet geest, genius, demon:; δαίμονός τινος ἢ τύχης ἰσχύς de kracht van een of andere demon of van het lot Dem. 18.303; vaak als personif. van iemands lot:; ὁ ἑκάστου δαίμων, ὅσπερ ζῶντα εἰλήχει ieders ‘[[daimon]]’, die voor de duur van zijn leven de macht over hem had gekregen Plat. Phaed. 107d; ὁ σός … δαίμων κακός jij hebt een kwade genius Plut. Caes. 69.11; ἀγαθὸς δαίμων de goede geest (hier plengde men aan na de maaltijd, voor het echte drinken begon); ook van de geesten van doden; christ. steeds van kwade geesten, demonen.
}}
{{elru
|elrutext='''δαίμων:''' ονος ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[бог]], [[богиня]] (δώματ᾽ ἐς Διὸς μετὰ δαίμονας ἄλλους Hom.): δαίμονι [[ἶσος]] Hom. богоравный; σὺν δαίμονι Hom. с божьей помощью; πρὸς δαίμονα Hom. против божьей воли;<br /><b class="num">2)</b> [[божество]] (преимущ. низшего порядка): дух, гений, демон (δαίμονες [[ἐπιχθόνιοι]], φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων Hes.; θεοὶ καὶ οἱ ἑπόμενοι θεοῖς δαίμονες Plat.; ἐκ μὲν ἡρώων εἰς δαίμονας, ἐκ δὲ δαιμόνων εἰς θεοὺς ἀναφέρεσθαι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (тж. δαίμονος [[τύχη]] Pind., [[τύχη]] δαιμόνων Eur., δ. καὶ [[τύχη]] Aeschin., Dem. и [[τύχη]] καὶ δαίμονες Plat.) божеское определение, роковая случайность: κατὰ δαίμονα Her. по воле случая; ἀπ᾽ ὠμοῦ δαίμονος Soph. по воле жестокой судьбы; δαίμονος [[αἶσα]] κακή Hom. злой рок;<br /><b class="num">4)</b> [[злой рок]], [[несчастье]]: δαίμονα δοῦναί τινι Hom. погубить кого-л.; πλὴν τοῦ δαίμονος Soph. несмотря на это несчастье;<br /><b class="num">5)</b> [[душа умершего]] ([[Δαρεῖος]] Aesch.; [[νῦν]] δ᾽ ἐστὶ [[μάκαιρα]] δ. Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 39: Line 45:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δαίμων:''' -ονος, ἡ, ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θεός]], [[θεά]], [[θείο]] ον όπως [[θεός]], [[θεά]], σε Όμηρ., Τραγ. κ.λπ.· στον Όμηρ. επίσης [[θεότητα]] ή θεϊκή [[δύναμη]] (το [[θεός]] υποδηλώνει το ίδιο το [[πρόσωπο]] του θεού), Λατ. [[numen]]· <i>πρὸς δαίμονα</i>, ενάντια στη θεϊκή [[δύναμη]]· <i>σὺν δαίμονι</i>, με τη βοήθειά του, με την [[εύνοια]] του θεού, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, <i>κατὰ δαίμονα = τύχῃ</i>, κατά [[τύχη]], κατά [[σύμπτωση]], σε Ηρόδ.· ἐν τῷ δ. = [[θεῶν]] ἐν γούνασι, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> το «[[δαιμόνιο]]» κάποιου ή το [[πνεύμα]] κάποιου, [[τύχη]] ή [[μοίρα]], στυγερὸς [[δαίμων]], σε Ομήρ. Οδ.· δαίμονος [[αἶσα]] κακή, στο ίδ.· ως απόλ., ευνοϊκή ή [[δυσμενής]] [[τύχη]], [[μοίρα]], [[τύχη]], [[ειμαρμένη]], πεπρωμένο, σε Τραγ.· [[ιδίως]], λέγεται για το κακοποιό [[πνεύμα]] μιας οικογένειας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> <i>δαίμονες</i>, στον Ησίοδ., είναι το [[πνεύμα]] των ανθρώπων του χρυσού αιώνα, το οποίο λειτουργεί ως [[φύλακας]] [[άγγελος]]· μεταγεν., λέγεται για τις ψυχές των πεθαμένων, Λατ. manes, [[lemures]], σε Λουκ.<br /><b class="num">III.</b> στην Κ.Δ., διαβολικό [[πνεύμα]], [[δαίμονας]], Σατανάς (πιθ. από το [[δαίω]] Β, [[διαχωρίζω]] ή [[διαμοιράζω]] το πεπρωμένο).
|lsmtext='''δαίμων:''' -ονος, ἡ, ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θεός]], [[θεά]], [[θείο]] ον όπως [[θεός]], [[θεά]], σε Όμηρ., Τραγ. κ.λπ.· στον Όμηρ. επίσης [[θεότητα]] ή θεϊκή [[δύναμη]] (το [[θεός]] υποδηλώνει το ίδιο το [[πρόσωπο]] του θεού), Λατ. [[numen]]· <i>πρὸς δαίμονα</i>, ενάντια στη θεϊκή [[δύναμη]]· <i>σὺν δαίμονι</i>, με τη βοήθειά του, με την [[εύνοια]] του θεού, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, <i>κατὰ δαίμονα = τύχῃ</i>, κατά [[τύχη]], κατά [[σύμπτωση]], σε Ηρόδ.· ἐν τῷ δ. = [[θεῶν]] ἐν γούνασι, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> το «[[δαιμόνιο]]» κάποιου ή το [[πνεύμα]] κάποιου, [[τύχη]] ή [[μοίρα]], στυγερὸς [[δαίμων]], σε Ομήρ. Οδ.· δαίμονος [[αἶσα]] κακή, στο ίδ.· ως απόλ., ευνοϊκή ή [[δυσμενής]] [[τύχη]], [[μοίρα]], [[τύχη]], [[ειμαρμένη]], πεπρωμένο, σε Τραγ.· [[ιδίως]], λέγεται για το κακοποιό [[πνεύμα]] μιας οικογένειας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> <i>δαίμονες</i>, στον Ησίοδ., είναι το [[πνεύμα]] των ανθρώπων του χρυσού αιώνα, το οποίο λειτουργεί ως [[φύλακας]] [[άγγελος]]· μεταγεν., λέγεται για τις ψυχές των πεθαμένων, Λατ. manes, [[lemures]], σε Λουκ.<br /><b class="num">III.</b> στην Κ.Δ., διαβολικό [[πνεύμα]], [[δαίμονας]], Σατανάς (πιθ. από το [[δαίω]] Β, [[διαχωρίζω]] ή [[διαμοιράζω]] το πεπρωμένο).
}}
{{elnl
|elnltext=δαίμων -ονος, ὁ, ἡ [~ 1. δαίομαι] vocat. δαίμων of δαῖμον godheid, god:; ἡ … Οὔλυμπον δὲ βεβήκει … μετὰ δαίμονας ἄλλους zij was naar de Olympus gegaan, naar de andere goden Il. 1.222; als naamloze goddelijke instantie die kan ingrijpen in het menselijk bestaan:. πρὸς δαίμονα tegen (de wil van) de godheid Il. 17.98; ταῦτα … ἐν τῷ δαίμονι deze zaken liggen in handen van de godheid Soph. OC 1443; ἡ δὲ τύχη καὶ ὁ δαίμων het lot en de godheid Lys. 13.63. de goddelijke macht over het leven van individuen, families etc., lot:. πάρος τοι δαίμονα δώσω eerder zal ik je het (doods)lot toebedelen Il. 8.166; ὅταν … ὁ δαίμων εὐροῇ wanneer het lot gunstig is Aeschl. Pers. 601. bovenmenselijk wezen (naast goden en heroën) dat mensen beschermt of ze juist kwaad doet geest, genius, demon:; δαίμονός τινος ἢ τύχης ἰσχύς de kracht van een of andere demon of van het lot Dem. 18.303; vaak als personif. van iemands lot:; ὁ ἑκάστου δαίμων, ὅσπερ ζῶντα εἰλήχει ieders ‘[[daimon]]’, die voor de duur van zijn leven de macht over hem had gekregen Plat. Phaed. 107d; ὁ σός … δαίμων κακός jij hebt een kwade genius Plut. Caes. 69.11; ἀγαθὸς δαίμων de goede geest (hier plengde men aan na de maaltijd, voor het echte drinken begon); ook van de geesten van doden; christ. steeds van kwade geesten, demonen.
}}
{{elru
|elrutext='''δαίμων:''' ονος ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[бог]], [[богиня]] (δώματ᾽ ἐς Διὸς μετὰ δαίμονας ἄλλους Hom.): δαίμονι [[ἶσος]] Hom. богоравный; σὺν δαίμονι Hom. с божьей помощью; πρὸς δαίμονα Hom. против божьей воли;<br /><b class="num">2)</b> [[божество]] (преимущ. низшего порядка): дух, гений, демон (δαίμονες [[ἐπιχθόνιοι]], φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων Hes.; θεοὶ καὶ οἱ ἑπόμενοι θεοῖς δαίμονες Plat.; ἐκ μὲν ἡρώων εἰς δαίμονας, ἐκ δὲ δαιμόνων εἰς θεοὺς ἀναφέρεσθαι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (тж. δαίμονος [[τύχη]] Pind., [[τύχη]] δαιμόνων Eur., δ. καὶ [[τύχη]] Aeschin., Dem. и [[τύχη]] καὶ δαίμονες Plat.) божеское определение, роковая случайность: κατὰ δαίμονα Her. по воле случая; ἀπ᾽ ὠμοῦ δαίμονος Soph. по воле жестокой судьбы; δαίμονος [[αἶσα]] κακή Hom. злой рок;<br /><b class="num">4)</b> [[злой рок]], [[несчастье]]: δαίμονα δοῦναί τινι Hom. погубить кого-л.; πλὴν τοῦ δαίμονος Soph. несмотря на это несчастье;<br /><b class="num">5)</b> [[душа умершего]] ([[Δαρεῖος]] Aesch.; [[νῦν]] δ᾽ ἐστὶ [[μάκαιρα]] δ. Eur.).
}}
}}
{{etym
{{etym