Anonymous

δαίμων: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0515.png Seite 515]] ονος, ὁ, ἡ, Gott, Göttin; nach Plat. Crat. 398 b u. anderen Alten von [[δαήμων]], kundig, wie Ar. chil. frg. 50 sagt δαίμονές εἰσι μάχης; nach Anderen von [[δαίω]], theilen, als Vertheiler der Lebensloose; = [[θεός]], vgl. Il. 1, 222. 3, 420. 19, 188; so auch Tragg. Am gewöhnlichsten bei Hom. göttliches Wesen, wo man keinen bestimmten Gott nennen kann, u. doch aus Erscheinungen u. Ereignissen auf eine übermenschliche wirkende einem [[θεός]] zuschreibt; στυγερὸς δέ οἱ ἔχραε [[δαίμων]], ἀσπάσιον δ' ἄρα τόν γε θεοὶ κακότητος ἔλυσαν, eine verderbliche Gottheit fiel ihn mit Krankheit an, Od. 5, 396 (vgl. Soph. Ai. 1194); κακὸς [[δαίμων]] 10, 64; Verhängniß, Schicksal, bes. Unglück; δαίμονος αἶσα κακή Od. 11, 61; πρὸς δαίμονα, gegen das Geschick, Il. 17, 98; σὺν δαίμονι 11, 792, mit Gottes Hülfe, wie κατὰ δαίμονα Hippocr. – Unhomerisch Iliad. 8, 166 [[πάρος]] τοι δαίμονα δώσω, ich werde dir ein böses Geschick verhängen, dir den Tod geben: Scholl. Didym. vs. 166 [[δαίμονα δώσω]]: Ζηνόδοτος [[πότμον ἐφήσω]]; Scholl. Aristonic. vs. 164 ἀθετοῦνται στίχοι [[τρεῖς]], ὅτι εὐτελεῖς εἰσι τῇ κατασκευῇ, καὶ τὸ »[[πάρος]] τοι δαίμονα δώσω« τελείως ἐστὶν οὐ κατὰ τὸν ποιητήν· ἀνάρμοστα δὲ καὶ τὰ λεγόμενα τοῐς προσώποις; Scholl. Didym. vs. 164 ([[ἄλλως]].) τούτους καὶ Ἀριστοφάνης ἠθέτησεν. – Aehnlich wie Homer auch die Tragg.: ὧδε [[δαίμων]] τις κατέφθειρε στρατόν Aesch. Pers. 337; [[ἀλάστωρ]] κακὸς [[δαίμων]] 346; [[δαίμων]] ὑπερβαρὴς ἐμπιτνών Ag. 1148; geradezu Unglück, Spt. 794; Glück, Pers. 811; ὠμὸς δ. Soph. O. R. 828; πλὴν τοῦ δαίμονος, außer dem Unglück, der Blindheit, O. C. 76; u. sonst; δαιμόνων [[κατάστασις]], Zustand des Glücks, Eur.; κατὰ δαίμονα, durch Zufall, zufällig, Her. 1, 111, wie Dem. κατὰ τύχην τινὰ καὶ δαίμονα 48, 24; κατὰ δαίμονα καὶ κατὰ συντυχίαν ἀγαθὴν ἥκεις Ar. Av. 544; σκέψασθε τὸν δαίμονα καὶ τὴν τύχην Aesch. 3, 115; vgl. 157; Dem. öfter; Plat. τύχην καὶ δαίμονας Rep. X, 619 c. Aehnl. δαίμονος [[τύχη]] Pind. Ol. 8, 67; Eur. Hipp. 832. – Neben [[θεός]] stehend bedeutet es untergeordnete Gottheiten, vgl. Plat. Legg. V, 738 d τοῖς δὲ μέρεσιν ἑκάστοις θεὸν ἢ δαίμονα ἢ [[καί]] τινα ἥρωα [[ἀποδοτέον]], wie Rep. III, 342 a; Apol. 27 d εἰ δ' αὖ οἱ δαίμονες θεῶν παῖδές εἰσι νόθοι; Legg. VIII, 848 d θεῶν καὶ τῶν ἑπομένων θεοῖς δαιμόνων. – Im N. T. u. K. S. böser Geist, Teufel. – Nach Hes. O. 121 sind δαίμονες Menschenseelen aus dem goldenen Zeitalter, die zwischen Himmel u. Erde sich aufhalten, die Thaten der Menschen beobachten u. sie beschirmen, ein Mittelglied zwischen Menschen u. Göttern; Plat. Phaed. 107 Schutzgeister; ἀγαθῷ δαίμονι wurde am Ende der Mahlzeit getrunken; ἡ τἀγαθοῦ δαίμονος [[φιάλη]] Xenarch. Ath. XV, 693 b; δαίμονος ἀγαθοῦ [[μετάνιπτρον]] Antiphan. ib. XI, 486 f. – Seelen der Abgeschiedenen, Luc. Luct. 24; auch im sing., Geist, Schatten, Aesch. Pers. 620; Eur. Alc. 1003.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0515.png Seite 515]] ονος, ὁ, ἡ, Gott, Göttin; nach Plat. Crat. 398 b u. anderen Alten von [[δαήμων]], kundig, wie Ar. chil. frg. 50 sagt δαίμονές εἰσι μάχης; nach Anderen von [[δαίω]], theilen, als Vertheiler der Lebensloose; = [[θεός]], vgl. Il. 1, 222. 3, 420. 19, 188; so auch Tragg. Am gewöhnlichsten bei Hom. göttliches Wesen, wo man keinen bestimmten Gott nennen kann, u. doch aus Erscheinungen u. Ereignissen auf eine übermenschliche wirkende einem [[θεός]] zuschreibt; στυγερὸς δέ οἱ ἔχραε [[δαίμων]], ἀσπάσιον δ' ἄρα τόν γε θεοὶ κακότητος ἔλυσαν, eine verderbliche Gottheit fiel ihn mit Krankheit an, Od. 5, 396 (vgl. Soph. Ai. 1194); κακὸς [[δαίμων]] 10, 64; Verhängniß, Schicksal, bes. Unglück; δαίμονος αἶσα κακή Od. 11, 61; πρὸς δαίμονα, gegen das Geschick, Il. 17, 98; σὺν δαίμονι 11, 792, mit Gottes Hülfe, wie κατὰ δαίμονα Hippocr. – Unhomerisch Iliad. 8, 166 [[πάρος]] τοι δαίμονα δώσω, ich werde dir ein böses Geschick verhängen, dir den Tod geben: Scholl. Didym. vs. 166 [[δαίμονα δώσω]]: Ζηνόδοτος [[πότμον ἐφήσω]]; Scholl. Aristonic. vs. 164 ἀθετοῦνται στίχοι [[τρεῖς]], ὅτι εὐτελεῖς εἰσι τῇ κατασκευῇ, καὶ τὸ »[[πάρος]] τοι δαίμονα δώσω« τελείως ἐστὶν οὐ κατὰ τὸν ποιητήν· ἀνάρμοστα δὲ καὶ τὰ λεγόμενα τοῐς προσώποις; Scholl. Didym. vs. 164 ([[ἄλλως]].) τούτους καὶ Ἀριστοφάνης ἠθέτησεν. – Aehnlich wie Homer auch die Tragg.: ὧδε [[δαίμων]] τις κατέφθειρε στρατόν Aesch. Pers. 337; [[ἀλάστωρ]] κακὸς [[δαίμων]] 346; [[δαίμων]] ὑπερβαρὴς ἐμπιτνών Ag. 1148; geradezu Unglück, Spt. 794; Glück, Pers. 811; ὠμὸς δ. Soph. O. R. 828; πλὴν τοῦ δαίμονος, außer dem Unglück, der Blindheit, O. C. 76; u. sonst; δαιμόνων [[κατάστασις]], Zustand des Glücks, Eur.; κατὰ δαίμονα, durch Zufall, zufällig, Her. 1, 111, wie Dem. κατὰ τύχην τινὰ καὶ δαίμονα 48, 24; κατὰ δαίμονα καὶ κατὰ συντυχίαν ἀγαθὴν ἥκεις Ar. Av. 544; σκέψασθε τὸν δαίμονα καὶ τὴν τύχην Aesch. 3, 115; vgl. 157; Dem. öfter; Plat. τύχην καὶ δαίμονας Rep. X, 619 c. Aehnl. δαίμονος [[τύχη]] Pind. Ol. 8, 67; Eur. Hipp. 832. – Neben [[θεός]] stehend bedeutet es untergeordnete Gottheiten, vgl. Plat. Legg. V, 738 d τοῖς δὲ μέρεσιν ἑκάστοις θεὸν ἢ δαίμονα ἢ [[καί]] τινα ἥρωα [[ἀποδοτέον]], wie Rep. III, 342 a; Apol. 27 d εἰ δ' αὖ οἱ δαίμονες θεῶν παῖδές εἰσι νόθοι; Legg. VIII, 848 d θεῶν καὶ τῶν ἑπομένων θεοῖς δαιμόνων. – Im N. T. u. K. S. böser Geist, Teufel. – Nach Hes. O. 121 sind δαίμονες Menschenseelen aus dem goldenen Zeitalter, die zwischen Himmel u. Erde sich aufhalten, die Thaten der Menschen beobachten u. sie beschirmen, ein Mittelglied zwischen Menschen u. Göttern; Plat. Phaed. 107 Schutzgeister; ἀγαθῷ δαίμονι wurde am Ende der Mahlzeit getrunken; ἡ τἀγαθοῦ δαίμονος [[φιάλη]] Xenarch. Ath. XV, 693 b; δαίμονος ἀγαθοῦ [[μετάνιπτρον]] Antiphan. ib. XI, 486 f. – Seelen der Abgeschiedenen, Luc. Luct. 24; auch im sing., Geist, Schatten, Aesch. Pers. 620; Eur. Alc. 1003.
}}
{{bailly
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br /><b>I. 1</b> dieu, déesse ; un dieu, une divinité ; puissance divine, divinité : πρὸς δαίμονα IL contre la volonté des dieux ; σὺν δαίμονι IL avec l'assistance des dieux, par la faveur des dieux ; <i>de même</i> κατὰ δαίμονα HDT comme il plaît aux dieux, à la volonté des dieux, au hasard ; δαίμονος [[τύχη]] EUR la fortune, le hasard;<br /><b>2</b> destin, sort ; <i>en b. part</i> heureux destin, bonheur, chance ; <i>d'ord. en mauv. part</i> destin contraire, infortune, malheur : δαίμονα [[δώσω]] IL je te donnerai ton destin, <i>càd</i> la mort;<br /><b>II.</b> <i>après Hom.</i> [[οἱ]] δαίμονες, sorte de dieux inférieurs;<br /><b>III.</b> <i>p. ext.</i> :<br /><b>1</b> âme d'un mort ; esprit qu’on peut évoquer, ombre;<br /><b>2</b> génie attaché à chaque homme, à une cité, <i>etc.</i> et qui personnifie en qqe sorte son destin.<br />'''Étymologie:''' pê de [[δαίομαι]], partager, celui qui distribue à chacun son lot, son sort ; sel. d'autres, de [[δαῆναι]], savoir, <i>ou</i> de la R. ΔιϜ, briller, d'où [[Διός]], etc. -- DELG [[δαίομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δαίμων''': -ονος, ὁ, ἡ, [[θεός]], [[θεότης]], ἐν χρήσει ὡς τὸ θεὸς καὶ θεὰ ἐπὶ ἑκάστου τῶν θεῶν κατ’ ἰδίαν, Ἰλ. Α. 222., Γ. 420, κτλ.· ἐναλλασσόμενον πρὸς τὸ θεὸς ἐν Ὀδ. Ζ. 172, 174., Φ. 196, 201· οὕτω παρὰ Πινδ., Τραγ., κτλ.· -ἀλλὰ παρ’ Ὁμήρῳ συνηθέστατα ἐπὶ τῆς θείας δυνάμεως (ἐνῷ τὸ θεὸς δηλοῖ θεότητα ἐν προσώπῳ), ἡ [[θεότης]], τὸ [[θεῖον]], Λατ. numen, πρβλ. Ὀδ. Γ. 27· πρὸς δαίμονα, [[ἐναντίον]] τῆς θείας δυνάμεως, Ἰλ. Ρ. 98· σὺν δαίμονι, μετ’ [[αὐτοῦ]], τῇ βοηθείᾳ [[αὐτοῦ]] καὶ ἐννοίᾳ, Λ. 792· -οὕτω βραδύτερον, κατὰ δαίμονα, σχεδὸν =τύχῃ, ἐκ τύχης, κατὰ τύχην, Ἡρόδ. 1. 111· [[ταῦτα]] δ’ ἐν τῷ δ. =θεῶν ἐν γούνασι, Σοφ. Ο. Κ. 1443· συναπτόμενον τῷ [[τύχη]], Λυσ. 135. 33, Αἰσχίν. 69. 38· τῷ [[συντυχία]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 544· -περὶ τοῦ ἀγαθοῦ δαίμονος ἴδε ἐν λ. [[ἀγαθός]] ΙΙ. 4. 2) ὁ [[δαίμων]] τινὸς [[ἤτοι]] τὸ προστατεῦον [[πνεῦμα]], [[ἑπομένως]] =ἡ [[τύχη]] τινός, ὁ [[κλῆρος]] [[αὐτοῦ]], στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε [[δαίμων]] Ὀδ. Ε. 396, πρβλ. Κ. 64· δαίμονος αἶσα κακὴ Λ. 61· δαίμονι δώσω, ὃ ἐ. θά σε φονεύσω, Ἰλ. Θ. 166· καὶ [[συχνάκις]] παρὰ Τραγ. ἐπὶ καλῆς ἢ κακῆς τύχης· ἐπὶ καλῆς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 158, 601, Ἀγ. 1342, κτλ.· συχνότερον ἐπὶ κακῆς, ὁ αὐτ. Θήβ. 705, 812, κτλ.· [[γενναῖος]] πλὴν τοῦ δαίμονος Σοφ. Ο. Κ. 76· δαίμονος [[σκληρότης]] Ἀντιφῶν 122. 44· τὸν οἴακα στρέφει δ. ἑκάστῳ Ἀναξανδρ. Ἀγχ. 1· ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ, μυσταγωγὸς τοῦ βίου Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 18· ἰδίως ἐπὶ τοῦ κακοῦ δαίμονος οἰκογενείας τινὸς, δ. τῷ Πλεισθενιδῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1569, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1194. ΙΙ. δαίμονες ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 121, [[εἶναι]] αἱ ψυχαὶ τῶν τοῦ χρυσοῦ αἰῶνος ἀνθρώπων, αἵτινες καὶ ἐνεργοῦσιν ὡς προστάτιδες θεότητες ἢ φύλακες, Λατ. lares, lemures, genii, πρβλ. Θέογν. 1348, Φωκυλ. 15 Bgk., Πλάτ. Φαίδωνι 108B, κτλ.· θεῶν μὲν παῖδες, θεοὶ δὲ οὐ Ἀριστ. Ρητ. 3. 18, 2. Οὗτοι ἀπετέλουν τὸν κρίκον τὸν συνδέοντα τοὺς θεοὺς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους· σπανίως καθ’ ἑνικ., δαίμονι δ’ οἷος [[ἔησθα]] τὸ ἐργάζεσθαι ἄμεινον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 312· τὸν δὲ δαίμονα Δαρεῖον ἀνακαλεῖσθε, ἐπὶ τοῦ θεοποιηθέντος Δαρείου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 620· νῦν δ’ ἐστὶ μάκαιρα δ., ἐπὶ τῆς Ἀλκήστιδος, Εὐρ. Ἀλκ. 1003. Ἐντεῦθεν [[ὅταν]] ἀναφέρωνται δαίμονες καὶ θεοὶ [[ὁμοῦ]], οἱ δαίμονες [[εἶναι]] θεότητες κατωτέρας τάξεως (πρβλ. [[δαιμόνιον]] ΙΙ)· σημειωτέον δὲ [[ἐνταῦθα]] ὅτι τὸ θεὸς [[οὐδέποτε]] κεῖται ἀντὶ τοῦ [[δαίμων]], εἰ καὶ τὸ [[δαίμων]] κεῖται ἀντὶ τοῦ [[θεός]], ἴδε σημασ. Ι. –Παρὰ μεταγεν., ἐπὶ τῶν ψυχῶν τῶν τεθνεώτων, Λατ. manes, lemures, Λουκ. Πένθ. 24· δαίμοσιν εὐσεβέσιν Ἐπιγράμ. Ἑλλην. 607. ΙΙΙ. ἐν τῇ Κ. Δ. =πονηρὸν [[πνεῦμα]], [[διάβολος]]. Β. =[[δαήμων]], γινώσκων, [[ἔμπειρος]], δ. μάχης, [[ἔμπειρος]] τῆς μάχης, Ἀρχίλ. 4. 4. Ὁ Πλάτ. ἐν Κρατ. 398B, προτείνει αὕτη νὰ θεωρηθῇ ὡς ἡ πρώτη [[σημασία]]· ἐνῷ ἕτεροι προτείνουσι τὴν γραφὴν δαήμονες παρ’ Ἀρχιλ., καὶ νὰ ἀπαλλαχθῶμεν [[ὅλως]] τῆς τοιαύτης σημασίας· πρβλ. [[ὅμως]] τὴν λ. [[αἵμων]]. Πιθανώτερον ἡ [[ῥίζα]] τοῦ [[δαίμων]] ([[θεότης]]) [[εἶναι]] [[δαίω]], διαμοιράζω τὰς τύχας· πρβλ. Ἀλκμᾶνα 48.
|lstext='''δαίμων''': -ονος, ὁ, ἡ, [[θεός]], [[θεότης]], ἐν χρήσει ὡς τὸ θεὸς καὶ θεὰ ἐπὶ ἑκάστου τῶν θεῶν κατ’ ἰδίαν, Ἰλ. Α. 222., Γ. 420, κτλ.· ἐναλλασσόμενον πρὸς τὸ θεὸς ἐν Ὀδ. Ζ. 172, 174., Φ. 196, 201· οὕτω παρὰ Πινδ., Τραγ., κτλ.· -ἀλλὰ παρ’ Ὁμήρῳ συνηθέστατα ἐπὶ τῆς θείας δυνάμεως (ἐνῷ τὸ θεὸς δηλοῖ θεότητα ἐν προσώπῳ), ἡ [[θεότης]], τὸ [[θεῖον]], Λατ. numen, πρβλ. Ὀδ. Γ. 27· πρὸς δαίμονα, [[ἐναντίον]] τῆς θείας δυνάμεως, Ἰλ. Ρ. 98· σὺν δαίμονι, μετ’ [[αὐτοῦ]], τῇ βοηθείᾳ [[αὐτοῦ]] καὶ ἐννοίᾳ, Λ. 792· -οὕτω βραδύτερον, κατὰ δαίμονα, σχεδὸν =τύχῃ, ἐκ τύχης, κατὰ τύχην, Ἡρόδ. 1. 111· [[ταῦτα]] δ’ ἐν τῷ δ. =θεῶν ἐν γούνασι, Σοφ. Ο. Κ. 1443· συναπτόμενον τῷ [[τύχη]], Λυσ. 135. 33, Αἰσχίν. 69. 38· τῷ [[συντυχία]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 544· -περὶ τοῦ ἀγαθοῦ δαίμονος ἴδε ἐν λ. [[ἀγαθός]] ΙΙ. 4. 2) ὁ [[δαίμων]] τινὸς [[ἤτοι]] τὸ προστατεῦον [[πνεῦμα]], [[ἑπομένως]] =ἡ [[τύχη]] τινός, ὁ [[κλῆρος]] [[αὐτοῦ]], στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε [[δαίμων]] Ὀδ. Ε. 396, πρβλ. Κ. 64· δαίμονος αἶσα κακὴ Λ. 61· δαίμονι δώσω, ὃ ἐ. θά σε φονεύσω, Ἰλ. Θ. 166· καὶ [[συχνάκις]] παρὰ Τραγ. ἐπὶ καλῆς ἢ κακῆς τύχης· ἐπὶ καλῆς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 158, 601, Ἀγ. 1342, κτλ.· συχνότερον ἐπὶ κακῆς, ὁ αὐτ. Θήβ. 705, 812, κτλ.· [[γενναῖος]] πλὴν τοῦ δαίμονος Σοφ. Ο. Κ. 76· δαίμονος [[σκληρότης]] Ἀντιφῶν 122. 44· τὸν οἴακα στρέφει δ. ἑκάστῳ Ἀναξανδρ. Ἀγχ. 1· ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ, μυσταγωγὸς τοῦ βίου Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 18· ἰδίως ἐπὶ τοῦ κακοῦ δαίμονος οἰκογενείας τινὸς, δ. τῷ Πλεισθενιδῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1569, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1194. ΙΙ. δαίμονες ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 121, [[εἶναι]] αἱ ψυχαὶ τῶν τοῦ χρυσοῦ αἰῶνος ἀνθρώπων, αἵτινες καὶ ἐνεργοῦσιν ὡς προστάτιδες θεότητες ἢ φύλακες, Λατ. lares, lemures, genii, πρβλ. Θέογν. 1348, Φωκυλ. 15 Bgk., Πλάτ. Φαίδωνι 108B, κτλ.· θεῶν μὲν παῖδες, θεοὶ δὲ οὐ Ἀριστ. Ρητ. 3. 18, 2. Οὗτοι ἀπετέλουν τὸν κρίκον τὸν συνδέοντα τοὺς θεοὺς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους· σπανίως καθ’ ἑνικ., δαίμονι δ’ οἷος [[ἔησθα]] τὸ ἐργάζεσθαι ἄμεινον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 312· τὸν δὲ δαίμονα Δαρεῖον ἀνακαλεῖσθε, ἐπὶ τοῦ θεοποιηθέντος Δαρείου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 620· νῦν δ’ ἐστὶ μάκαιρα δ., ἐπὶ τῆς Ἀλκήστιδος, Εὐρ. Ἀλκ. 1003. Ἐντεῦθεν [[ὅταν]] ἀναφέρωνται δαίμονες καὶ θεοὶ [[ὁμοῦ]], οἱ δαίμονες [[εἶναι]] θεότητες κατωτέρας τάξεως (πρβλ. [[δαιμόνιον]] ΙΙ)· σημειωτέον δὲ [[ἐνταῦθα]] ὅτι τὸ θεὸς [[οὐδέποτε]] κεῖται ἀντὶ τοῦ [[δαίμων]], εἰ καὶ τὸ [[δαίμων]] κεῖται ἀντὶ τοῦ [[θεός]], ἴδε σημασ. Ι. –Παρὰ μεταγεν., ἐπὶ τῶν ψυχῶν τῶν τεθνεώτων, Λατ. manes, lemures, Λουκ. Πένθ. 24· δαίμοσιν εὐσεβέσιν Ἐπιγράμ. Ἑλλην. 607. ΙΙΙ. ἐν τῇ Κ. Δ. =πονηρὸν [[πνεῦμα]], [[διάβολος]]. Β. =[[δαήμων]], γινώσκων, [[ἔμπειρος]], δ. μάχης, [[ἔμπειρος]] τῆς μάχης, Ἀρχίλ. 4. 4. Ὁ Πλάτ. ἐν Κρατ. 398B, προτείνει αὕτη νὰ θεωρηθῇ ὡς ἡ πρώτη [[σημασία]]· ἐνῷ ἕτεροι προτείνουσι τὴν γραφὴν δαήμονες παρ’ Ἀρχιλ., καὶ νὰ ἀπαλλαχθῶμεν [[ὅλως]] τῆς τοιαύτης σημασίας· πρβλ. [[ὅμως]] τὴν λ. [[αἵμων]]. Πιθανώτερον ἡ [[ῥίζα]] τοῦ [[δαίμων]] ([[θεότης]]) [[εἶναι]] [[δαίω]], διαμοιράζω τὰς τύχας· πρβλ. Ἀλκμᾶνα 48.
}}
{{bailly
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br /><b>I. 1</b> dieu, déesse ; un dieu, une divinité ; puissance divine, divinité : πρὸς δαίμονα IL contre la volonté des dieux ; σὺν δαίμονι IL avec l'assistance des dieux, par la faveur des dieux ; <i>de même</i> κατὰ δαίμονα HDT comme il plaît aux dieux, à la volonté des dieux, au hasard ; δαίμονος [[τύχη]] EUR la fortune, le hasard;<br /><b>2</b> destin, sort ; <i>en b. part</i> heureux destin, bonheur, chance ; <i>d'ord. en mauv. part</i> destin contraire, infortune, malheur : δαίμονα [[δώσω]] IL je te donnerai ton destin, <i>càd</i> la mort;<br /><b>II.</b> <i>après Hom.</i> [[οἱ]] δαίμονες, sorte de dieux inférieurs;<br /><b>III.</b> <i>p. ext.</i> :<br /><b>1</b> âme d'un mort ; esprit qu’on peut évoquer, ombre;<br /><b>2</b> génie attaché à chaque homme, à une cité, <i>etc.</i> et qui personnifie en qqe sorte son destin.<br />'''Étymologie:''' pê de [[δαίομαι]], partager, celui qui distribue à chacun son lot, son sort ; sel. d'autres, de [[δαῆναι]], savoir, <i>ou</i> de la R. ΔιϜ, briller, d'où [[Διός]], etc. -- DELG [[δαίομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth