ψήφισμα: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> décret <i>litt.</i> la décision votée au moyen de cailloux, <i>particul.</i> décret de l'assemblée du peuple;<br /><b>2</b> décision <i>en gén.</i> : [[θεῶν]] AR arrêts des dieux.<br />'''Étymologie:''' [[ψηφίζω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> décret <i>litt.</i> la décision votée au moyen de cailloux, <i>particul.</i> décret de l'assemblée du peuple;<br /><b>2</b> décision <i>en gén.</i> : [[θεῶν]] AR arrêts des dieux.<br />'''Étymologie:''' [[ψηφίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=ψήφισμα -ατος, τό [ψηφίζω] volksbesluit (door stemming):; ἀπάγειν τὴν στρατιὰν ἄνευ Ἀθηναίων ψηφίσματος het leger laten terugtrekken zonder volksbesluit in Athene Thuc. 7.49.2; ὅταν τὰ ψηφίσματα κύρια ᾖ ἀλλὰ μὴ ὁ νόμος wanneer alleen de volksbesluiten geldigheid hebben en niet de wet Aristot. Pol. 1292a6; ψήφισμα γράφειν voorstel tot besluit indienen Aristoph. Nub. 1429; ψήφισμα καθαιρεῖν een volksbesluit ongedaan maken Thuc. 1.140.3; met gen. subj.:; τὸ Καννωνοῦ ψήφισμα het besluit van Cannonus Aristoph. Eccl. 1090; met gen. obj.: τὸ Μεγαρέων ψήφισμα het volksbesluit over Megara Thuc, 1.140.3.
}}
{{elru
|elrutext='''ψήφισμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[решение в результате голосования]], [[постановление большинства]] (преимущ. в [[ἐκκλησία]] - в отличие от [[προβούλευμα]], которое вступало в силу только по утверждении его в [[ἐκκλησία]]) (νόμοι καὶ ψηφίσματα Plat., Dem.): τὸ ψ. τινος или περί τινος Thuc. постановление о ком-л.; [[ἄνευ]] ψηφίσματος Thuc. без решения народного собрания;<br /><b class="num">2)</b> [[проект решения]]: ψ. γράφειν Arph., Dem., ἐπάγειν Aeschin., προσφέρειν Polyb. и εἰσφέρειν Plut. предлагать (вносить) проект решения; ψ. [[νικᾶν]] Aeschin. провести через собрание свой проект;<br /><b class="num">3)</b> (по)веление ([[θεῶν]] Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψήφισμα:''' -ατος, τό (ψηφίζομαι), [[πρόταση]] που λαμβάνεται από [[ψηφοφορία]] και που επικυρώνεται δια της πλειονότητας των [[ψήφων]]· [[ιδίως]] στην Αθήνα, [[πρόταση]], μέτρο που επικυρώνονταν και νομιμοποιούνταν στην [[εκκλησία]] του δήμου ([[ἐκκλησία]]), [[θέσπισμα]], [[δόγμα]], σε Αριστοφ.· τὸ Μεγαρέων [[ψήφισμα]], το [[ψήφισμα]] που αφορούσε τους Μεγαρείς, σε Θουκ.· ομοίως, τὸ περὶ Μεγαρέων [[ψήφισμα]], στον ίδ.· [[ψήφισμα]] γράφειν, [[εισάγω]] [[πρόταση]] προς [[επικύρωση]], σε Αριστοφ., Δημ.· [[ψήφισμα]] ἐπιψηφίζειν, λέγεται για τους <i>προέδρους</i>, το [[θέτω]] σε [[ψηφοφορία]], σε Αισχίν.· [[ψήφισμα]] [[νικᾶν]], [[επιτυγχάνω]] την [[επιψήφιση]] του ψηφίσματος, στον ίδ.· [[ψήφισμα]] καθαιρεῖν, [[ακυρώνω]], [[καταργώ]] το [[ψήφισμα]], Λατ. abrogare, σε Θουκ.
|lsmtext='''ψήφισμα:''' -ατος, τό (ψηφίζομαι), [[πρόταση]] που λαμβάνεται από [[ψηφοφορία]] και που επικυρώνεται δια της πλειονότητας των [[ψήφων]]· [[ιδίως]] στην Αθήνα, [[πρόταση]], μέτρο που επικυρώνονταν και νομιμοποιούνταν στην [[εκκλησία]] του δήμου ([[ἐκκλησία]]), [[θέσπισμα]], [[δόγμα]], σε Αριστοφ.· τὸ Μεγαρέων [[ψήφισμα]], το [[ψήφισμα]] που αφορούσε τους Μεγαρείς, σε Θουκ.· ομοίως, τὸ περὶ Μεγαρέων [[ψήφισμα]], στον ίδ.· [[ψήφισμα]] γράφειν, [[εισάγω]] [[πρόταση]] προς [[επικύρωση]], σε Αριστοφ., Δημ.· [[ψήφισμα]] ἐπιψηφίζειν, λέγεται για τους <i>προέδρους</i>, το [[θέτω]] σε [[ψηφοφορία]], σε Αισχίν.· [[ψήφισμα]] [[νικᾶν]], [[επιτυγχάνω]] την [[επιψήφιση]] του ψηφίσματος, στον ίδ.· [[ψήφισμα]] καθαιρεῖν, [[ακυρώνω]], [[καταργώ]] το [[ψήφισμα]], Λατ. abrogare, σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=ψήφισμα -ατος, τό [ψηφίζω] volksbesluit (door stemming):; ἀπάγειν τὴν στρατιὰν ἄνευ Ἀθηναίων ψηφίσματος het leger laten terugtrekken zonder volksbesluit in Athene Thuc. 7.49.2; ὅταν τὰ ψηφίσματα κύρια ᾖ ἀλλὰ μὴ ὁ νόμος wanneer alleen de volksbesluiten geldigheid hebben en niet de wet Aristot. Pol. 1292a6; ψήφισμα γράφειν voorstel tot besluit indienen Aristoph. Nub. 1429; ψήφισμα καθαιρεῖν een volksbesluit ongedaan maken Thuc. 1.140.3; met gen. subj.:; τὸ Καννωνοῦ ψήφισμα het besluit van Cannonus Aristoph. Eccl. 1090; met gen. obj.: τὸ Μεγαρέων ψήφισμα het volksbesluit over Megara Thuc, 1.140.3.
}}
{{elru
|elrutext='''ψήφισμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[решение в результате голосования]], [[постановление большинства]] (преимущ. в [[ἐκκλησία]] - в отличие от [[προβούλευμα]], которое вступало в силу только по утверждении его в [[ἐκκλησία]]) (νόμοι καὶ ψηφίσματα Plat., Dem.): τὸ ψ. τινος или περί τινος Thuc. постановление о ком-л.; [[ἄνευ]] ψηφίσματος Thuc. без решения народного собрания;<br /><b class="num">2)</b> [[проект решения]]: ψ. γράφειν Arph., Dem., ἐπάγειν Aeschin., προσφέρειν Polyb. и εἰσφέρειν Plut. предлагать (вносить) проект решения; ψ. [[νικᾶν]] Aeschin. провести через собрание свой проект;<br /><b class="num">3)</b> (по)веление ([[θεῶν]] Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj