ψήφισμα: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1397.png Seite 1397]] τό, ein nach gehaltener Abstimmung durch Stimmenmehrheit gefaßter Beschluß, bes. ein in der Volksversammlung gefaßter, bestätigter Beschluß, ein Volksbeschluß (im Ggstz von [[προβούλευμα]], Rathsbeschluß, dem noch die Bestätigung des Volkes fehlt), δήμου δέδοκται παντελῆ ψηφίσματα Aesch. Suppl. 596; Ar. Ach. 510 Vesp. 378, oft; [[ψήφισμα]] γράφειν, einen Beschluß bei der Volksversammlung in Vorschlag bringen, beantragen, Plat. Theaet. 173 d u. sonst, wie bei Folgdn; νικᾶν, durchsetzen, Aesch. 3, 68; καθαιρεῖν, abrogare, Thuc. 1, 140.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1397.png Seite 1397]] τό, ein nach gehaltener Abstimmung durch Stimmenmehrheit gefaßter Beschluß, bes. ein in der Volksversammlung gefaßter, bestätigter Beschluß, ein Volksbeschluß (im Ggstz von [[προβούλευμα]], Rathsbeschluß, dem noch die Bestätigung des Volkes fehlt), δήμου δέδοκται παντελῆ ψηφίσματα Aesch. Suppl. 596; Ar. Ach. 510 Vesp. 378, oft; [[ψήφισμα]] γράφειν, einen Beschluß bei der Volksversammlung in Vorschlag bringen, beantragen, Plat. Theaet. 173 d u. sonst, wie bei Folgdn; νικᾶν, durchsetzen, Aesch. 3, 68; καθαιρεῖν, abrogare, Thuc. 1, 140.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> décret <i>litt.</i> la décision votée au moyen de cailloux, <i>particul.</i> décret de l'assemblée du peuple;<br /><b>2</b> décision <i>en gén.</i> : [[θεῶν]] AR arrêts des dieux.<br />'''Étymologie:''' [[ψηφίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ψήφισμα''': τό, πρότασίς τις ἐπικυρωθεῖσα διὰ τῆς πλειονότητος τῶν [[ψήφων]]· [[μάλιστα]] ἐν Ἀθήναις, [[πρότασις]] ἐπικυρωθεῖσα καὶ νομιμοποιηθεῖσα ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας, [[θέσπισμα]], [[δόγμα]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 601, Ἀριστοφ. Ἀχ. 536, κ. ἀλλ.· μετᾶ γεν. τοῦ προτείναντος, [[πρότασις]] [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 1089, Ἀνδοκ. 4. 38· [[ἀλλά]], τὸ Μεγαρέων ψ., τὸ περὶ αὐτῶν γενόμενον, Θουκ. 1. 140, τοῦτο [[ὅμως]] συνηθέστερον ἐξεφέρετο ἐμπροθέτως μετὰ τῆς [[περί]]· τὸ περὶ Μ. ψ. [[αὐτόθι]] 139, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2.1, 32· [[ὡσαύτως]], τὸ ψ. τὸ διὰ τὰς λαικαστρίας Ἀριστοφ. Ἀχ. 537· ψ. μὴ ἐξεῖναι ... Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 15· ψ. γράφειν, εἰσάγειν πρότασιν πρὸς ἐπικύρωσιν, Λατ. suadere, Ἀριστοφ. Νεφ. 1429, Δημ. 485. 3· ψ. [[ἐπιψηφίζω]] ἐπὶ τῶν προέδρων, θέτω αὐτὸ εἰς ψηφοφορίαν, Αἰσχίν. 39. 16· ψ. [[νικᾶν]], ἐπιτυγχάνειν τῆς ἐπιψηφίσεως [[αὐτοῦ]], Λατ. ferre, ὁ αὐτ. 63. 21· ψ. καθαιρεῖν, καταργεῖν, ἀθετεῖν, Λατ. abrogare, Θουκ. 1. 140· ἐξαλείφειν, ἀφαιρεῖσθαι Ἀνδοκ. 10. 30., 22. 37. - Κυρίως τὸ [[ψήφισμα]] ἀντιτίθεται τὸ μὲν πρὸς τὸ [[προβούλευμα]] ([[ἀπόφασις]] τῆς Βουλῆς), [[ὅπερ]] δὲν ἐγίνετο [[νόμος]] εἰ μὴ ἀφ’ οὗ ἐγίνετο ἀποδεκτὸν διὰ πλειονοψηφίας ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας), τὸ δὲ πρὸς τὸν νόμον (δηλ. θεμελιώδη νόμον τῆς πόλεως), Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 31, πρβλ. Ἠθ. Νικ. 5.10, 7· νόμους καὶ ψηφίσματα Πλάτ. Θεαίτ. 173D· ὁ Δημ. ὁμιλεῖ περὶ νόμων καθ’ οὓς τὰ ψηφίσματα δεῖ γράφεσθαι 485. 3, [[ἔνθα]] [[ὅμως]] ἰσχυρίζεται ὅτι τῶν ψ. οὐδ’ [[ὁτιοῦν]] διαφέρουσιν οἱ νόμοι· ἴδε Arnold. εἰς Θουκ. 3. 36, 37, Herm. Pol. Ant. § 68. 8. Tὸ [[προβούλευμα]] εἶχεν ἰσχὺν μόνον ἐπὶ ἓν [[ἔτος]], τὸ δὲ [[ψήφισμα]] ἠδύνατο νὰ ἀθετηθῇ μόνον δι’ ἑτέρου ψηφίσματος, ἐὰν μή τις προσέβαλλεν αὐτὸ ὡς [[ἐναντίον]] τῶν κειμένων νόμων καὶ ἐνῆγε τὸν προτείναντα ὡς παρανόμως πράξαντα (παρανόμων γράφεσθαι). - Ἀλλ’ αἱ διακρίσεις αὗται δὲν ἐτηροῦντο [[πάντοτε]], ἴδε Schömann. de Comit. σ. 248 κἑξ. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ἀπόφασις]], [[νόμος]], θεῶν ψ. παλαιὸν Ἐμπεδ. 1, πρβλ. Ἀριστ. Σφ. 378, Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 4.
|lstext='''ψήφισμα''': τό, πρότασίς τις ἐπικυρωθεῖσα διὰ τῆς πλειονότητος τῶν [[ψήφων]]· [[μάλιστα]] ἐν Ἀθήναις, [[πρότασις]] ἐπικυρωθεῖσα καὶ νομιμοποιηθεῖσα ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας, [[θέσπισμα]], [[δόγμα]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 601, Ἀριστοφ. Ἀχ. 536, κ. ἀλλ.· μετᾶ γεν. τοῦ προτείναντος, [[πρότασις]] [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 1089, Ἀνδοκ. 4. 38· [[ἀλλά]], τὸ Μεγαρέων ψ., τὸ περὶ αὐτῶν γενόμενον, Θουκ. 1. 140, τοῦτο [[ὅμως]] συνηθέστερον ἐξεφέρετο ἐμπροθέτως μετὰ τῆς [[περί]]· τὸ περὶ Μ. ψ. [[αὐτόθι]] 139, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2.1, 32· [[ὡσαύτως]], τὸ ψ. τὸ διὰ τὰς λαικαστρίας Ἀριστοφ. Ἀχ. 537· ψ. μὴ ἐξεῖναι ... Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 15· ψ. γράφειν, εἰσάγειν πρότασιν πρὸς ἐπικύρωσιν, Λατ. suadere, Ἀριστοφ. Νεφ. 1429, Δημ. 485. 3· ψ. [[ἐπιψηφίζω]] ἐπὶ τῶν προέδρων, θέτω αὐτὸ εἰς ψηφοφορίαν, Αἰσχίν. 39. 16· ψ. [[νικᾶν]], ἐπιτυγχάνειν τῆς ἐπιψηφίσεως [[αὐτοῦ]], Λατ. ferre, ὁ αὐτ. 63. 21· ψ. καθαιρεῖν, καταργεῖν, ἀθετεῖν, Λατ. abrogare, Θουκ. 1. 140· ἐξαλείφειν, ἀφαιρεῖσθαι Ἀνδοκ. 10. 30., 22. 37. - Κυρίως τὸ [[ψήφισμα]] ἀντιτίθεται τὸ μὲν πρὸς τὸ [[προβούλευμα]] ([[ἀπόφασις]] τῆς Βουλῆς), [[ὅπερ]] δὲν ἐγίνετο [[νόμος]] εἰ μὴ ἀφ’ οὗ ἐγίνετο ἀποδεκτὸν διὰ πλειονοψηφίας ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας), τὸ δὲ πρὸς τὸν νόμον (δηλ. θεμελιώδη νόμον τῆς πόλεως), Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 31, πρβλ. Ἠθ. Νικ. 5.10, 7· νόμους καὶ ψηφίσματα Πλάτ. Θεαίτ. 173D· ὁ Δημ. ὁμιλεῖ περὶ νόμων καθ’ οὓς τὰ ψηφίσματα δεῖ γράφεσθαι 485. 3, [[ἔνθα]] [[ὅμως]] ἰσχυρίζεται ὅτι τῶν ψ. οὐδ’ [[ὁτιοῦν]] διαφέρουσιν οἱ νόμοι· ἴδε Arnold. εἰς Θουκ. 3. 36, 37, Herm. Pol. Ant. § 68. 8. Tὸ [[προβούλευμα]] εἶχεν ἰσχὺν μόνον ἐπὶ ἓν [[ἔτος]], τὸ δὲ [[ψήφισμα]] ἠδύνατο νὰ ἀθετηθῇ μόνον δι’ ἑτέρου ψηφίσματος, ἐὰν μή τις προσέβαλλεν αὐτὸ ὡς [[ἐναντίον]] τῶν κειμένων νόμων καὶ ἐνῆγε τὸν προτείναντα ὡς παρανόμως πράξαντα (παρανόμων γράφεσθαι). - Ἀλλ’ αἱ διακρίσεις αὗται δὲν ἐτηροῦντο [[πάντοτε]], ἴδε Schömann. de Comit. σ. 248 κἑξ. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ἀπόφασις]], [[νόμος]], θεῶν ψ. παλαιὸν Ἐμπεδ. 1, πρβλ. Ἀριστ. Σφ. 378, Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 4.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> décret <i>litt.</i> la décision votée au moyen de cailloux, <i>particul.</i> décret de l'assemblée du peuple;<br /><b>2</b> décision <i>en gén.</i> : [[θεῶν]] AR arrêts des dieux.<br />'''Étymologie:''' [[ψηφίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml