εἰρήνη: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />paix : ἐπ’ εἰρήνης IL en paix ; εἰρήνην ποιεῖσθαι ESCHN, διαπράττεσθαι XÉN conclure la paix ; εἰρήνην ἔχειν XÉN être en paix ; <i>au sens mor.</i> paix, calme de l'âme, de l'esprit.<br />'''Étymologie:''' DELG prob. emprunt préhell.
|btext=ης (ἡ) :<br />paix : ἐπ’ εἰρήνης IL en paix ; εἰρήνην ποιεῖσθαι ESCHN, διαπράττεσθαι XÉN conclure la paix ; εἰρήνην ἔχειν XÉN être en paix ; <i>au sens mor.</i> paix, calme de l'âme, de l'esprit.<br />'''Étymologie:''' DELG prob. emprunt préhell.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰρήνη:''' поэт. [[εἰρήνα]], дор. [[εἰράνα]] (ρᾱ) ἡ мир, мирная жизнь (περὶ πολέμου καὶ εἰρήνης συμβουλεύειν Arst.): εἰρήνην ἔχειν Xen., Plut. вести мирную жизнь; εἰρήνην ἄγειν πρός τινα Xen., Plat. жить в мире с кем-л.; ἐπ᾽ εἰρήνης Hom. в мирное время; ἐν εἰρήνῃ Plat. мирно, спокойно; εἰρήνην ποιεῖν τινι [[καί]] τινι Xen. мирить кого-л. с кем-л.; εἰρήνην διαπράττεσθαι Xen., ποιεῖσθαι Aeschin., κατεργάζεσθαι или πράττειν Dem. заключать мир.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 34: Line 37:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰρήνη:''' ἡ, [[ειρήνη]], [[περίοδος]], [[καιρός]] ειρήνης, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἐπ' εἰρήνης</i>, σε καιρό ειρήνης, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>εἰρ. γίγνεται</i>, γίνεται [[ειρήνη]], σε Ηρόδ.· <i>εἰρήνην ποιεῖν</i> ή <i>ποιεῖσθαι</i>, κάνω [[ειρήνη]]· <i>εἰρ. ἄγειν</i>, [[διατηρώ]], [[προστατεύω]] την [[ειρήνη]], σε Αριστοφ.· <i>λύειν</i>, την [[σπάζω]], την [[παραβιάζω]], σε Δημ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''εἰρήνη:''' ἡ, [[ειρήνη]], [[περίοδος]], [[καιρός]] ειρήνης, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἐπ' εἰρήνης</i>, σε καιρό ειρήνης, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>εἰρ. γίγνεται</i>, γίνεται [[ειρήνη]], σε Ηρόδ.· <i>εἰρήνην ποιεῖν</i> ή <i>ποιεῖσθαι</i>, κάνω [[ειρήνη]]· <i>εἰρ. ἄγειν</i>, [[διατηρώ]], [[προστατεύω]] την [[ειρήνη]], σε Αριστοφ.· <i>λύειν</i>, την [[σπάζω]], την [[παραβιάζω]], σε Δημ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''εἰρήνη:''' поэт. [[εἰρήνα]], дор. [[εἰράνα]] (ρᾱ) ἡ мир, мирная жизнь (περὶ πολέμου καὶ εἰρήνης συμβουλεύειν Arst.): εἰρήνην ἔχειν Xen., Plut. вести мирную жизнь; εἰρήνην ἄγειν πρός τινα Xen., Plat. жить в мире с кем-л.; ἐπ᾽ εἰρήνης Hom. в мирное время; ἐν εἰρήνῃ Plat. мирно, спокойно; εἰρήνην ποιεῖν τινι [[καί]] τινι Xen. мирить кого-л. с кем-л.; εἰρήνην διαπράττεσθαι Xen., ποιεῖσθαι Aeschin., κατεργάζεσθαι или πράττειν Dem. заключать мир.
}}
}}
{{etym
{{etym