εἰρήνη

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰρήνη Medium diacritics: εἰρήνη Low diacritics: ειρήνη Capitals: ΕΙΡΗΝΗ
Transliteration A: eirḗnē Transliteration B: eirēnē Transliteration C: eirini Beta Code: ei)rh/nh

English (LSJ)

(v. infr.), ἡ,
A peace, Od.24.486, etc.; ἐπ' εἰρήνης = in time of peace, Il.2.797; ἔθηκε πᾶσιν εἰ. φίλοις A.Pers.769; εἰρήνη τἀκεῖθεν τέκνοις on that side they have peace, have naught to fear, E.Med.1004; εἰρήνη γίγνεται peace is made, Hdt.1.74: hence later, a peace, treaty of peace, ἡ βασιλέως εἰρήνη IG22.103.24, etc.; εἰρήνην ποιεῖν Ἀρμενίοις καὶ Χαλδαίοις make peace between... X.Cyr.3.2.12; εἰρήνην ποιεῖσθαι And.3.8, Aeschin. 2.77; εἰρήνην κατεργάζεσθαι, εἰρήνην πράττειν, And.3.8,17; διαπράξασθαι X.HG 6.3.4; εἰρήνης δεῖσθαι ib.2.2.13; εἰρήνην δέχεσθαι to accept peace, ib. 22; λαβεῖν And.3.7; εἰρήνην ἄγειν = keep peace, be at peace, Ar.Av.386, etc.; πρὸς ἀλλήλους Pl.R. 465b; εἰρήνην ἄγειν (v.l. εἰρήνην ἔχειν) enjoy peace, X.An.2.6.6; λύειν break peace, D.18.71; πολλὴ εἰρήνη τινὸς γίγνεται profound peace, Pl. R.329c; ἐν εἰρήνῃ λέγειν, τὸν βίον διάγειν, Id.Smp.189b, R.372d; πόλεμον εἰρήνης χάριν [αἱρεῖσθαι] Arist.Pol.1333a35; εἰρήνης ἄρξας, = εἰρηναρχήσας, IGRom.3.784, cf. 452.
II the goddess of peace, daughter of Zeus and Themis, Hes.Th.902, cf. Pi.O.13.7, B.Fr.3.1, IG3.170, Plu.Cim.13, etc.
III Pythagorean name for three, Theol.Ar. 16; for six, ib.37.
IV Hebraism in LXX, ἐρωτῆσαί τινα εἰς εἰρήνην greet a person, inquire after their health, Jd.18.15, 1 Ki.17.22; ἐρ. τινὰ τὰ εἰς εἰρήνην. ib.10.4; so ἐπερωτᾶν εἰς εἰρήνην τοῦ πολέμου 2 Ki.11.7; in salutations, εἰ. σοι; 4 Ki.4.26, cf. Ev.Luc.24.36, al.; εἰ. ἡ εἴσοδός σου 3 Ki.2.13. (ϝειράνα IG5(1).1509 (Sparta, iv B. C., dub.); ἰράνα ib.4.917 (Epid.), 12(3).29.12 (Telos); cf. Boeot. πολέμω καἰράνας ib.7.2407, but Cret. πολέμω χ[ἰ]ρήνας GDI5018.5; εἰρήνα Pi.l.c., B.l.c., SIG241.80 (Delph., iv B. C.), later εἰράνα IG5(1).935.14 (ii B. C.).)

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Alolema(s): εἰρήνα B.Fr.4.61, CID 2.31.71 (IV a.C.), ICr.1.8.9.18 (Cnoso II a.C.); ϝειρήνα Lyr.Adesp.127; εἰράνα Tim.15.240, IEpir.App.3.6 (Dodona IV a.C.), IG 42.49.12 (Epidauro IV/III a.C.), Eccelus 78.3, IO 39.24 (III/II a.C.); ἰράνα IG 42.47.6 (Epidauro IV a.C.), SEG 34.355.9 (Leuctra IV a.C.), IG 5(2).510.2 (Tisoa III/II a.C.), FD 1.315.4 (IV a.C.); ἰρήνα Alcm.1.91, Schwyzer 278 (V a.C.); ἰρείνα IG 9(2).513.5 (Larisa III a.C.); hιρε̄́να SEG 23.415 (Feras V a.C.); hιράνα SEG 26.461.2 (Esparta V a.C.); ἱρήνα ICr.4.184a.7, 186B.5 (ambas Gortina II a.C.)
• Morfología: [dud., quizá dat. c. decl. atem. ἴρɛ̄νι IPamph.3.7 (IV a.C.)]
I 1 paz, estado de paz
a) como estado duradero, frec. op. πόλεμοςguerra’ entre pueblos, ciu., estados o gener. ἐπ' εἰρήνης = en tiempo de paz, Il.2.797, πολέμου κρεῖσσον εἰ. βροτοῖς E.Supp.488, cf. Hdt.1.87, ὁ θεὸς ἡμέρη εὐφρόνη ... πόλεμος εἰ. Heraclit.B 67, χάριν εἰρήνης τὰ πολέμου νομοθετεῖν Pl.Lg.628d, διῄρηται δὲ καὶ πᾶςβίος εἰς ἀσχολίαν καὶ εἰς σχολὴν καὶ πόλεμον καὶ εἰρήνην Arist.Pol.1333a32, cf. 35, ἐν εἰρήνῃ γεωργεῖν, ἐν πολέμῳ δὲ λοχίζεσθαι Agatharch.Fr.Hist.17, cf. Aen.Tact.3.4, εἰ. ἡσυχία ἐπ' ἔχθρας πολεμικάς Pl.Def.413a
frec. en inscr., esp. en tratados εἰρήναν εἶμεν καὶ φιλίαν ποτ' ἀλλάλους IG 92.3.3 (Termo III a.C.), cf. SEG 26.461.2 (Esparta V a.C.), εἶναι εἰς ... εἰς ἅπαντα τὸν χρόνον εἰρήνην καὶ φιλίαν Μάγνησι καὶ Μιλησίοις Milet 1(3).148.28 (II a.C.), εἰρήναν ἄγειν ποτ' αὐτούς ICr.1.8.9.18 (Cnoso II a.C.), cf. Plb.4.52.5, I.AI 8.396, ἀτέλειαν εἶμεν πάντων καὶ ἀσυλίαν καὶ ἐν ἰράνᾳ καὶ ἐν πολέμῳ IG 42.47.6 (Epidauro IV a.C.), cf. SEG 30.360.14 (Argos, heleníst.), δεδόσθαι δὲ αὀτῷ ... ἔσπλουν καὶ ἔκπλουν καὶ πολέμο καὶ εἰρήνης SEG 31.969.13 (Eritras IV a.C.), εἶμεν αὐτōι ... ἀσυλίαν κὴ πολέμω κὴ ἰράνας ἰώσας SEG 34.355.9 (Leuctra IV a.C.), ἦμεν δὲ αὐτοῖς εἴσπλουν καὶ ἔκπλουν εἰς Τῆλον ἀσυλὶ καὶ ἀσπονδὶ καὶ ἐμ πολέμῳ καὶ ἐν ἰράνᾳ IG 12(3).29.12 (Telos III a.C.), cf. SEG 30.990.17 (Delos IV/III a.C.), IO l.c., προστὰς τῶν κοινῶν καὶ ἐν εἰρήνᾳ καὶ ἐν πολέμῳ IKnidos 51.3 (I a.C.);
b) como garantía de estabilidad política εἰ. θάλλουσα εὐνομίᾳ Tim.15.240, τὰς μὲν πόλεις ... εἰς εἰρήνην καὶ τὴν ἀρχαίαν εὐδαιμονίαν καταστῆσαι IIl.32.6 (III a.C.), τὰν δαμοκρατίαν καὶ τὰν εἰράναν ἐν τοῖς Ἀντιοχεῦσιν διαφυλάσσει FD 4.163.21 (III/II a.C.), τήν τε χώραν ἐν εἰρήνῃ διατετήρηκεν προπολεμῶν ὑπὲρ αὐτῆς πρὸς πολλὰ ἔθνη OGI 56.12 (Tanis III a.C.), cf. Anadolu 9.1965.38.50 (Teos III/II a.C.), IIasos 4.43 (II a.C.);
c) como garantía de prosperidad (cf. tb. Εἰρήνη I 1): πλοῦτος δὲ καὶ εἰ. ἅλις ἔστω Od.24.486, εἰ. κουροτρόφος Hes.Op.228, τίκτει δέ τε θνατοῖσιν εἰ. μεγαλάνορα πλοῦτον B.l.c., cf. Thgn.885, πολλῇ δὲ καὶ ἀγλαοκάρπῳ εἰρήνῃ πλούτῳ τε ἔβρυε Θεσσαλία CEG 795.17 (Delfos IV a.C.), cf. IG 22.4786 (II d.C.), Ἀχιλλεῖ Ποντάρχῃ ... ὑπὲρ εἰρήνης καὶ πολυκαρπίας ... τῆς πόλεως IPE 12.130.11 (Olbia), cf. IM 98.29 (II a.C.), Δηώ, ... πλουτοδότειρα θεά, ... εἰρήνῃ χαίρουσα Orph.H.40.4, cf. 14.13, Call.Cer.137, εἰρήνης ... περικαλλέα ἔργα Q.S.5.44;
d) en el ámbito social, ref. a la concordia y bienestar cívico, esp. dispensados por magistrados, etc., op. στάσις Pl.Lg.628b, αἰτιώτατος τῆς καθ' ἡμᾶς εἰρήνης καὶ ὁμονοίας ἐγένετο TAM 3(1).7.15 (Termeso I a.C.), εἰς τὰν μεγίσταν εἰρήναν τὰ πράγματα κατέστασε SEG 28.1540.10 (Berenice I a.C.), ἀφ' οὗ ἁ εἰρήνα καὶ εὐετηρία ἐγένετο Lindos 347.4 (I a.C.), ἐπὶ τούτων ἦν ὑγεῖα, εἰ. SEG 40.693.4 (Tenos II/III d.C.), cf. IG 12(5).906 (Tenos), μετὰ πάσης εἰρήνης καὶ εὐσεβείας τὴν ἀρχὴν ἐκτελέσαντα OGI 565.15 (Enoanda, imper.), cf. TAM 2.905.2E.8 (Rodiápolis II d.C.), εἰρήνην μεγάλην ὁ Καῖσαρ ἡμῖν δοκεῖ παρέχειν Arr.Epict.3.13.9, cf. 22.55, Act.Ap.24.2, ἡ τοῦ Σεβαστοῦ εἰ. SIG 799.1.8 (Cízico I d.C.), cf. Gerasa 45 (I d.C.), τῆς εἰρήνης πανταχοῦ πρυτανευομένης διὰ τὸν φόβον τῆς ἐξουσίας τοῦ ... ἄρχοντος PLugd.Bat.13.8.5 (V d.C.), cf. PHeid.inv.G 73.4 (II d.C.) en Akt.XXI Pap.Kongr.p.769, PGoodsp.Cair.15.4 (IV d.C.);
e) en giros poét. y perífrasis para designar al irenarco εἰρήνης ἄρξας IEryth.228.4 (imper.), TAM 3(1).908.2 (Termeso, imper.), φύλαξ τῆς εἰρήνης Aristid.Or.50.72, ref. a otros magistrados: ὁ τῆς εἰρήνης τῆς ἐν Κιλικίᾳ προεστώς X.Eph.2.13.3, cf. 3.9.5, παραφύλαξ τῆς εἰρήνης IEphesos 1034.8 (II d.C.), προστάτης εἰρήνης ref. a un procurador imperial TAM 3(1).88.7 (Termeso, imper.), cf. ISmyrna 772.9 (II d.C.?);
f) en Egipto dentro del n. de diversos funcionarios de policía: de la κώμη, como liturgia munic. ὁ ἐπὶ τῆς εἰρήνης PBodl.19.7 (II d.C.), cf. PAchm.7.104 (II d.C.), οἱ ἐπὶ τῆς εἰρήνης POxy.2730.9 (IV d.C.), SB 9421.2 (III d.C.), δεκαδάρχης διακείμενος ἐπὶ τῆς εἰρήνης SB 10270.13 (III d.C.), ἐπιστάτης εἰρήνης κώμης POxy.64.2 (III/IV d.C.), cf. 1507.2 (III d.C.), en plu. ἐπιστάται εἰρήνης κώμης Μερμέθων POxy.3035.2 (III d.C.), cf. SB 11108.2 (III/IV d.C.)
del nomo δεκάδαρχος ἐπὶ εἰρήνης Ἡρακλεοπολ(ίτου) PSI 184.1, 222.1 (ambos III d.C.), cf. PCair.Isidor.130.1 (IV d.C.), ἐπόπτης εἰρήνης Ὀξυρυγχίτου POxy.991, 1559 (ambos IV d.C.).
2 paz, acuerdo de paz
a) gener. como acuerdo o tratado de paz resultado de una negociación, gener. def. como acuerdo en pie de igualdad, op. σπονδαίtratado’ impuesto por el vencedor, And.3.11, ἔθηκε πᾶσιν εἰρήνην φίλοις A.Pers.769, μᾶλλον τι ἔσπευσαν καὶ ἀμφότεροι εἰρήνην ἑωυτοῖσι γενέσθαι Hdt.1.74, ἔδοξε τοῖς Ἰτανίοις καὶ τοῖς Πραισίοις θέσθαι εἰρήναν ICr.3.4.9.62 (Itano II a.C.), cf. 3.3.3B.9 (Hierapitna II a.C.), ἐπεὶ ἁ εἰρήνα ἐγένετο = una vez concluida la paz, CID l.c., ἴστε οὖν συντετελεσμένας τὰς διαλύσεις καὶ τὴν εἰρήνην γεγενημένην OGI 5.52 (Escépsis IV a.C.), ἡ γενομένη εἰ. τοῖς Ἕλλησι πρὸς Ἀρταξέρξην D.S.14.117, cf. Plu.Art.21, ἐμμενεῖν ἐν τῇ εἰρήνῃ ἣν κατέπεμψε βασιλεύς X.HG 5.1.35, cf. 36, τὴν εἰρήνην ... ἣν Ἀθηναῖοι οὐκ ἐδέξαντο Philoch.149a, cf. X.HG 2.2.22, πρὸς οὓς εἰ. μέν ἐστιν ἔγγραπτος Ῥωμαίοις = (pueblos) con los cuales los romanos tienen un tratado de paz por escrito Plb.3.24.6, εἰρήνην βουλόμενος ποιῆσαι Ἀρμενίοις καὶ Χαλδαίοις = queriendo (Ciro) establecer la paz entre armenios y caldeos X.Cyr.3.2.12, cf. Plb.4.15.9, ἐποίησα εἰρήνην μετ' αὐτῶν (τῶν Βλεμύων) OGI 201.7 (Talmis V d.C.), cf. IPh.181.3 (III d.C.), τὴν εἰρήνην ἐποιησάμεθα, ἣν ἡμῖν Νικίας ... κατηργάσατο And.3.8, cf. X.HG 6.3.5, Aeschin.2.77, πόλεμον δὲ καὶ εἰρήνην μὴ ἐξεῖναι Κορκυραίοις ποιήσασθαι ἄνευ Ἀθηναίων IG 22.97.11 (IV a.C.), τῇ βασιλέως εἰρήνῃ, ἣν ἐποήσαντο Ἀθηναῖοι καὶ Λακεδαιμόνιοι IG 22.103.24 (IV a.C.), πρὸς ... Κάσανδρον εἰρήνην ἐποιήσατο D.S.20.37, διεπραξάμην καὶ ὑμῖν καὶ ἡμῖν εἰρήνην X.HG 6.3.4, εἰρήνης δεῖσθαι X.HG 2.2.13, λύειν τὴν εἰρήνην = violar la paz D.18.71, ἕως ἡ εἰ. συνετελέσθη SEG 28.60.40 (Atenas III a.C.), cf. Plb.4.3.8, εἰρήνην συνθέσθαι πρὸς τοὺς Ἕλληνας D.S.12.4, τὴν εἰρήνην Ἀθηναῖοι τε καὶ Λακεδαιμόνιοι ... ὤμοσαν D.H.Lys.12.5, πρεσβείαν ἀποστείλας ἐρωτᾷ τὰ πρὸς εἰρήνην Eu.Luc.14.32, ἐς τὸν Σκιπίωνα περὶ εἰρήνης ἐπρεσβεύοντο App.Pun.31, δίδομεν ὑμῖν τὴν εἰρήνην App.Pun.54, εἰρήνην σπένδεσθαι Polyaen.4.6.20;
b) κοινὴ εἰρήνη paz común, paz general como ideal panhelénico de la diplomacia griega en el s. IV a.C. SIG 182.2, 5 (Argos IV a.C.), And.3.17, D.17.2, D.S.15.76, 16.60, Plu.Phoc.16.
3 paz interior, tranquilidad de espíritu ἐξ Ἁγησιχόρας δὲ νεάνιδες ἰρήνας ἐρατᾶς ἐπέβαν Alcm.l.c., ἐν εἰρήνῃ λέγειν = hablar con tranquilidad Pl.Smp.189b, οὕτω διάγοντες τὸν βίον ἐν εἰρήνῃ μετὰ ὑγιείας Pl.R.372d, cf. Luc.Tox.36, τῶν γε τοιούτων ἐν τῷ γήρᾳ πολλὴ εἰ. γίγνεται καὶ ἐλευθερία Pl.R.329c, τᾶς ὅλας ψυχᾶς Eccelus l.c., γαλήνη καὶ εἰ. βίου Ph.2.427, cf. 1.689, πάντα εἰρήνης μεστά, πάντα ἀταραξίας Arr.Epict.3.13.13
entre ciertas especies animales οὐ μὴν ἄρχονται μάχης (οἱ κύκνοι), ἀλλὰ τὴν εἰρήνην στέργουσι D.P.Au.2.20.
II jud.-crist.
1 paz como seguridad, tranquilidad, bienestar εἰ. καὶ ἡσυχία de un territorio, LXX 1Pa.4.40, ἡσυχάζοντες ἐν ἡσυχίᾳ καὶ οἰκοῦντες ἐπ' εἰρήνης LXX Ez.38.11, ἦσαν γεωργοῦντες τὴν γῆν αὐτῶν μετ' εἰρήνης LXX 1Ma.14.8, εἰς εἰρήνην Ιωαβ καὶ εἰς εἰρήνην τοῦ λαοῦ καὶ εἰς εἰρήνην τοῦ πολέμου = por la salud de Joab, por el estado de la hueste y por la marcha de la guerra LXX 2Re.11.7, ἐν εἰρήνῃ ἐστὶν τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ = cuanto posee se encuentra a salvo, Eu.Luc.11.21, ἐξ ἀλληλενγύης τῇ εἰρήνῃ τοῦ αὐτοῦ Ἀμουλοῦ = como garantía mutua para seguridad del mismo Amulo, SB 7667.4 (IV d.C.).
2 c. valor relig. paz como don de Dios y promesa de salvación κύριε ὁ θεὸς ἡμῶν, εἰρήνην δὸς ἡμῖν LXX Is.26.12, cf. Nu.6.26, 1Ep.Clem.60.4, τῇ ὁδῷ τοῦ θεοῦ εἰ ἐπορεύθης, κατῴκεις ἂν ἐν εἰρήνῃ τὸν αἰῶνα LXX Ba.3.13, εἰ. πολλὴ τοῖς ἀγαπῶσιν τὸν νόμον σου LXX Ps.118.165, ὁδὸς εἰρήνης = la senda de la paz, Eu.Luc.1.79, δόξα ἐν ὑψίστοις θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰ. ἐν ἀνθρώποις εὐδοκίας = gloria a Dios en las alturas y paz en la tierra a los hombres de su agrado, Eu.Luc.2.14, εὐαγγελίζεσθαι εἰρήνην = anunciar la buena nueva de la paz, Act.Ap.10.36, cf. Ep.Eph.6.15, ὁ θεὸς τῆς εἰρήνης Ep.Rom.15.33, 2Ep.Thess.3.16, PLond.1923.22 (IV d.C.), ἡ ὄντως εἰ. παρὰ τοῦ Θεοῦ Chrys.M.61.14
c. valor de bendición o concordia fraterna, frec. en saludos o despedidas πορεύεσθε εἰς εἰρήνην = marchad en paz LXX Id.18.6, cf. Act.Ap.16.36, Eu.Luc.8.48, ὕπαγε εἰς εἰρήνην καὶ ἴσθι ὑγιὴς ἀπὸ τῆς μάστιγός σου = vete en paz y queda sana de tu achaque, Eu.Marc.5.34, εἰ. ἡ εἴσοδός σου; = ¿es en son de paz tu venida? LXX 3Re.2.13, cf. SEG 37.1515 (Palestina V d.C.), εἰ. σοι LXX Id.6.23, εἰ. ὑμῖν = la paz sea con vosotros, Eu.Luc.24.36, χάρις ὑμῖν καὶ εἰ. ἀπὸ θεοῦ = gracias a vosotros y paz de parte de dios, Ep.Rom.1.7, ἀπελύθησαν μετ' εἰρήνης ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν = se despidieron en paz de los hermanos, Act.Ap.15.33, πολλά σε ἀσπάζεται ... ἐν εἰρήνῃ POxy.2156.23 (IV/V d.C.)
otorgada por Cristo ἡ εἰ. τοῦ Χριστοῦ βραβευέτω ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν = que la paz de Cristo reine en vuestros corazones, Ep.Col.3.15, cf. A.Xanthipp.28, Ath.Al.Inc.52, IG 10(2).2.152.3 (V/VI d.C.)
como signo distintivo adoptado por los cristianos ἀγάπης τέκνα καὶ εἰρήνης Ep.Barn.21.9, cf. Basil.M.29.305B, οἱ τῆς εἰρήνης παῖδες de los fieles maniqueos, Manes 67.4
originada en o rel. c. otras virtudes crist. ἐὰν γὰρ σπουδάσωμεν ἀγαθοποιεῖν, διώξεται ἡμᾶς εἰ. 2Ep.Clem.10.2, τί ἄλλο (ἐστιν ἡ εἰ. ἢ ἀγαπητική τις πρὸς τὸ ὁμόφυλον συνδιάθεσις Gr.Nyss.Beat.154.8, cf. Chrys.M.62.174, οὐκ ἔνι εἰρήνην εἶναι, μὴ πρότερον ἀρετῆς κατορθωθείσης Chrys.M.62.73, εἰ. γεώργιόν ἐστιν ἀληθείας, καὶ ἀμπελὼν δικαιοσύνης, καὶ ποταμὸς εὐσεβείας Seuerian.Pac.6 (p.22.29)
ref. a la comunidad crist. ἡ μὲν οὖν ἐκκλησία καθ' ὅλης τῆς Ἰουδαίας ... εἶχεν εἰρήνην Act.Ap.9.31, εἰ. δὲ γαληνός ἐστιν ἡ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία Const.App.2.20.10, χείμαρρον ἀπωλείας κατὰ τῆς ἐκκλησιαστικῆς εἰρήνης εἰργάσαντο op. a la herejía y el cisma, Pall.V.Chrys.4.98, cf. Ath.Al.H.Ar.36.2, ὁμολογῶ γὰρ ὑμῖν τὰ γενόμενα οὐκ εἰρήνης, ἀλλὰ σχίσματος προφάσεις εἰσίν Ath.Al.Apol.Sec.32.4
en la liturgia ἡ εἰ. τοῦ Θεοῦ εἴη μετὰ πάντων ὑμῶν Const.App.8.13.1, ἀπολύεσθε ἐν εἰρήνῃ = podéis ir en paz, Const.App.8.15.10, del ósculo de la paz μετὰ τὸ τοὺς πρεσβυτέρους δοῦναι τῷ ἐπισκόπῳ τὴν εἰρήνην, τότε τοὺς λαϊκοὺς τὴν εἰρήνην διδόναι CLaod.(343-381) Can.19, πῶς δίδως εἰρήνην, πολέμου γέμοντι στόματι; Chrys.M.60.608, ref. al beso dado antes de la ordenación δοὺς εἰρήνην χειροτονεῖ αὐτὸν διάκονον Dial.Tim.et Aquil.138ue.
en cartas crist. τῆς εἰρήνης γράμματα Ath.Al.H.Ar.25.5, τὴν θυγατέραν ἡμῶν Γερμανίαν, ἐπικουρίας δεομένην, παραγινομένην πρὸς ὑμᾶς προσδέξασθε ἐν εἰρήνῃ POxy.3857.9 (IV d.C.), cf. PAlex.29.8 (III/IV d.C.), POxy.2785.6 (IV d.C.), αὐτὸν συνάγεσθαι ἐν εἰρήνῃ PSarischouli 11.8 (IV d.C.), cf. POxy.1162.9 (IV d.C.)
en fórmulas funerar. crist.: εἰ. αὐτῷ = la paz con él, IPorto 74 (crist.), ἐν εἰρήνῃ ἡ ψυχή σου TAM 4(1).357 (Nicomedia, crist.), cf. IGChOcc.576 (Roma), ἦλθε ἐν εἰρήνῃ SEG 33.764 (Italia IV d.C.), ἐν εἰρήνῃ ἐπαύσατο SEG 33.491 (Salona V d.C.), judías: ἐνθάδε κεῖται Μαρτίνα· ἐν εἰρήνῃ ἡ κοίμησις αὐτῆς IPorto 87 (imper.), cf. JIWEur.2.3 (Roma III/IV d.C.), 1.95 (Venosa IV/V d.C.), en un epitafio montanista ἐνθάδε κατάκειται Φράνκι<ος> χρηστιανὸς πνευματικὸς ... εἰ. σοι SEG 15.627 (Clusium IV d.C.).
III otro n. del número tres Theol.Ar.16
del número seis Theol.Ar.37.
• Etimología: Quizá prést. para un concepto no familiar a los ide. (cf. la falta de correspondencia entre alem. Friede, lat. pax, rus. mir, etc.

German (Pape)

[Seite 735] ἡ (εἴρω), dor. εἰράνα, böot. ἰράνα, der Friede, die Friedenszeit, Hom. u. Folgde überall; ἐπ' εἰρήνης Il. 2, 797; εἰρήνην ποιεῖν Ἀρμενίοις καὶ Χαλδαίοις, Frieden stiften zwischen den Armeniern u. Chaldäern, Xen. Cyr. 3, 2, 12; εἰρήνην ποιεῖσθαι, (für sich) Frieden machen, Aesch. 2, 77; εἰρήνης γενομένης, als Friede geworden, Plat. u. A.; auch πράττειν, κατεργάζεσθαι, zu Stande bringen, Dem.; διαπράττεσθαι, Xen. Hell. 2, 2, 13; εἰρήνην ἄγειν, Frieden halten, πρὸς ἀλλήλους Plat. Polit. 307 e; Rep. V, 465 b; τινί, Ar. Av. 386; εἰρήνην ἔχειν, Xen. An. 2, 6, 6; von σπονδαί unterschieden, Andoc. 3, 11; πολλὴ εἰρήνη, tiefer Frieden, Xen. Übertr., Ruhe, τῶν τοιούτων ἐν γήρᾳ πολλὴ εἰρήνη γίγνεται καὶ ἐλευθερία Plat. Rep. I, 329 c; ἐν εἰρήνῃ λέγειν, ruhig sagen, Conv. 189 b. – Personificirt, die Friedensgöttinn, Tochter des Zeus u. der Themis, Hes. Th. 902. S. nom. propr.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
paix : ἐπ' εἰρήνης IL en paix ; εἰρήνην ποιεῖσθαι ESCHN, διαπράττεσθαι XÉN conclure la paix ; εἰρήνην ἔχειν XÉN être en paix ; au sens mor. paix, calme de l'âme, de l'esprit.
Étymologie: DELG prob. emprunt préhell.

Russian (Dvoretsky)

εἰρήνη: поэт. εἰρήνα, дор. εἰράνα (ρᾱ) ἡ мир, мирная жизнь (περὶ πολέμου καὶ εἰρήνης συμβουλεύειν Arst.): εἰρήνην ἔχειν Xen., Plut. вести мирную жизнь; εἰρήνην ἄγειν πρός τινα Xen., Plat. жить в мире с кем-л.; ἐπ᾽ εἰρήνης Hom. в мирное время; ἐν εἰρήνῃ Plat. мирно, спокойно; εἰρήνην ποιεῖν τινι καί τινι Xen. мирить кого-л. с кем-л.; εἰρήνην διαπράττεσθαι Xen., ποιεῖσθαι Aeschin., κατεργάζεσθαι или πράττειν Dem. заключать мир.

Greek (Liddell-Scott)

εἰρήνη: ἡ, ἡ εἰρήνη, καρὸς εἰρήνης, Ὁμ., κλ. (Περὶ τῆς διαφορᾶς αὐτῆς ἀπὸ τῶν σπονδῶν ἴδε Ἀνδοκ. 24. 40)· ἐπ’ εἰρήνης, ἐν καιρῷ εἰρήνης, Ἰλ. Β. 797· ἔθηκε πᾶσιν εἰρήνην φίλοις Αἰσχύλ. Πέρσ. 769· εἰρήνη δὲ τἀκεῖθεν τέκνοις, τὰ ἐξ ἐκείνου τοῦ μέρους ἔχουσιν εἰρηνικῶς τοῖς τέκνοις, ὥστε οὐδὲν πρέπει νὰ φοβῶνται, Ε’θρ. Μήδ. 1004· φράσεις ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ: εἰρήνη γίγνεται Ἡρόδ. 1. 74· εἰρήνην ποιεῖν Ἀρμενίοις καὶ Χαλδαίοις, μεταξὺ Ἀρμ. καὶ Χαλδ., Ξεν. Κύρ. 3. 2, 12· εἰρήνην ποιεῖσθαι Αἰσχίν. 38. 12· εἰρ. κατεργάζεσθαι, πράττειν, Ἀνδοκ. 24. 26, 25. 30· διαπράττεσθαι Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 4· εἰρήνης δεῖσθαι, αὐτόθι 2. 2, 13· εἰρήνην δέχεσθαι, συχνὰ παρὰ Ξεν.· λαβεῖν Ἀνδοκ. 24. 18· εἰρ. ἄγειν, εἶναι, διάγειν ἐν εἰρήνῃ τινὶ πρός τινα μετά τινος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 386· πρός τινα Πλάτ. Πολ. 465Β· εἰρ. ἔχειν, ἀπολαύειν εἰρήνης, Ξεν. Ἀν. 2. 6, 6· λύειν, διαλύειν, Δημ. 248. 21· πολλὴ εἰρήνη, μεγάλη, Πλάτ. Πολ. 329C· ἐν εἰρήνῃ, εἰρηνικῶς, ὁ αὐτ. Συμπ. 189Β, Πολ. 372D· πόλεμον εἰρήνης χάριν αἱρεῖσθαι Ἀριστ. Πολ. 7. 14, 13. ΙΙ. ἡ θεὰ Εἰρήνη, θυγάτηρ τοῦ Διὸς καὶ τῆς Θέμιδος, Ἡσ. Θ. 902· λατρευομένη ἐν Ἀθήναις ἀπὸ τοῦ 449 π. Χρ., Πλούτ. Κίμ. 13. (Εἶναι ἀμφίβολον ἂν παράγεται ἐκ τοῦ εἴρω (sero), συνδέω, συνάπτω, ἢ τοῦ εἴρω, λέγω).

English (Autenrieth)

(εἴρηται): peace; ἐπ· εἰρήνης, ‘in time of peace.’

English (Strong)

probably from a primary verb eiro (to join); peace (literally or figuratively); by implication, prosperity: one, peace, quietness, rest, + set at one again.

English (Thayer)

εἰρήνης, ἡ (apparently from εἴρω, to join; (others from εἴρω equivalent to λέγω; Etym. Magn. 803,41; Vanicek, p. 892; Lob. Path. Proleg., p. 194; Benfey, Wurzellex. ii., p. 7)), the Sept. chiefly for שָׁלום; (from Homer down); peace, i. e.
1. a state of national tranquility; exemption from the rage and havoc of war: πολλή εἰρήνη, τά (WH text omits τά) πρός εἰρήνην, things that look toward peace, as an armistice, conditions for the restoration of peace αἰτεῖσθαι εἰρήνην, ἔχειν εἰρήνην, of the church free from persecutions, peace between individuals, i. e. harmony, concord: Buttmann, 125 (109)); ἐν εἰρήνη, where harmony prevails, in a peaceful mind, ὁδός εἰρήνης, way leading to peace, a course of life promoting harmony, μετ' εἰρήνης, in a mild and friendly spirit, ποιεῖν εἰρήνην, to promote concord, ζητεῖν, διώκειν, μετά πάντων added, τά τῆς εἰρήνης διώκειν, Buttmann, 95 (83); Winer's Grammar, 109 (103 f)). Specifically, good order, opposed to ἀκαταστασία, שָׁלום, security, safety, prosperity, felicity, (because peace and harmony make and keep things safe and prosperous): εἰρήνη καί ἀσφάλεια, opposed to ὄλεθρος, ἐν εἰρήνη ἐστι τά ὑπάρχοντα, αὐτοῦ, his goods are secure from hostile attack, ὕπαγε εἰς εἰρήνην, πορεύου εἰς εἰρήνην לְשָׁלום לֵך depart into a place or state of peace; (cf. Buttmann, 184 (160))); πορεύεσθαι ἐν εἰρήνη, ὑπάγετε ἐν εἰρήνη, go in peace, i. e. may happiness attend you; ἀπολύειν τινα μετ' εἰρήνης, to dismiss one with good wishes, ἐν εἰρήνη, with my wish fulfilled, and therefore happy, ἀπολύω, 2a.); προπέμπειν τινα ἐν εἰρήνη free from danger, safe, לְך שָׁלום (εἰρήνη τῷ οἴκῳ τούτῳ, let peace, blessedness, come to this household, υἱός εἰρήνης, worthy of peace (cf. Winer's Grammar, § 34,3 N. 2; Buttmann, 161 f (141)), ἐλθέτω ἡ εἰρήνη ἐπ' αὐτόν, let the peace which ye wish it come upon it, i. e. be its lot, ἐπαναπαήσεται ἡ εἰρήνη ὑμῶν ἐπ' αὐτόν, ἡ εἰρήνη ὑμῶν πρός ὑμᾶς ἐπιστραφήτω, let your peace return to you, because it could not rest upon it, i. e. let it be just as if ye had not uttered the wish, the Messiah's peace: ὁδός εἰρήνης, the way that leads to peace (salvation), εἰρήνης ἐν οὐρανῷ, peace, salvation, is prepared for us in heaven, εὐαγγελίζεσθαι εἰρήνην, ἐν εἰρήνη namely, ὄντες; is used of those who, assured of salvation, tranquilly await the return of Christ and the transformation of all things which will accompany that event, πληροῦν πάσης ... εἰρήνης ἐν τῷ πιστεύειν, L marginal reading ἐν πιστεύειν εἰρήνη)); ἔχειν ἐν Χριστῷ εἰρήνην (opposed to ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἔχειν), ἔχειν εἰρήνην πρός τόν Θεόν, with God, εἰρήνη πρός τινα, Plato, rep. 5, p. 465b.; cf. Diodorus 21,12; cf. Meyer on Romans, the passage cited; Winer's Grammar, 186 (175); 406 (379))); εὐαγγελίζεσθαι εἰρήνην, R G Tr marginal reading in brackets); τό εὐαγγέλιον τῆς εἰρήνης, εἰρήνην ἀφίημι κτλ., ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, which comes, from Christ, θεοῦ; τοῦ Θεοῦ, Winer's Grammar, 186 (175)). Comprehensively, of every kind of peace (blessing), yet with a predominance apparently of the notion of peace with God, εἰρήνη is used — in the salutations of Christ after his resurrection, εἰρήνη ὑμῖν (לָכֶם שָׁלום, T omits; WH reject the clause); ὁ κύριος τῆς εἰρήνης, the Lord who is the author and promoter of peace, ὁ Θεός τῆς εἰρήνης Herzog iv., p. 596f under the words Friede mit Gott; Weiss, Biblical Theol. d. N.T. § 83b.; (Otto in the Jahrbb. fur deutsch. Theol. for 1867, p. 678ff; cf. Winer's Grammar, 549 (511)).
6. of the blessed state of devout and upright men after death (Romans 2:10.

Greek Monolingual

η (AM εἰρήνη)
1. κατάσταση ηρεμίας και φιλικής σχέσης μεταξύ ατόμων, ομάδων, κρατών («οι τόποι επερνούσαν με ειρήνην», «εν καιρώ ειρήνης»)
2. συμφωνία, συνθήκη για τον τερματισμό του πολέμου («η υπογραφή της ειρήνης μεταξύ δύο κρατών», «ποιήσαντες εἰρήνην μετὰ τῶν ἐν τῷ κάστρῳ», «εἰρήνην ποιεῖν Ἀρμενίοις καὶ Χαλδαίοις»)
3. γαλήνη, ηρεμία (α. «ἔζησε ἐν εἰρήνῃ» β. «ἐν εἰρήνῃ» [[[συνήθως]] επιτάφια επιγραφή]
γ. «εἰρήνη καὶ ἔλεος παρά Θεοῦ»)
μσν.- νεοελλ.
φρ.
1. «ἄγγελος εἰρήνης» — προστάτης άγγελος που παρέχει ψυχική γαλήνη
2. «Θεὸς εἰρήνης» — ο Θεός που διδάσκει τους ανθρώπους να έχουν ειρήνη μεταξύ τους
3. «λόγοι εἰρήνης» — συμφιλιωτικοί λόγοι
4. «εἰς ὁδὸν εἰρήνης» — συνήθης ευχή αποχαιρετισμού εκ μέρους επισκόπου, ηγουμένου, πρωθιερέα κ.λπ. προς κατώτερό του κληρικό ή προς λαϊκό·

Greek Monotonic

εἰρήνη: ἡ, ειρήνη, περίοδος, καιρός ειρήνης, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐπ' εἰρήνης, σε καιρό ειρήνης, σε Ομήρ. Ιλ.· εἰρ. γίγνεται, γίνεται ειρήνη, σε Ηρόδ.· εἰρήνην ποιεῖν ή ποιεῖσθαι, κάνω ειρήνη· εἰρ. ἄγειν, διατηρώ, προστατεύω την ειρήνη, σε Αριστοφ.· λύειν, την σπάζω, την παραβιάζω, σε Δημ. (άγν. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: peace, time of peace (Il.), cf. Trümpy Fachausdrücke 183ff., later peace-treaty, in the LXX also (wish) of blessing as Hebraism (Wackernagel IF 31, 263f. = Kl. Schr. 2, 1240f.); as name of a goddess daughter of Zeus and Themis (Hes.).
Other forms: ἰράνα (Dor., Boeot., Arc. etc.), also ἰρήνα (Gort. IIa: χ[ἱ]ρήνας gen.; asp. sec.), ἰρείνα Thess.), εἰρήνα (Delph. IVa, Pi., B.), εἰράνα (NWGgr. etc.), εἴρηνα (Aeol., gramm.), Εἰρήνα, -άνη (EN, Lycia)
Compounds: As 1. member in εἰρηνο-ποιός (X.) a. o.
Derivatives: εἰρηναῖος peaceful (Hdt.), εἰρηνικός belonging to peace (Att. hell.; after πολεμικός; Chantraine, Études sur le vocab. grec 151); denomin. verb εἰρηνεύω keep peace, live in peace (Pl.) with εἰρήνευσις (Iamb.), εἰρηνέω id. (Arist., after πολεμέω). - On the Lacon. PN Ϝειράνα s. Kretschmer Glotta 7, 332, Bechtel Ἀντίδωρον 155.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The many dialect forms cannot be combined under one form but must be loans with incomplete adaptation (Leumann Hom. Wörter 277 w. n. 27). The original anlaut is perhaps after a hesitating suggestion of Wackernagel IF 25, 327 n. 1 (Kl. Schr. 1023 a. 1) a in Ionic and elsewhere pronounced open ἰρ-, which was in Attic first rendered by ἐ-, later by εἰρ-; the Attic orthography became dominant. The meaning of -ρήνη, -ράνα etc. is uncertain; cf. Schwyzer 189. - No etymology; Pre-Greek origin is very prob. already because of the ending (Ἀθήνη, Μυκήνη etc.); thus e. g. Chantraine Formation 206). - Further see Brugmann and Keil Sächs. Ber. 68: 3, 4 (1916); Kretschmer Glotta 10, 238f.; further Trümpy l.c.

Middle Liddell

εἰρήνη, ἡ,
peace, time of peace, Hom., etc.; ἐπ' εἰρήνης in peace, Il.; εἰρ. γίγνεται peace is made, Hdt.; εἰρήνην ποιεῖν or ποιεῖσθαι to make a peace; εἰρ. ἄγειν to keep peace, Ar.; λύειν to break it, Dem. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

εἰρήνη: (ion. att., seit Il.),
{eirḗnē}
Forms: ἰράνα (dor., böot., ark. usw.), außerdem ἰρήνα (gort. IIa: χ[ἱ]ρήνας Gen.; Hauch sekundär), ἰρείνα thess.), εἰρήνα (delph. IVa, Pi., B.), εἰράνα (nwgr. usw.), εἴρηνα (äol., Gramm.), Εἰρήνα, -άνη (EN, Lykien)
Grammar: f.
Meaning: Friedenszustand, Friedenszeit (vgl. Trümpy Fachausdrücke 183ff.), später Friedensvertrag, in d. LXX auch ‘Heil(wunsch)’ als Hebraismus (Wackernagel IF 31, 263f. = Kl. Schr. 2, 1240f.); als Göttinnenname Tocher d. Zeus u. d. Themis (Hes. usw.).
Composita: Als Vorderglied in εἰρηνοποιός (X.) u. a.
Derivative: Ableitungen: εἰρηναῖος friedlich (Hdt., Th. u. a.), εἰρηνικός zum Frieden gehörig, friedlich (att. hell. usw.; nach πολεμικός; Chantraine Études sur le vocab. grec 151); denominatives Verb εἰρηνεύω Frieden halten, im Frieden leben (Pl., Arist. usw.) mit εἰρήνευσις (Iamb.), εἰρηνέω ib. (Arist. u. a., nach πολεμέω). — Über den lakon. EN ϝειράνα s. Kretschmer Glotta 7, 332, Bechtel Ἀντίδωρον 155.
Etymology: Die bunten Dialektformen lassen sich nicht rein lautlich unter einer Grundform vereinigen sondern müssen als Entlehnungen mit unvollkommener Anpassung an den betreffenden Heimatdialekt erklärt werden (Leumann Hom. Wörter 277 m. A. 27 und Lit.). Als ursprünglicher Anlaut ist vielleicht nach einer zögernden Vermutung von Wackernagel IF 25, 327 A. 1 (Kl. Schr. 1023 A. 1) ein im Ionischen und anderswo offen ausgesprochenes ἰρ- anzusetzen, das im Attischen zuerst durch ἐ-, dann durch εἰρ- wiedergegeben wurde; die attische Orthographie wurde in der Literatur und auch in gewissen anderen Dialekten maßgebend. Die Beurteilung von -ρήνη, -ράνα usw. ist strittig; vgl. Schwyzer 189 m. Lit. — Ohne Etymologie (abzulehnen Brugmann [s. unten]: mit εἴρη und εἰρήν zu ἀραρίσκω); vorgriechische Herkunft ist schon wegen der Endung (Ἀθήνη, Μυκήνη usw.) sehr wahrscheinlich (so z. B. Chantraine Formation 206). — Näheres zur Wortgeschichte Brugmann und Keil Sächs. Ber. 68: 3, 4 (1916); Kretschmer Glotta 10, 238f.; weitere Lit. bei Trümpy a. a. O.
Page 1,467

Chinese

原文音譯:e„r»nh 誒雷尼
詞類次數:名詞(92)
原文字根:和平 相當於: (שָׁלֹום‎)
字義溯源:平安*,和平,太平,和睦,和息,安靜,安然,安全,健康,和(好);或出自(εἰρηνοποιός)X=連接*)。人因著犯罪與神為仇,沒有和平( 西1:21)。主耶穌降生,是要把平安帶到地上;並且主自己就是我們的和睦( 弗2:14),主的福音也叫作和平的福音( 弗2:17);和平也是聖靈的果子( 加5:22)。今日我們在世上雖有苦難,主卻將他的平安賜給我們( 約14:27)
同源字:1) (εἰρηνεύω)和睦 2) (εἰρήνη)平安 3) (εἰρηνικός)平安的 4) (εἰρηνοποιέω)成就和平 5) (εἰρηνοποιός)使人和睦的人
出現次數:總共(93);太(4);可(1);路(14);約(6);徒(7);羅(11);林前(4);林後(2);加(3);弗(8);腓(3);西(2);帖前(3);帖後(3);提前(1);提後(2);多(1);門(1);來(4);雅(3);彼前(3);彼後(2);約貳(1);約叄(1);猶(1);啓(2)
譯字彙編
1) 平安(61) 太10:13; 太10:13; 太10:34; 太10:34; 可5:34; 路2:14; 路7:50; 路8:48; 路10:5; 路10:6; 路19:42; 路24:36; 約14:27; 約14:27; 約16:33; 約20:19; 約20:21; 約20:26; 徒9:31; 徒15:33; 徒16:36; 羅1:7; 羅2:10; 羅8:6; 羅15:13; 羅15:33; 羅16:20; 林前1:3; 林前16:11; 林後1:2; 林後13:11; 加1:3; 加6:16; 弗1:2; 弗6:23; 腓1:2; 腓4:7; 腓4:9; 西1:2; 西3:15; 帖前1:1; 帖前5:3; 帖前5:23; 帖後1:2; 帖後3:16; 帖後3:16; 提前1:2; 提後1:2; 多1:4; 門1:3; 來7:2; 雅2:16; 彼前1:2; 彼前5:14; 彼後1:2; 彼後3:14; 約貳1:3; 約叄1:15; 猶1:2; 啓1:4; 啓6:4;
2) 和平(17) 路19:38; 羅5:1; 羅10:15; 羅14:17; 林前14:33; 加5:22; 弗2:14; 弗2:15; 弗2:17; 弗4:3; 弗6:15; 提後2:22; 來11:31; 來12:14; 雅3:18; 雅3:18; 彼前3:11;
3) 平安的(3) 路1:79; 羅3:17; 來13:20;
4) 和睦(3) 徒7:26; 羅14:19; 林前7:15;
5) 太平(2) 路12:51; 徒24:3;
6) 和(1) 徒12:20;
7) 將和平(1) 弗2:17;
8) 和平的(1) 徒10:36;
9) 安然(1) 路2:29;
10) 和息(1) 路14:32;
11) 平安之(1) 路10:6;
12) 安全(1) 路11:21

Mantoulidis Etymological

Εἶναι ἀμφίβολο ἄν παράγεται ἀπό τό εἴρω (=λέγω) ἤ ἀπό τό εἴρω (=συνδέω).

Lexicon Thucydideum

pax, peace, 1.40.2, 1.120.3, 1.120.31.124.2. 1.124.21.139.3, 1.142.3. 2.2.3, 2.5.4. 2.36.3. 2.65.2, 2.65.5. 3.9.2. 3.13.1. 3.54.3, 3.82.1. 3.82.2, 4.19.1, 4.20.2, 4.21.1, 4.61.8. 4.62.2. 4.118.14, 5.13.2,
item likewise 5.14.1. 16,
Ibid. in the same place 17, 25, 5.26.2. 5.55.1. Ibid. in the same place
pacem agere, to make peace, 5.48.2. 5.59.5. 5.76.3.
facere, to do, make, 5.17.2.

Translations

Afrikaans: kalmte, stilte, harmonie, vreedsaamheid, rustigheid; Aghwan: 𐔰𐕚𐔰𐕌; Akkadian: 𒁲; Albanian: paqe; Amharic: ሰላም; Arabic: سَلَام‎, هُدُوء‎, أَمْن‎; Aramaic Classical Syriac: ܫܝܢܐ‎; Armenian: խաղաղություն; Assamese: শান্তি; Asturian: paz; Bashkir: тыныслыҡ; Belarusian: мір, спакой; Belizean Creole: pees; Bengali: শান্তি; Bikol Central: katoninongan; Bulgarian: тишина, спокойствие; Burmese: ငြိမ်းချမ်းရေး; Catalan: pau; Cebuano: kalinaw; Chechen: машар; Chichewa: mtendere; Chickasaw: nanna ayya; Chinese Cantonese: 和平; Mandarin: 和平, 平靜, 平静, 治安; Min Nan: 和平, 平靜, 治安; Chuukese: kinamwe; Coptic: ⲉⲓⲣⲏⲛⲏ; Czech: pokoj; Danish: fred, ro; Dutch: rust,vrede; Elfdalian: frið; Esperanto: paco; Estonian: rahu; Extremaduran: pas; Faroese: friður; Finnish: rauha, hiljaisuus; French: paix; Friulian: pâs; Galician: paz; Georgian: სიმშვიდე, მშვიდობა; German: Ruhe, Frieden; Gothic: 𐌲𐌰𐍅𐌰𐌹𐍂𐌸𐌹; Greek: ησυχία, γαλήνη, ηρεμία, ειρήνη; Ancient Greek: εἰρήνη, ἡσυχία; Greenlandic: eqqissineq; Hausa: lumana; Hawaiian: maluhia, malu, la‘i; Hebrew: שלום \ שָׁלוֹם‎; Higaonon: kalinaw; Hindi: शांति, अमन, क़रार, सुकून, सलामत, चैन, आराम, सुख, शान्ति, सलाम; Hungarian: nyugalom, béke; Icelandic: friður; Ido: paco; Igbo: ùdo; Indonesian: damai, kedamaian; Interlingua: pace; Irish: síth; Italian: pace; Japanese: 平和, 平静, 平安; Javanese: tentrem; Kabyle: Afra; Karachay-Balkar: мамырлыкъ; Kazakh: бейбітшілік; Khmer: ក្រសាន, ធ្យាន; Korean: 평안(平安), 평화(平和); Kurdish Central Kurdish: ئاشتی‎; Northern Kurdish: hastbiyayiş, aştî; Kyrgyz: тынчтык; Ladin: pesc; Ladino Roman: paz; Lao: ສັນຕິພາບ; Latgalian: mīrs; Latin: pax; Latvian: miers; Lithuanian: taika; Lombard: pas, paas; Macedonian: мир, спокојство; Malay: kedamaian, keamanan; Maltese: paċi, sliem; Mandinka: kera; Manx: shee; Maori: rokihau, rongomau, whakaaio; Maranao: kalilintad; Mongolian Cyrillic: тайван; Nanticoke: eweenetu; Nauruan: iow; Navajo: hodéezyéél; Nepali: शान्ति; Norman: paix; Northern Sami: ráfi; Norwegian Bokmål: fred, stillhet, ro; Nynorsk: fred, stillheit, ro; Occitan: patz; Old English: smyltnes, stilnes, friþ; Oriya: ଶାନ୍ତି; Oromo: nagaa; Pangasinan: kareenan; Papiamentu: pas; Persian: آشتی‎, صلح‎, آرامش‎; Polish: spokój inan, pokój inan, mir; Portuguese: paz; Punjabi: ਅਮਨ; Rohingya: cánti; Romanian: pace; Russian: мир, покой, спокойствие; Rwanda-Rundi: amahoro Sanskrit: शान्ति; Scottish Gaelic: sìth; Serbo-Croatian Cyrillic: ми̑р, спокојство, спо̀кој; Roman: mȋr, spokójstvo, spòkoj; Shona: runyararo; Sicilian: paci; Sinhalese: සාමය; Skolt Sami: rääuh; Slovak: pokoj; Slovene: mir; Somali: nabad; Spanish: paz, sosiego; Swahili: amani; Swedish: frid, lugn, ro; Tagalog: kapayapaan; Tajik: оштӣ, сулҳ; Telugu: శాంతి; Thai: เงียบ; Tibetan: ཞི་བདེ, ཞི་བ; Tigrinya: ሰላም; Tok Pisin: gutpela taim; Tswana: lodule; Turkish: barış, sulh, huzur; Ugaritic: 𐎌𐎍𐎎; Ukrainian: спокі́й, мир; Urdu: امن‎, سکون‎; Venetian: paxe; Vietnamese: hoà bình, thái bình, bình an, bình yên; Walloon: påye, påjhûlisté; Welsh: heddwch, llonydd, llonyddwch; Yagnobi: оштӣ; Yucatec Maya: ets'a'an óolal; Zazaki: werê, umes, uste; Zulu: uxolo, ukuthula