εὐπλόκαμος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἐϋπλόκαμος]];<br />ος, ον :<br />aux belles boucles, aux beaux cheveux bouclés.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πλόκαμος]].
|btext=<i>épq.</i> [[ἐϋπλόκαμος]];<br />ος, ον :<br />aux belles boucles, aux beaux cheveux bouclés.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πλόκαμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπλόκᾰμος:''' эп. [[ἐϋπλόκαμος]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[с красиво заплетенными волосами]] (Ἑκαμήδη, Νύμφη Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[красиво заплетенный]] (κόμαι Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐπλόκᾰμος:''' Επικ. ἐϋ-πλ-, -ον, αυτός που έχει ωραίες μπούκλες, αυτός που έχει ωραία μαλλιά, σε Όμηρ.· <i>εὐπλ. κόμαι</i>, όμορφες κοτσίδες, σε Ευρ.
|lsmtext='''εὐπλόκᾰμος:''' Επικ. ἐϋ-πλ-, -ον, αυτός που έχει ωραίες μπούκλες, αυτός που έχει ωραία μαλλιά, σε Όμηρ.· <i>εὐπλ. κόμαι</i>, όμορφες κοτσίδες, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπλόκᾰμος:''' эп. [[ἐϋπλόκαμος]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[с красиво заплетенными волосами]] (Ἑκαμήδη, Νύμφη Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[красиво заплетенный]] (κόμαι Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />with [[goodly]] locks, fairhaired, Hom.; εὐπλ. κόμαι [[goodly]] tresses, Eur.
|mdlsjtxt=<br />with [[goodly]] locks, fairhaired, Hom.; εὐπλ. κόμαι [[goodly]] tresses, Eur.
}}
}}