ἀναμάρτητος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> infaillible;<br /><b>2</b> innocent, irréprochable ; [[ἀναμάρτητος]] τινι qui n’a fait de tort à personne ; [[ἀναμάρτητος]] τινος HDT innocent de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἁμαρτάνω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> infaillible;<br /><b>2</b> innocent, irréprochable ; [[ἀναμάρτητος]] τινι qui n’a fait de tort à personne ; [[ἀναμάρτητος]] τινος HDT innocent de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἁμαρτάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναμάρτητος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ничем не провинившийся]], [[невиновный]] (τινι Her. и πρός τινα Dem.): ἀ. τινος Her. невиновный в чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[поступающий безошибочно]], [[непогрешимый]] Plat., Plut.;<br /><b class="num">3)</b> [[безукоризненный]], [[безупречный]] (ἡ τῶν ὅλων [[τάξις]] Xen.; πολιτεῖαι Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναμάρτητος:''' -ον ([[ἁμαρτάνω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[αλάνθαστος]], μη σφαλλόμενος, μη [[άστοχος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], [[άμεμπτος]], [[ανεπίληπτος]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ἀν. [[πρός]] τινα ή <i>τινι</i>, μην έχοντας διαπράξει κανένα [[αδίκημα]] σε κάποιον, σε Ηρόδ.· <i>ἀν. τινος</i>, [[αθώος]] για [[κάτι]], στον ίδ.· <i>τὸ ἀναμάρτητον</i>, [[αθωότητα]], σε Ξεν.· επίρρ. <i>-τως</i>, αλάνθαστα, άψογα, άμεμπτα, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀναμάρτητος:''' -ον ([[ἁμαρτάνω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[αλάνθαστος]], μη σφαλλόμενος, μη [[άστοχος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], [[άμεμπτος]], [[ανεπίληπτος]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ἀν. [[πρός]] τινα ή <i>τινι</i>, μην έχοντας διαπράξει κανένα [[αδίκημα]] σε κάποιον, σε Ηρόδ.· <i>ἀν. τινος</i>, [[αθώος]] για [[κάτι]], στον ίδ.· <i>τὸ ἀναμάρτητον</i>, [[αθωότητα]], σε Ξεν.· επίρρ. <i>-τως</i>, αλάνθαστα, άψογα, άμεμπτα, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναμάρτητος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ничем не провинившийся]], [[невиновный]] (τινι Her. и πρός τινα Dem.): ἀ. τινος Her. невиновный в чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[поступающий безошибочно]], [[непогрешимый]] Plat., Plut.;<br /><b class="num">3)</b> [[безукоризненный]], [[безупречный]] (ἡ τῶν ὅλων [[τάξις]] Xen.; πολιτεῖαι Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj