Anonymous

ἀναμάρτητος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0197.png Seite 197]] der nicht gesündigt hat, τινί, gegen jemand, Her. 5, 39; [[πρός]] τινα, Dem. 23, 125; der nicht Schuld ist, [[πόλις]] ἀν. τῶν πρότερον καὶ νῦν ἑστεώτων, an dem Vergangenen, Her. 1, 155; aber [[συμφορά]], ein unverschuldetes Unglück, Antiph. 3, β, 11; frei von Irrthum, Plat. Theaet. 146 a; Rep. I, 339 b dem οἷοί τι ἁμαρτεῖν entgegengesetzt, also, unfehlbar, der uicht irren kann; unwandelbar, [[τάξις]], von der Weltordnung, neben [[ἀκήρατος]] Xen. Cyr. 8, 7, 22. – Adv. ἀναμαρτήτως, ohne zu wanken, unveränderlich, Xen. Mem. 4, 3, 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0197.png Seite 197]] der nicht gesündigt hat, τινί, gegen jemand, Her. 5, 39; [[πρός]] τινα, Dem. 23, 125; der nicht Schuld ist, [[πόλις]] ἀν. τῶν πρότερον καὶ νῦν ἑστεώτων, an dem Vergangenen, Her. 1, 155; aber [[συμφορά]], ein unverschuldetes Unglück, Antiph. 3, β, 11; frei von Irrthum, Plat. Theaet. 146 a; Rep. I, 339 b dem οἷοί τι ἁμαρτεῖν entgegengesetzt, also, unfehlbar, der uicht irren kann; unwandelbar, [[τάξις]], von der Weltordnung, neben [[ἀκήρατος]] Xen. Cyr. 8, 7, 22. – Adv. ἀναμαρτήτως, ohne zu wanken, unveränderlich, Xen. Mem. 4, 3, 14.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> infaillible;<br /><b>2</b> innocent, irréprochable ; [[ἀναμάρτητος]] τινι qui n’a fait de tort à personne ; [[ἀναμάρτητος]] τινος HDT innocent de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἁμαρτάνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναμάρτητος''': -ον, ὁ μὴ σφαλλόμενος, ὁ διατελῶν ἐν ἁρμονίᾳ καὶ τάξει, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 22. 2) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ὁ μὴ ἔχων [[σφάλμα]] ἢ [[πταῖσμα]], [[ἄμεμπτος]], [[ἀνεπίληπτος]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 763· ἀντιτίθεται τῷ οἷός τε ἁμαρτάνειν Πλάτ. Πολ. 339Β· ἀν. [[πολιτεία]], [[ἄνευ]] ἐλλείψεως ἢ σφάλματος, [[τέλειος]] [[τύπος]] κυβερνήσεως, Ἀριστ. Πολ. 3. 1, 9· ἀν. [[πρός]] τινα ἢ τινί, ὁ μὴ βλάψας τινά, ὁ μὴ ἐνοχλήσας τινά, Ἡρόδ. 1. 117, 5. 39· ἀναμ. τινός: ἀναμάρτητον ἐοῦσαν καὶ τῶν πρότερον καὶ τῶν νῦν ἑστεώτων, μὴ οὖσαν ὑπαίτιον ἢ ἔνοχον, 1. 155· τὸ ἀν. = [[ἀναμαρτησία]], Ξεν. Ἀγησ. 6. 7, Πλάτ., πρὸς τὸ ἀναμ., πρὸς φύλαξιν ἀπὸ σφάλματος, Ἀριστ. Ἠθ. 8. 1, 2: ― Ἐπίρρ. -τως, ἀπταίστως, Ξεν. Ἀπομ. 2. 8, 5· ἀβλαβῶς, ἀσινῶς, Δημ. 1407. 18. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὸ μὴ γενόμενον [[ἕνεκα]] σφάλματος, ἀλλ’ ἐξ ἀνάγκης, ἐλεοῦντες τοῦ νηπίου τὴν ἀναμάρτητον συμφορὰν Ἀντιφῶν 122. 18.
|lstext='''ἀναμάρτητος''': -ον, ὁ μὴ σφαλλόμενος, ὁ διατελῶν ἐν ἁρμονίᾳ καὶ τάξει, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 22. 2) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ὁ μὴ ἔχων [[σφάλμα]] ἢ [[πταῖσμα]], [[ἄμεμπτος]], [[ἀνεπίληπτος]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 763· ἀντιτίθεται τῷ οἷός τε ἁμαρτάνειν Πλάτ. Πολ. 339Β· ἀν. [[πολιτεία]], [[ἄνευ]] ἐλλείψεως ἢ σφάλματος, [[τέλειος]] [[τύπος]] κυβερνήσεως, Ἀριστ. Πολ. 3. 1, 9· ἀν. [[πρός]] τινα ἢ τινί, ὁ μὴ βλάψας τινά, ὁ μὴ ἐνοχλήσας τινά, Ἡρόδ. 1. 117, 5. 39· ἀναμ. τινός: ἀναμάρτητον ἐοῦσαν καὶ τῶν πρότερον καὶ τῶν νῦν ἑστεώτων, μὴ οὖσαν ὑπαίτιον ἢ ἔνοχον, 1. 155· τὸ ἀν. = [[ἀναμαρτησία]], Ξεν. Ἀγησ. 6. 7, Πλάτ., πρὸς τὸ ἀναμ., πρὸς φύλαξιν ἀπὸ σφάλματος, Ἀριστ. Ἠθ. 8. 1, 2: ― Ἐπίρρ. -τως, ἀπταίστως, Ξεν. Ἀπομ. 2. 8, 5· ἀβλαβῶς, ἀσινῶς, Δημ. 1407. 18. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὸ μὴ γενόμενον [[ἕνεκα]] σφάλματος, ἀλλ’ ἐξ ἀνάγκης, ἐλεοῦντες τοῦ νηπίου τὴν ἀναμάρτητον συμφορὰν Ἀντιφῶν 122. 18.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> infaillible;<br /><b>2</b> innocent, irréprochable ; [[ἀναμάρτητος]] τινι qui n’a fait de tort à personne ; [[ἀναμάρτητος]] τινος HDT innocent de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἁμαρτάνω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR