3,274,917
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>I. 1</b> qui contraint : [[μῦθος]] [[ἀναγκαῖος]] OD parole de contrainte ; χρειὼ [[ἀναγκαῖος]] IL nécessité urgente ; [[ἀναγκαῖον]] [[ἦμαρ]] IL le jour de la servitude ; ἀναγκαία [[τύχη]] la nécessité, la force, la captivité, la servitude ; τὸ [[ἀναγκαῖον]] maison de force, prison;<br /><b>2</b> nécessaire : ἀναγκαῖόν ἐστι avec l'inf. il est nécessaire de ; τὰ ἀναγκαῖα [[τοῦ]] βίου, <i>abs.</i> τὰ ἀναγκαῖα les besoins de la vie (nourriture, sommeil, <i>etc.) ou</i> la nécessité des choses ; indispensable ; τὸ ἀναγκαιότατον [[ὕψος]] THC la hauteur strictement nécessaire;<br /><b>3</b> parent par le sang;<br /><b>II.</b> contraint, forcé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνάγκη]]. | |btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>I. 1</b> qui contraint : [[μῦθος]] [[ἀναγκαῖος]] OD parole de contrainte ; χρειὼ [[ἀναγκαῖος]] IL nécessité urgente ; [[ἀναγκαῖον]] [[ἦμαρ]] IL le jour de la servitude ; ἀναγκαία [[τύχη]] la nécessité, la force, la captivité, la servitude ; τὸ [[ἀναγκαῖον]] maison de force, prison;<br /><b>2</b> nécessaire : ἀναγκαῖόν ἐστι avec l'inf. il est nécessaire de ; τὰ ἀναγκαῖα [[τοῦ]] βίου, <i>abs.</i> τὰ ἀναγκαῖα les besoins de la vie (nourriture, sommeil, <i>etc.) ou</i> la nécessité des choses ; indispensable ; τὸ ἀναγκαιότατον [[ὕψος]] THC la hauteur strictement nécessaire;<br /><b>3</b> parent par le sang;<br /><b>II.</b> contraint, forcé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνάγκη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναγκαῖος:''' <b class="num">II</b> ὁ преимущ. pl. родственник Xen., Dem.<br />и<br /><b class="num">1)</b> [[повелительный]], [[властный]] ([[μῦθος]] Hom.): χρειοῖ ἀναγκαίῃ Hom. в силу настоятельной необходимости; πειθὼ ἀναγκαία Plat. неотразимый (убедительиый) довод;<br /><b class="num">2)</b> [[неизбежный]], [[неотвратимый]], [[неминуемый]] (λόγοι ἀτερπεῖς, ἀλλ᾽ ἀναγκαῖοι Eur.; [[τύχη]] Soph., Eur.; [[θάνατος]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[необходимый]], [[нужный]] ([[τροφή]], μαθήματα Plat.): αἱ οὐκ ἀναγκαῖαι πόσεις Xen. излишние напитки; τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην τρέπεσθαι Plat. пойти по пути, которого никак не миновать; τὸ ἀναγκαιότατον [[ὕψος]] Thuc. совершенно необходимая, т. е. минимально достаточная (для обороны) высота; ἡ πὀλις ἀναγκαιοτάτη Plat. минимальный по своим размерам город;<br /><b class="num">4)</b> [[вынужденный]] (ἀναγκαίῳ τινὶ τρύπῳ Plut.);<br /><b class="num">5)</b> [[подневольный]], [[рабский]] (πολεμισταί Hom.): [[ἦμαρ]] [[ἀναγκαῖον]] Hom. день порабощения;<br /><b class="num">6)</b> [[родственный]], [[родной]] ([[μήτηρ]] Plat.; συγγενεῖς καὶ ἀναγκαῖοι Dem.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 39: | Line 42: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναγκαῖος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[ἀνάγκη]]), με ή μέσω βίας·<br /><b class="num">I.</b> Ενεργ.,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεσμεύει, που ασκεί [[πίεση]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἦμαρ]] ἀν., η [[ημέρα]] του περιορισμού, δηλ. της δουλείας, στο ίδ.· ομοίως <i>ἀναγκαία τύχῃ</i>, η [[τύχη]], ο [[κλήρος]] της δουλείας ή ο [[βίαιος]] [[θάνατος]], σε Σοφ.· <i>τῷ τῆς ἀρχῆς ἀναγκαίῳ</i>, από την υποχρεωτική [[φύση]] της αρχής μας, σε Θουκ.· <i>ἐξ ἀναγκαίου</i>, [[κάτω]] από καταναγκασμό, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για επιχειρήματα, [[πειστικός]], [[ισχυρός]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αναγκασμένος, εκβιασμένος, <i>πολεμισταὶ ἀν</i>., στρατιώτες δια της βίας [[είτε]] θέλουν [[είτε]] όχι, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αναγκαίος]], [[απαραίτητος]], <i>ἀναγκαῖόν</i> (<i>ἐστι</i>), όπως το [[ἀνάγκη]] [[ἐστί]] με απαρ., είναι απαραίτητο να γίνει [[κάτι]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[αλλά]], ἔνιαι [[τῶν]] ἀποκρίσεων ἀναγκαῖαι ποιεῖσθαι, απαιτούν να γίνουν απαραιτήτως, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τὰ ἀναγκαῖα</i>, τα απαραίτητα [[αγαθά]], οι ανάγκες, όπως το [[φαγητό]], ο ύπνος, στον ίδ., Ξεν.· <i>τὰ ἐκ θεοῦ ἀν</i>., η καθορισμένη [[τάξη]] των πραγμάτων, οι φυσικοί νόμοι, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> απόλυτα [[απαραίτητος]], [[μόλις]] [[επαρκής]], [[επιτακτικός]]· ἀν. [[τροφή]] — <i>ἡ καθ' ἡμέραν</i>, σε Θουκ.· τὸ ἀναγκαιότατον [[ὕψος]], το ελάχιστο ύψος που ήταν απολύτως απαραίτητο, στον ίδ.· ἡ ἀναγκαιοτάτη [[πόλις]], το λιγότερο που μπορούσε να ονομαστεί πόλη, σε Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για πρόσωπα, συνδεδεμένος με φυσικούς δεσμούς, δηλ. συγγενείς εξ αίματος, στον ίδ. κ.λπ.· <i>οἱ ἀναγκαῖοι</i>, Λατ. necessarii, οι συγγενείς, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-ως</i>, απαραίτητα, κατ' ανάγκην, δια της βίας, καταναγκαστικά, [[ἀναγκαίως]] [[ἔχει]], πρέπει να γίνει έτσι, σε Ηρόδ.· <i>ἀν. φέρειν</i>, όσο καλύτερα μπορεί [[κάποιος]] να αντέξει, αντίθ. προς το [[ἀνδρείως]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἀν. λέγειν</i>, μόνο τόσο [[μακριά]] όσο χρειάζεται, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀναγκαῖος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[ἀνάγκη]]), με ή μέσω βίας·<br /><b class="num">I.</b> Ενεργ.,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεσμεύει, που ασκεί [[πίεση]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἦμαρ]] ἀν., η [[ημέρα]] του περιορισμού, δηλ. της δουλείας, στο ίδ.· ομοίως <i>ἀναγκαία τύχῃ</i>, η [[τύχη]], ο [[κλήρος]] της δουλείας ή ο [[βίαιος]] [[θάνατος]], σε Σοφ.· <i>τῷ τῆς ἀρχῆς ἀναγκαίῳ</i>, από την υποχρεωτική [[φύση]] της αρχής μας, σε Θουκ.· <i>ἐξ ἀναγκαίου</i>, [[κάτω]] από καταναγκασμό, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για επιχειρήματα, [[πειστικός]], [[ισχυρός]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αναγκασμένος, εκβιασμένος, <i>πολεμισταὶ ἀν</i>., στρατιώτες δια της βίας [[είτε]] θέλουν [[είτε]] όχι, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αναγκαίος]], [[απαραίτητος]], <i>ἀναγκαῖόν</i> (<i>ἐστι</i>), όπως το [[ἀνάγκη]] [[ἐστί]] με απαρ., είναι απαραίτητο να γίνει [[κάτι]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[αλλά]], ἔνιαι [[τῶν]] ἀποκρίσεων ἀναγκαῖαι ποιεῖσθαι, απαιτούν να γίνουν απαραιτήτως, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τὰ ἀναγκαῖα</i>, τα απαραίτητα [[αγαθά]], οι ανάγκες, όπως το [[φαγητό]], ο ύπνος, στον ίδ., Ξεν.· <i>τὰ ἐκ θεοῦ ἀν</i>., η καθορισμένη [[τάξη]] των πραγμάτων, οι φυσικοί νόμοι, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> απόλυτα [[απαραίτητος]], [[μόλις]] [[επαρκής]], [[επιτακτικός]]· ἀν. [[τροφή]] — <i>ἡ καθ' ἡμέραν</i>, σε Θουκ.· τὸ ἀναγκαιότατον [[ὕψος]], το ελάχιστο ύψος που ήταν απολύτως απαραίτητο, στον ίδ.· ἡ ἀναγκαιοτάτη [[πόλις]], το λιγότερο που μπορούσε να ονομαστεί πόλη, σε Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για πρόσωπα, συνδεδεμένος με φυσικούς δεσμούς, δηλ. συγγενείς εξ αίματος, στον ίδ. κ.λπ.· <i>οἱ ἀναγκαῖοι</i>, Λατ. necessarii, οι συγγενείς, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-ως</i>, απαραίτητα, κατ' ανάγκην, δια της βίας, καταναγκαστικά, [[ἀναγκαίως]] [[ἔχει]], πρέπει να γίνει έτσι, σε Ηρόδ.· <i>ἀν. φέρειν</i>, όσο καλύτερα μπορεί [[κάποιος]] να αντέξει, αντίθ. προς το [[ἀνδρείως]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἀν. λέγειν</i>, μόνο τόσο [[μακριά]] όσο χρειάζεται, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |