3,274,917
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0183.png Seite 183]] bei den Attikern oft auch 2 End., Thuc. 1, 2; Plat. Rep. VIII, 559 a u. sonst; 1) zwingend, nöthigend, χρειοῖ ἀναγκαίῃ, aus dringender Noth, Il. 8, 57; [[μῦθος]] ἀν., ein Machtspruch, dem man gehorchen muß, Od. 17, 399; [[ἦμαρ]] ἀν., = δούλιον, der Zwingtag, der Freie zu Knechten macht, Il. 16, 836, wie bei Soph. Ai. 480 [[τύχη]] ἀναγκαία, das Sklavenloos; vgl. Eur. I. A. 511; λόγοι El. 293; [[πειθώ]], d. i. unwiderstehliche Überredung, Plat. Soph. 265 d; δεσμὸς ἀν., hemmende Fessel, Theocr. 24, 33; [[χαλινός]] Tryph. 97; τὸ [[ἀναγκαῖον]], das Gefängniß, Xen. Hell. 5, 4, 18, welches die alten Gramm. als Eigenthümlich Keit. bemerken. – 2) gezwungen, Hom. Od. 24, 210 δμῶες ἀναγκαῖοι, wo jedoch Einige χρειώδεις: nützliche, unentbehrliche erklärten, s. Scholl.; 24, 499 ἀναγκαῖοι πολεμισταί, wo beide Erklärungen in den Scholl. wiederkehren; auch aw unangenehm, peinlich, Theogn. 291. 464. – 3) physische Verbindlichkeit in sich schließend, nothwendig, τὰ ἀναγκαῖα, Naturbedürfnisse, wie Schlaf, Nahrung, Ausleerungen, Xen. Cyr. 8, 8, 11; ἰέναι ἐπὶ τὰ ἀν. 1, 6, 36; τροφὴ ἀν. Plat. Legg. VIII, 848 a; τὰ ἀν., das nach einer Schicksalsnothwendigkeit gewiß Geschehende, Xen. Mem. 1, 1, 6, im Ggstz von ἄδηλα, [[ὅπως]] ἂν ἀποβήσοιτο; τὰ ἐκ θεοῦ ἀναγκαῖα, die von Gott bestimmte Ordnung der Dinge, Naturnothwendigkeit, Hell. 1, 7, 10; [[θάνατος]] πᾶσι κοινὸς καὶ [[ἀναγκαῖος]] An. 3, 1, 43. Dah. unentbehrlich, μαθήματα Plat. Legg. I, 643 c; πόσεις Xen. Lac. 5, 4; auch = [[αἰδοῖον]], Artemid. 1, 45; τὸ ἀν., die Noth, Thuc. 5, 99; [[ὅπλισις]], nothdürftige Bewaffnung, 5, 8, wie ἀπομάχεσθαι ἐκ τοῦ ἀναγκαιοτάτου ὕψους 1, 90; ἡ [[πόλις]] ἀναγκαιοτάτη εἴη ἂν ἐκ τεττάρων ἢ [[πέντε]] ἀνδρῶν, die nothdürftigste Stadt, Plat. Rep. II, 369 d. Häufig ἀναγκαῖόν ἐστι, es ist durchaus nothwendig, mit darauf folgendem inf., wofür auch Plat. Soph. 242 b τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῖν εἶναι τρέπεσθαι, es sei nothwendig, daß wir diesen Weg einschlagen; vgl. Legg. I, 643 c. – 4) blutsverwandt, wie necessarius, [[μήτηρ]], [[πατήρ]], Plat. Rep. IX, 574 b u. sonst; vgl. Philem. Stob. Fl. 108, 33. – Adv. [[ἀναγκαίως]], nothwendiger Weise, ἀναγκαίως μοι ἔχει οὕτω ποιεῖν, ich muß so handeln, Her. 8, 140, vgl. 1, 89; [[ἀναγκαίως]] ἔχει, es ist nothwendig, Aesch. Ch. 237; Soph. Tr. 270; Eur. Herc. Fur. 859; Her. 1, 89. 8, 140; ἀν. ἔχω Lys. 6, 35. Einen compar. ἀναγκαιέστερον hat Epicharm. bei Eust. Od. 1441, 15. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0183.png Seite 183]] bei den Attikern oft auch 2 End., Thuc. 1, 2; Plat. Rep. VIII, 559 a u. sonst; 1) zwingend, nöthigend, χρειοῖ ἀναγκαίῃ, aus dringender Noth, Il. 8, 57; [[μῦθος]] ἀν., ein Machtspruch, dem man gehorchen muß, Od. 17, 399; [[ἦμαρ]] ἀν., = δούλιον, der Zwingtag, der Freie zu Knechten macht, Il. 16, 836, wie bei Soph. Ai. 480 [[τύχη]] ἀναγκαία, das Sklavenloos; vgl. Eur. I. A. 511; λόγοι El. 293; [[πειθώ]], d. i. unwiderstehliche Überredung, Plat. Soph. 265 d; δεσμὸς ἀν., hemmende Fessel, Theocr. 24, 33; [[χαλινός]] Tryph. 97; τὸ [[ἀναγκαῖον]], das Gefängniß, Xen. Hell. 5, 4, 18, welches die alten Gramm. als Eigenthümlich Keit. bemerken. – 2) gezwungen, Hom. Od. 24, 210 δμῶες ἀναγκαῖοι, wo jedoch Einige χρειώδεις: nützliche, unentbehrliche erklärten, s. Scholl.; 24, 499 ἀναγκαῖοι πολεμισταί, wo beide Erklärungen in den Scholl. wiederkehren; auch aw unangenehm, peinlich, Theogn. 291. 464. – 3) physische Verbindlichkeit in sich schließend, nothwendig, τὰ ἀναγκαῖα, Naturbedürfnisse, wie Schlaf, Nahrung, Ausleerungen, Xen. Cyr. 8, 8, 11; ἰέναι ἐπὶ τὰ ἀν. 1, 6, 36; τροφὴ ἀν. Plat. Legg. VIII, 848 a; τὰ ἀν., das nach einer Schicksalsnothwendigkeit gewiß Geschehende, Xen. Mem. 1, 1, 6, im Ggstz von ἄδηλα, [[ὅπως]] ἂν ἀποβήσοιτο; τὰ ἐκ θεοῦ ἀναγκαῖα, die von Gott bestimmte Ordnung der Dinge, Naturnothwendigkeit, Hell. 1, 7, 10; [[θάνατος]] πᾶσι κοινὸς καὶ [[ἀναγκαῖος]] An. 3, 1, 43. Dah. unentbehrlich, μαθήματα Plat. Legg. I, 643 c; πόσεις Xen. Lac. 5, 4; auch = [[αἰδοῖον]], Artemid. 1, 45; τὸ ἀν., die Noth, Thuc. 5, 99; [[ὅπλισις]], nothdürftige Bewaffnung, 5, 8, wie ἀπομάχεσθαι ἐκ τοῦ ἀναγκαιοτάτου ὕψους 1, 90; ἡ [[πόλις]] ἀναγκαιοτάτη εἴη ἂν ἐκ τεττάρων ἢ [[πέντε]] ἀνδρῶν, die nothdürftigste Stadt, Plat. Rep. II, 369 d. Häufig ἀναγκαῖόν ἐστι, es ist durchaus nothwendig, mit darauf folgendem inf., wofür auch Plat. Soph. 242 b τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῖν εἶναι τρέπεσθαι, es sei nothwendig, daß wir diesen Weg einschlagen; vgl. Legg. I, 643 c. – 4) blutsverwandt, wie necessarius, [[μήτηρ]], [[πατήρ]], Plat. Rep. IX, 574 b u. sonst; vgl. Philem. Stob. Fl. 108, 33. – Adv. [[ἀναγκαίως]], nothwendiger Weise, ἀναγκαίως μοι ἔχει οὕτω ποιεῖν, ich muß so handeln, Her. 8, 140, vgl. 1, 89; [[ἀναγκαίως]] ἔχει, es ist nothwendig, Aesch. Ch. 237; Soph. Tr. 270; Eur. Herc. Fur. 859; Her. 1, 89. 8, 140; ἀν. ἔχω Lys. 6, 35. Einen compar. ἀναγκαιέστερον hat Epicharm. bei Eust. Od. 1441, 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>I. 1</b> qui contraint : [[μῦθος]] [[ἀναγκαῖος]] OD parole de contrainte ; χρειὼ [[ἀναγκαῖος]] IL nécessité urgente ; [[ἀναγκαῖον]] [[ἦμαρ]] IL le jour de la servitude ; ἀναγκαία [[τύχη]] la nécessité, la force, la captivité, la servitude ; τὸ [[ἀναγκαῖον]] maison de force, prison;<br /><b>2</b> nécessaire : ἀναγκαῖόν ἐστι avec l'inf. il est nécessaire de ; τὰ ἀναγκαῖα [[τοῦ]] βίου, <i>abs.</i> τὰ ἀναγκαῖα les besoins de la vie (nourriture, sommeil, <i>etc.) ou</i> la nécessité des choses ; indispensable ; τὸ ἀναγκαιότατον [[ὕψος]] THC la hauteur strictement nécessaire;<br /><b>3</b> parent par le sang;<br /><b>II.</b> contraint, forcé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνάγκη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναγκαῖος''': -α, -ον, παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] ος, ον, Θουκ. 1. 2., Πλάτ. Πολ. 554Α, κτλ.: ([[ἀνάγκη]]) ὁ ἐξ ἀνάγκης ἢ διὰ τῆς βίας ὢν ἢ γιγνόμενος. Ι. ἐνεργ. ὁ ἀναγκάζων, ὁ ἐπιβάλλων βίαν, μύθῳ ἀναγκαίῳ, «[[ἤγουν]] ἀναγκαστικῷ» (Εὐστ.), Ὀδ. Ρ. 399· χρειοῖ [[ἀναγκαίη]], «διὰ χρείαν ἐπείγουσαν,» (Σχόλ.) Ἰλ. Θ. 57 · [[ἦμαρ]] ἀναγκ., ὡς τὸ δούλιον [[ἦμαρ]], ἡ [[ἡμέρα]] τῆς βίας, τοῦ ἐξαναγκασμοῦ, ὃ ἔ. [[βίος]] δουλείας (οὐχὶ ὥς τινες ἑρμηνεύουσι, θανάτου), ΙΙ. 836· [[οὕτως]], ἀναγκαία [[τύχη]], ἡ [[τύχη]], ὁ [[κλῆρος]] τῆς δουλείας, Σοφ. Αἴ. 485, (ἀλλ’ [[αὐτόθι]] 803, ἡ αὐτὴ [[φράσις]] σημαίνει κατεπείγουσαν ἀνάγκην, καὶ ἐν Ἠλ. 48, βίαιον θάνατον)· τῆς ἀρχῆς τῷ ἀναγκαίῳ παροξυνομένους, ἐκ τοῦ καταναγκαστικοῦ χαρακτῆρος τῆς ἀρχῆς (τῆς διοικήσεως ἢ τῆς ἡγεμονίας) ἡμῶν, Θουκ. 5, 99· δεσμὸς ἀν. Θεοκρ. 24. 33· ἐξ ἀναγκαίου, ἐξ ἀνάγκης, Θουκ. 7. 60. 2) [[πειστικός]], [[ἰσχυρός]], πειθὼ Πλάτ. Σοφ. 265D· ἀποδείξεις ὁ αὐτ. Τίμ. 40Ε· διαλλακτὰς πολὺ τῶν ἐμῶν λόγων ἀναγκαιοτέρους Θουκ. 4. 60. ΙΙ. Παθ., ἐξηναγκασμένος, πεισθείς, πολεμισταὶ ἀναγκ., στρατιῶται διὰ τῆς βίας (θέλοντες ἢ μὴ θέλοντες), Ὀδ. Ω. 498· οὕτω, δμῶες ἀναγκ. [[αὐτόθι]] 210 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Εὐστ. ἑρμηνεύει χρειώδεις, ἀξιόπιστοι, χρήσιμοι, ἴδε κατωτέρ. 6): - [[οὐδαμοῦ]] ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ἐπὶ παθ. ἐννοίας. 2) [[λυπηρός]], [[ἀνιαρός]], Θεογν. 297, 472. 3) [[ἀναγκαῖος]] (φυσικῶς ἢ ἠθικῶς), οὐκ ἀναγκ., μὴ [[ἀναγκαῖος]]· συχν. παρ’ Ἀττ. (περὶ τῶν διαφόρων τῆς λέξεως σημασιῶν ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ ἴδε Ἀριστ. Μεταφ. 4. 5, καὶ πρβλ. τὸ οὐσ. [[ἀνάγκη]] Ι. 2. γ), ἀναγκαῖόν [ἐστι], ὡς τὸ [[ἀνάγκη]] ἐστί, [[εἶναι]] [[ἀνάγκη]] νά..., Σοφ. Φ. 1317, κτλ.· γίνεταί μοι ἀναγκαιότατον, μετ’ ἀπαρ., Ἡροδ. 3. 65· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει, ὡς τὸ δίκαιός εἰμι, μ. ἀπαρ., ἔνιαι τῶν ἀποκρίσεων ἀναγκαῖαι ποιεῖσθαι, [[εἶναι]] ἀναγκαῖαι ἢ [[ἀνάγκη]] νὰ γίνωνται, Πλάτ. Γοργ. 449Β· ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην [[εἶναι]] τρέπεσθαι ὁ αὐτ. Σοφ. 242Β· τῶν μαθημάτων ὅσα ἀναγκαῖα προμεμαθηκέναι προμανθάνειν, ὅσα [[εἶναι]] ἀναγκαῖα εἰς ἡμᾶς νὰ τὰ ἔχωμεν μάθῃ πρότερον, νὰ τὰ προμανθάνωμεν, ὁ αὐτ. Νόμ. 643C. 4) τὰ ἀναγκαῖα, τὰ ἀναγκαῖα διὰ τὴν ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου, ὡς π.χ. ἡ [[τροφή]], ὁ [[ὕπνος]] κτλ. Πλάτ. Νόμ. 848Α, κτλ., Ξεν.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ πράγματα ἔχοντα ὡρισμένα καὶ ἀναγκαῖα ἀποτελέσματα, ὁ αὐτ. Ἀπομν. Ι. 1. 6· καί, τὰ ἐκ θεοῦ ἀναγκ., ἡ ὡρισμένη [[τάξις]] τῶν πραγμάτων, οἱ τῆς φύσεως νόμοι, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 1. 7, 36· θεῶν [[ἀναγκαῖον]] τόδε Εὐρ. Ἑκ. 584, πρβλ. Φοίν. 1000. 5) ὁ ἀπολύτως [[ἀναγκαῖος]], [[ἀπαραίτητος]], ὁ [[μόλις]] ἀρκῶν, [[δέμνιον]] Εὐρ. Ὀρ. 230· ἀν. [[τροφή]], ἡ καθ᾿ ἡμέραν, Θουκ. 1. 2· τὰ ἀν. Ἀντιφῶν 125. 24· τὰ ἀν. τοῦ βίου Ἰσοκρ. 48D· τὸ ἀναγκαιότατον [[ὕψος]], τὸ ἐλάχιστον [[ὕψος]] τὸ ὁποῖον ἦτο ἀπολύτως [[ἀναγκαῖον]], Θουκ. 1. 90, πρβλ. 6. 37· οὐδὲ τὰ ἀναγκ. ἐξικέσθαι ὁ αὐτ. 1. 70· ἡ ἀναγκαιοτάτη [[πόλις]], ὁ [[ἐλάχιστος]] [[συνοικισμός]], [[ὅστις]] θὰ ἠδύνατο νὰ ὀνομασθῇ [[πόλις]], Πλάτ. Πολ. 369D· ἐκ τεττάρων ἀναγκαιοτάτων συγκεῖσθαι πόλιν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 12· αὐτὰ τἀναγκαιότατ᾿ εἰπεῖν, νὰ εἴπῃ τις ὅσα [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] ἀναγκαῖα, νὰ δώσῃ μίαν ἁπλῆν περίληψιν τῶν κυριωτάτων γεγονότων, Δημ. 269. 14, πρβλ. 284. 20. 6) ἐπὶ προσ. συνδεδεμένων δι᾿ ἀναγκαίων [[ἤτοι]] φυσικῶν δεσμῶν, ὃ ἐ. συγγενευόντων δι᾿ αἵματος, συγγενῶν δηλ., Ἀντιφῶν 112. 3, Πλάτ. Πολ. 574Β· ἀναγκ. δόμοις Εὐρ. Ἄλκ. 533: ‒ οἱ ἀναγκαῖοι, Λατ. necessarii, οἱ συγγενεῖς, ἡ ὅλη [[συγγένεια]], Ξεν. Ἀν. 2. 4, 1· ἀναγκ. φίλοι Εὐρ. Ἀνδρ. 671· συγγενεῖς καὶ ἀναγκ. Δημ. 434. 20· τοὺς συγγενεῖς [[αὐτοῦ]] καὶ ἀναγκ. φίλους Πράξ. Ἀποστ. ιʹ, 24. ΙΙΙ. ἐπίρρ. -ως, ἀναγκαίως, κατ᾿ ἀνάγκην, διὰ τῆς βίας ἢ καταναγκαστικῶς, ἀναγκαίως ἔχει, πρέπει νὰ ἔχῃ οὕτω, Ἡρόδ. 1. 89, Αἰσχύλ. Χο. 239, Σοφ. Τρ. 723, Πλάτ., κτλ., ἀναγκ. ἔχει μοι ποιέειν [[ταῦτα]] Ἡρόδ. 8. 140, 1, καὶ ἀλλ., ἀναγκ. φέρειν, ὅσον [[καλῶς]] δύναταί τις, ὅσον ἠμπορεῖ κανείς, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἀνδρείως, Θουκ. 2. 64. 2) γελοίως τε καὶ ἀναγκ. λέγειν, μόνον ἐφ᾿ ὅσον [[εἶναι]] [[ἀνάγκη]], Πλάτ. Πολ. 527Α, πρβλ. Τίμ. 69D, καὶ ἀλλ.: πτωχῶς μέν, ἀλλ᾿ ἀναγκ. Βαβρ. 55. 2: ‒ ὑπερθ. ἀναγκαιότατα Πλάτ. Φίλ. 40C. IV. [[ἀναγκαῖον]], τό, ἴδε ἐν λέξει. | |lstext='''ἀναγκαῖος''': -α, -ον, παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] ος, ον, Θουκ. 1. 2., Πλάτ. Πολ. 554Α, κτλ.: ([[ἀνάγκη]]) ὁ ἐξ ἀνάγκης ἢ διὰ τῆς βίας ὢν ἢ γιγνόμενος. Ι. ἐνεργ. ὁ ἀναγκάζων, ὁ ἐπιβάλλων βίαν, μύθῳ ἀναγκαίῳ, «[[ἤγουν]] ἀναγκαστικῷ» (Εὐστ.), Ὀδ. Ρ. 399· χρειοῖ [[ἀναγκαίη]], «διὰ χρείαν ἐπείγουσαν,» (Σχόλ.) Ἰλ. Θ. 57 · [[ἦμαρ]] ἀναγκ., ὡς τὸ δούλιον [[ἦμαρ]], ἡ [[ἡμέρα]] τῆς βίας, τοῦ ἐξαναγκασμοῦ, ὃ ἔ. [[βίος]] δουλείας (οὐχὶ ὥς τινες ἑρμηνεύουσι, θανάτου), ΙΙ. 836· [[οὕτως]], ἀναγκαία [[τύχη]], ἡ [[τύχη]], ὁ [[κλῆρος]] τῆς δουλείας, Σοφ. Αἴ. 485, (ἀλλ’ [[αὐτόθι]] 803, ἡ αὐτὴ [[φράσις]] σημαίνει κατεπείγουσαν ἀνάγκην, καὶ ἐν Ἠλ. 48, βίαιον θάνατον)· τῆς ἀρχῆς τῷ ἀναγκαίῳ παροξυνομένους, ἐκ τοῦ καταναγκαστικοῦ χαρακτῆρος τῆς ἀρχῆς (τῆς διοικήσεως ἢ τῆς ἡγεμονίας) ἡμῶν, Θουκ. 5, 99· δεσμὸς ἀν. Θεοκρ. 24. 33· ἐξ ἀναγκαίου, ἐξ ἀνάγκης, Θουκ. 7. 60. 2) [[πειστικός]], [[ἰσχυρός]], πειθὼ Πλάτ. Σοφ. 265D· ἀποδείξεις ὁ αὐτ. Τίμ. 40Ε· διαλλακτὰς πολὺ τῶν ἐμῶν λόγων ἀναγκαιοτέρους Θουκ. 4. 60. ΙΙ. Παθ., ἐξηναγκασμένος, πεισθείς, πολεμισταὶ ἀναγκ., στρατιῶται διὰ τῆς βίας (θέλοντες ἢ μὴ θέλοντες), Ὀδ. Ω. 498· οὕτω, δμῶες ἀναγκ. [[αὐτόθι]] 210 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Εὐστ. ἑρμηνεύει χρειώδεις, ἀξιόπιστοι, χρήσιμοι, ἴδε κατωτέρ. 6): - [[οὐδαμοῦ]] ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ἐπὶ παθ. ἐννοίας. 2) [[λυπηρός]], [[ἀνιαρός]], Θεογν. 297, 472. 3) [[ἀναγκαῖος]] (φυσικῶς ἢ ἠθικῶς), οὐκ ἀναγκ., μὴ [[ἀναγκαῖος]]· συχν. παρ’ Ἀττ. (περὶ τῶν διαφόρων τῆς λέξεως σημασιῶν ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ ἴδε Ἀριστ. Μεταφ. 4. 5, καὶ πρβλ. τὸ οὐσ. [[ἀνάγκη]] Ι. 2. γ), ἀναγκαῖόν [ἐστι], ὡς τὸ [[ἀνάγκη]] ἐστί, [[εἶναι]] [[ἀνάγκη]] νά..., Σοφ. Φ. 1317, κτλ.· γίνεταί μοι ἀναγκαιότατον, μετ’ ἀπαρ., Ἡροδ. 3. 65· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει, ὡς τὸ δίκαιός εἰμι, μ. ἀπαρ., ἔνιαι τῶν ἀποκρίσεων ἀναγκαῖαι ποιεῖσθαι, [[εἶναι]] ἀναγκαῖαι ἢ [[ἀνάγκη]] νὰ γίνωνται, Πλάτ. Γοργ. 449Β· ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην [[εἶναι]] τρέπεσθαι ὁ αὐτ. Σοφ. 242Β· τῶν μαθημάτων ὅσα ἀναγκαῖα προμεμαθηκέναι προμανθάνειν, ὅσα [[εἶναι]] ἀναγκαῖα εἰς ἡμᾶς νὰ τὰ ἔχωμεν μάθῃ πρότερον, νὰ τὰ προμανθάνωμεν, ὁ αὐτ. Νόμ. 643C. 4) τὰ ἀναγκαῖα, τὰ ἀναγκαῖα διὰ τὴν ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου, ὡς π.χ. ἡ [[τροφή]], ὁ [[ὕπνος]] κτλ. Πλάτ. Νόμ. 848Α, κτλ., Ξεν.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ πράγματα ἔχοντα ὡρισμένα καὶ ἀναγκαῖα ἀποτελέσματα, ὁ αὐτ. Ἀπομν. Ι. 1. 6· καί, τὰ ἐκ θεοῦ ἀναγκ., ἡ ὡρισμένη [[τάξις]] τῶν πραγμάτων, οἱ τῆς φύσεως νόμοι, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 1. 7, 36· θεῶν [[ἀναγκαῖον]] τόδε Εὐρ. Ἑκ. 584, πρβλ. Φοίν. 1000. 5) ὁ ἀπολύτως [[ἀναγκαῖος]], [[ἀπαραίτητος]], ὁ [[μόλις]] ἀρκῶν, [[δέμνιον]] Εὐρ. Ὀρ. 230· ἀν. [[τροφή]], ἡ καθ᾿ ἡμέραν, Θουκ. 1. 2· τὰ ἀν. Ἀντιφῶν 125. 24· τὰ ἀν. τοῦ βίου Ἰσοκρ. 48D· τὸ ἀναγκαιότατον [[ὕψος]], τὸ ἐλάχιστον [[ὕψος]] τὸ ὁποῖον ἦτο ἀπολύτως [[ἀναγκαῖον]], Θουκ. 1. 90, πρβλ. 6. 37· οὐδὲ τὰ ἀναγκ. ἐξικέσθαι ὁ αὐτ. 1. 70· ἡ ἀναγκαιοτάτη [[πόλις]], ὁ [[ἐλάχιστος]] [[συνοικισμός]], [[ὅστις]] θὰ ἠδύνατο νὰ ὀνομασθῇ [[πόλις]], Πλάτ. Πολ. 369D· ἐκ τεττάρων ἀναγκαιοτάτων συγκεῖσθαι πόλιν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 12· αὐτὰ τἀναγκαιότατ᾿ εἰπεῖν, νὰ εἴπῃ τις ὅσα [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] ἀναγκαῖα, νὰ δώσῃ μίαν ἁπλῆν περίληψιν τῶν κυριωτάτων γεγονότων, Δημ. 269. 14, πρβλ. 284. 20. 6) ἐπὶ προσ. συνδεδεμένων δι᾿ ἀναγκαίων [[ἤτοι]] φυσικῶν δεσμῶν, ὃ ἐ. συγγενευόντων δι᾿ αἵματος, συγγενῶν δηλ., Ἀντιφῶν 112. 3, Πλάτ. Πολ. 574Β· ἀναγκ. δόμοις Εὐρ. Ἄλκ. 533: ‒ οἱ ἀναγκαῖοι, Λατ. necessarii, οἱ συγγενεῖς, ἡ ὅλη [[συγγένεια]], Ξεν. Ἀν. 2. 4, 1· ἀναγκ. φίλοι Εὐρ. Ἀνδρ. 671· συγγενεῖς καὶ ἀναγκ. Δημ. 434. 20· τοὺς συγγενεῖς [[αὐτοῦ]] καὶ ἀναγκ. φίλους Πράξ. Ἀποστ. ιʹ, 24. ΙΙΙ. ἐπίρρ. -ως, ἀναγκαίως, κατ᾿ ἀνάγκην, διὰ τῆς βίας ἢ καταναγκαστικῶς, ἀναγκαίως ἔχει, πρέπει νὰ ἔχῃ οὕτω, Ἡρόδ. 1. 89, Αἰσχύλ. Χο. 239, Σοφ. Τρ. 723, Πλάτ., κτλ., ἀναγκ. ἔχει μοι ποιέειν [[ταῦτα]] Ἡρόδ. 8. 140, 1, καὶ ἀλλ., ἀναγκ. φέρειν, ὅσον [[καλῶς]] δύναταί τις, ὅσον ἠμπορεῖ κανείς, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἀνδρείως, Θουκ. 2. 64. 2) γελοίως τε καὶ ἀναγκ. λέγειν, μόνον ἐφ᾿ ὅσον [[εἶναι]] [[ἀνάγκη]], Πλάτ. Πολ. 527Α, πρβλ. Τίμ. 69D, καὶ ἀλλ.: πτωχῶς μέν, ἀλλ᾿ ἀναγκ. Βαβρ. 55. 2: ‒ ὑπερθ. ἀναγκαιότατα Πλάτ. Φίλ. 40C. IV. [[ἀναγκαῖον]], τό, ἴδε ἐν λέξει. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |