ἀστερίσκος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />astérisque, <i>signe inventé par Aristophane de Byzance pour signaler un vers jugé authentique et placé correctement, mais répété abusivement dans un autre passage</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀστήρ]].
|btext=ου (ὁ) :<br />astérisque, <i>signe inventé par Aristophane de Byzance pour signaler un vers jugé authentique et placé correctement, mais répété abusivement dans un autre passage</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀστήρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστερίσκος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[звездочка]] (ἀστερίσκοι παντοδαποῖς λίθοις διειλημμένοι Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[пометка на полях]] Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἀστερίσκος]]) [[αστήρ]]<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[αστέρας]]<br /><b>2.</b> [[σημείο]] των Γραμματικών της Αλεξάνδρειας που χαρακτηρίζει τα [[κείμενα]] που δεν παρουσιάζουν [[πρόβλημα]] γνησιότητας (αντίθετα με τον οβελό [], που δηλώνει τα [[κείμενα]] που [[πρέπει]] να εξοβελιστούν ως νόθα). Στη [[μετρική]] [[είναι]] χαρακτηριστικό [[σημείο]] ετερομετρίας ή μεταβολής ποιημάτων<br /><b>3.</b> α) αστεροειδές [[σημείο]] () που παραπέμπει σε [[υποσημείωση]] ή σχόλια ή που δηλώνει [[έλλειψη]] λέξης ή γράμματος λόγω φθοράς του κειμένου<br />β) σε τίτλους αρχαίων συγγραμμάτων σημαίνει ότι το συγκεκριμένο [[σύγγραμμα]] δεν σώζεται<br />γ) στην [[αρχή]] λέξης δηλώνει υποθετικό τύπο αναγκαίο για την [[κατανόηση]] της προέλευσης ή της σημασίας μιας υπάρχουσας λέξης<br /><b>4.</b> <b>εκκλ.</b> σταυροειδές [[αντικείμενο]] από [[μέταλλο]] που τοποθετείται [[επάνω]] στο ιερόν [[δισκάριον]] για να κρατεί το [[κάλυμμα]] [[έτσι]] ώστε να μην αγγίζει τον Άγιο Άρτο<br /><b>1.</b> α) [[τρεις]] αστερίσκοι τριγωνικά διατεταγμένοι χρησιμοποιούνται: α) για τον διαχωρισμό ενός κεφαλαίου κάποιου κειμένου από το επόμενό του<br />β) [[αντί]] υπογραφής σε ανώνυμα δημοσιεύματα<br /><b>2.</b> [[σημείο]] () που τίθεται στο άνω δεξιό [[άκρο]] μιας λέξης παραπέμποντας σ' αυτήν<br /><b>μσν.</b><br />[[κόσμημα]] της περικεφαλαίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] λουλουδιού<br /><b>2.</b> [[σημείο]] των γραμματικών για τα [[κείμενα]] που δεν παρουσιάζουν προβλήματα γνησιότητας.
|mltxt=ο (AM [[ἀστερίσκος]]) [[αστήρ]]<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[αστέρας]]<br /><b>2.</b> [[σημείο]] των Γραμματικών της Αλεξάνδρειας που χαρακτηρίζει τα [[κείμενα]] που δεν παρουσιάζουν [[πρόβλημα]] γνησιότητας (αντίθετα με τον οβελό [], που δηλώνει τα [[κείμενα]] που [[πρέπει]] να εξοβελιστούν ως νόθα). Στη [[μετρική]] [[είναι]] χαρακτηριστικό [[σημείο]] ετερομετρίας ή μεταβολής ποιημάτων<br /><b>3.</b> α) αστεροειδές [[σημείο]] () που παραπέμπει σε [[υποσημείωση]] ή σχόλια ή που δηλώνει [[έλλειψη]] λέξης ή γράμματος λόγω φθοράς του κειμένου<br />β) σε τίτλους αρχαίων συγγραμμάτων σημαίνει ότι το συγκεκριμένο [[σύγγραμμα]] δεν σώζεται<br />γ) στην [[αρχή]] λέξης δηλώνει υποθετικό τύπο αναγκαίο για την [[κατανόηση]] της προέλευσης ή της σημασίας μιας υπάρχουσας λέξης<br /><b>4.</b> <b>εκκλ.</b> σταυροειδές [[αντικείμενο]] από [[μέταλλο]] που τοποθετείται [[επάνω]] στο ιερόν [[δισκάριον]] για να κρατεί το [[κάλυμμα]] [[έτσι]] ώστε να μην αγγίζει τον Άγιο Άρτο<br /><b>1.</b> α) [[τρεις]] αστερίσκοι τριγωνικά διατεταγμένοι χρησιμοποιούνται: α) για τον διαχωρισμό ενός κεφαλαίου κάποιου κειμένου από το επόμενό του<br />β) [[αντί]] υπογραφής σε ανώνυμα δημοσιεύματα<br /><b>2.</b> [[σημείο]] () που τίθεται στο άνω δεξιό [[άκρο]] μιας λέξης παραπέμποντας σ' αυτήν<br /><b>μσν.</b><br />[[κόσμημα]] της περικεφαλαίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] λουλουδιού<br /><b>2.</b> [[σημείο]] των γραμματικών για τα [[κείμενα]] που δεν παρουσιάζουν προβλήματα γνησιότητας.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστερίσκος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[звездочка]] (ἀστερίσκοι παντοδαποῖς λίθοις διειλημμένοι Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[пометка на полях]] Diog. L.
}}
}}