Anonymous

ἀστερίσκος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0375.png Seite 375]] ὁ, dim. von [[ἀστήρ]], 1) Sternchen, Callim. frg. – 2) ein Zeichen der Kritiker in Ausgaben von Schriftstellern, s. Osann. Anecdot. Roman. p. 76. 135. 136. 167 Sengebusch Homer. dissert. 1 p. 25. 51. – 3) bei Theophr. eine Pflanze.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0375.png Seite 375]] ὁ, dim. von [[ἀστήρ]], 1) Sternchen, Callim. frg. – 2) ein Zeichen der Kritiker in Ausgaben von Schriftstellern, s. Osann. Anecdot. Roman. p. 76. 135. 136. 167 Sengebusch Homer. dissert. 1 p. 25. 51. – 3) bei Theophr. eine Pflanze.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />astérisque, <i>signe inventé par Aristophane de Byzance pour signaler un vers jugé authentique et placé correctement, mais répété abusivement dans un autre passage</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀστήρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστερίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[ἀστήρ]], μικρὸς [[ἀστήρ]], Καλλ. Ἀποσπ. 94. 2) = [[ἀστερίσκιον]] Εὐστ. 424. 5. ΙΙ. [[ἀστερίσκος]], τὸ [[σημεῖον]]*, δι’ οὖ οἱ γραμμ. διέκρινον ἐκλεκτὰ χωρία ἐν τοῖς χειρογρ. - «τίθεται δὲ ὁ [[ἀστερίσκος]] ἐπὶ τῶν ἄριστα ἐχόντων ἐπῶν καὶ ἀστεροειδῶς οἱονεὶ λαμπόντων» (ἴδε στοιχ. Χ, χ) Εὐστ. 599. 34, κτλ.· ἦτο [[προσέτι]] ἐν χρήσει καὶ ὡς μετρικὸν [[σημεῖον]], Ἡφαιστ. σ. 137. ΙΙΙ. φυτοῦ [[εἶδος]], Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 12, 2, ἴδε [[ἀστήρ]] V. - [[εἶδος]] κοσμήματος τῆς κεφαλῆς ἔχοντος [[σχῆμα]] ἀστέρος, Διόδ. 19. 34 - [[κόσμημα]] περικεφαλαίας, «[[φάλος]] δὲ [[κόρυθος]] ἀσπιδίσκιον ἢ [[ἀστερίσκος]] προμετωπίδος» Εὐστ. Ἰλ. 422. 5, πρβλ. [[ἀστερίσκιον]].
|lstext='''ἀστερίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[ἀστήρ]], μικρὸς [[ἀστήρ]], Καλλ. Ἀποσπ. 94. 2) = [[ἀστερίσκιον]] Εὐστ. 424. 5. ΙΙ. [[ἀστερίσκος]], τὸ [[σημεῖον]]*, δι’ οὖ οἱ γραμμ. διέκρινον ἐκλεκτὰ χωρία ἐν τοῖς χειρογρ. - «τίθεται δὲ ὁ [[ἀστερίσκος]] ἐπὶ τῶν ἄριστα ἐχόντων ἐπῶν καὶ ἀστεροειδῶς οἱονεὶ λαμπόντων» (ἴδε στοιχ. Χ, χ) Εὐστ. 599. 34, κτλ.· ἦτο [[προσέτι]] ἐν χρήσει καὶ ὡς μετρικὸν [[σημεῖον]], Ἡφαιστ. σ. 137. ΙΙΙ. φυτοῦ [[εἶδος]], Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 12, 2, ἴδε [[ἀστήρ]] V. - [[εἶδος]] κοσμήματος τῆς κεφαλῆς ἔχοντος [[σχῆμα]] ἀστέρος, Διόδ. 19. 34 - [[κόσμημα]] περικεφαλαίας, «[[φάλος]] δὲ [[κόρυθος]] ἀσπιδίσκιον ἢ [[ἀστερίσκος]] προμετωπίδος» Εὐστ. Ἰλ. 422. 5, πρβλ. [[ἀστερίσκιον]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />astérisque, <i>signe inventé par Aristophane de Byzance pour signaler un vers jugé authentique et placé correctement, mais répété abusivement dans un autre passage</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀστήρ]].
}}
}}
{{grml
{{grml