ὁλόσχοινος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />sorte de jonc marin dont la tige est pleine et compacte, <i>plante ; ◊ [[proverb|prov.]]</i> ἀπορράπτειν τὸ [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ ESCHN coudre la bouche de qqn avec un jonc sec, <i>càd</i> sans se donner de peine (lui clouer le bec).<br />'''Étymologie:''' [[ὅλος]], [[σχοῖνος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />sorte de jonc marin dont la tige est pleine et compacte, <i>plante ; ◊ [[proverb|prov.]]</i> ἀπορράπτειν τὸ [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ ESCHN coudre la bouche de qqn avec un jonc sec, <i>càd</i> sans se donner de peine (lui clouer le bec).<br />'''Étymologie:''' [[ὅλος]], [[σχοῖνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁλόσχοινος:''' ὁ [[тростник]], [[камыш]] (который употреблялся для плетеных изделий или в высушенном виде - βεβρεγμένος, или в сыром - [[ἄβροχος]]) (διαρράψαι ὁλοσχοίνους περί τι Plut.): ἀπορράπτειν τινὶ [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ Aeschin. зашить кому-л. рот сырым тростником, т. е. без труда заставить кого-л. замолчать.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁλόσχοινος:''' ὁ, είδος του φυτού [[σχίνος]] με παχύ, σαρκώδη κορμό, απ' όπου κατασκευάζεται χοντρό είδος σχοινιού που χρησιμοποιείται στην [[κατασκευή]] πλεγμάτων· απ' όπου παροιμ. ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ, [[κλείνω]] το [[στόμα]] του Φιλίππου με [[σχοινί]] από [[κλαδί]] σχίνου που δεν έχει βραχεί ([[επειδή]] μούλιαζαν τα κλαδιά για να είναι ανθεκτικά), δηλ. [[χωρίς]] καμία [[δυσκολία]], σε Αισχίν.
|lsmtext='''ὁλόσχοινος:''' ὁ, είδος του φυτού [[σχίνος]] με παχύ, σαρκώδη κορμό, απ' όπου κατασκευάζεται χοντρό είδος σχοινιού που χρησιμοποιείται στην [[κατασκευή]] πλεγμάτων· απ' όπου παροιμ. ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ, [[κλείνω]] το [[στόμα]] του Φιλίππου με [[σχοινί]] από [[κλαδί]] σχίνου που δεν έχει βραχεί ([[επειδή]] μούλιαζαν τα κλαδιά για να είναι ανθεκτικά), δηλ. [[χωρίς]] καμία [[δυσκολία]], σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁλόσχοινος:''' ὁ [[тростник]], [[камыш]] (который употреблялся для плетеных изделий или в высушенном виде - βεβρεγμένος, или в сыром - [[ἄβροχος]]) (διαρράψαι ὁλοσχοίνους περί τι Plut.): ἀπορράπτειν τινὶ [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ Aeschin. зашить кому-л. рот сырым тростником, т. е. без труда заставить кого-л. замолчать.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὁλό-σχοινος, ὁ,<br />a [[coarse]] [[rush]], used in [[wicker]]-[[work]]: —[[hence]] the [[proverb]], ἀπορράπτειν τὸ φιλίππου [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ to [[stop]] [[Philip]]'s [[mouth]] with an unsoaked [[rush]], (for rushes were soaked to make them [[tough]]), i. e. without any [[trouble]], Aeschin.
|mdlsjtxt=ὁλό-σχοινος, ὁ,<br />a [[coarse]] [[rush]], used in [[wicker]]-[[work]]: —[[hence]] the [[proverb]], ἀπορράπτειν τὸ φιλίππου [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ to [[stop]] [[Philip]]'s [[mouth]] with an unsoaked [[rush]], (for rushes were soaked to make them [[tough]]), i. e. without any [[trouble]], Aeschin.
}}
}}