Anonymous

ὁλόσχοινος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὁλόσχοινος]])<br />[[είδος]] σχοίνου πολύ σαρκώδους και παχύτερου από τους άλλους («πρὸς γὰρ τὰ πλέγματα χρησιμώτερος ὁ [[ὁλόσχοινος]], διὰ τὸ σαρκῶδες καὶ μαλακόν», Θεόφρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ὁλόσχοινος]], -<i>ον</i><br />ο κατασκευασμένος από [[λυγαριά]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ» — να κλείνεις το [[στόμα]] κάποιου [[χωρίς]] κόπο, [[επειδή]] τους ολοσχοίνους τους έβρεχαν για να [[είναι]] πιο ανθεκτικοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὅλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σχοῖνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>οξύ</i>-<i>σχοινος</i>)].
|mltxt=ο (Α [[ὁλόσχοινος]])<br />[[είδος]] σχοίνου πολύ σαρκώδους και παχύτερου από τους άλλους («πρὸς γὰρ τὰ πλέγματα χρησιμώτερος ὁ [[ὁλόσχοινος]], διὰ τὸ σαρκῶδες καὶ μαλακόν», Θεόφρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ὁλόσχοινος]], -<i>ον</i><br />ο κατασκευασμένος από [[λυγαριά]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ» — να κλείνεις το [[στόμα]] κάποιου [[χωρίς]] κόπο, [[επειδή]] τους ολοσχοίνους τους έβρεχαν για να [[είναι]] πιο ανθεκτικοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὅλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σχοῖνος]] ([[πρβλ]]. [[οξύσχοινος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm