ὑπερηνορέων: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=οντος;<br /><i>part. de</i> *ὑπερηνορέω;<br />fier de sa force, orgueilleux, arrogant.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερήνωρ]].
|btext=οντος;<br /><i>part. de</i> *ὑπερηνορέω;<br />fier de sa force, orgueilleux, arrogant.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερήνωρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερηνορέων:''' οντος adj. m одаренный или гордый нечеловеческой силой Hom., Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερηνορέων:''' -οντος, ὁ, μτχ., [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]],<br /><b class="num">I.</b> υπερβολικά [[αρρενωπός]], [[ανδρικός]], [[ανδροπρεπής]]· [[αλλά]] πάντα με αρνητική [[σημασία]], [[αυταρχικός]], [[δεσποτικός]], [[υπερφίαλος]], ξιπασμένος, [[αλαζόνας]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> σε κωμ. [[φράση]], αυτός που υπερέχει [[μεταξύ]] των ανθρώπων, αυτός που θεωρεί τον εαυτό του υπεράνθρωπο, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὑπερηνορέων:''' -οντος, ὁ, μτχ., [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]],<br /><b class="num">I.</b> υπερβολικά [[αρρενωπός]], [[ανδρικός]], [[ανδροπρεπής]]· [[αλλά]] πάντα με αρνητική [[σημασία]], [[αυταρχικός]], [[δεσποτικός]], [[υπερφίαλος]], ξιπασμένος, [[αλαζόνας]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> σε κωμ. [[φράση]], αυτός που υπερέχει [[μεταξύ]] των ανθρώπων, αυτός που θεωρεί τον εαυτό του υπεράνθρωπο, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερηνορέων:''' οντος adj. m одаренный или гордый нечеловеческой силой Hom., Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπερ-ηνορέων, οντος, [[part]]. with no pres. in use]<br /><b class="num">I.</b> [[exceedingly]] [[manly]]:—but [[always]] in bad [[sense]], [[overbearing]], [[overweening]], Hom.<br /><b class="num">II.</b> in Com. [[phrase]], excelling men, [[thinking]] [[oneself]] [[more]] [[than]] man, Ar. [from [[ὑπερήνωρ]]
|mdlsjtxt=ὑπερ-ηνορέων, οντος, [[part]]. with no pres. in use]<br /><b class="num">I.</b> [[exceedingly]] [[manly]]:—but [[always]] in bad [[sense]], [[overbearing]], [[overweening]], Hom.<br /><b class="num">II.</b> in Com. [[phrase]], excelling men, [[thinking]] [[oneself]] [[more]] [[than]] man, Ar. [from [[ὑπερήνωρ]]
}}
}}