Anonymous

ὑπερηνορέων: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=u(perhnore/wn
|Beta Code=u(perhnore/wn
|Definition=οντος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[exceedingly manly]]: but always used in bad sense (though [[ἠνορέη]] is = [[ἀνδρεία]], [[manliness]], [[courage]]), [[overbearing]], [[overweening]], of the [[Trojan|Trojans]], Il.4.176; of [[Deiphobus|Deïphobus]] (the [[Trojan]]), 13.258; of the [[Cyclops|Cyclopes]], Od.6.5; in Od. mostly of the [[suitor]]s, 17.482, al.; κακῶς ὑπερηνορέοντες 2.266, cf. 4.766.<br><span class="bld">II</span> Com., [[thinking oneself more than man]], Ar.Pax53. (No Verb [[ὑπερηνορέω]] occurs: cf. [[ὑπερμενέων]].)  
|Definition=οντος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[exceedingly manly]]: but always used in bad sense (though [[ἠνορέη]] is = [[ἀνδρεία]], [[manliness]], [[courage]]), [[overbearing]], [[overweening]], of the [[Trojan|Trojans]], Il.4.176; of [[Deiphobus|Deïphobus]] (the [[Trojan]]), 13.258; of the [[Cyclops|Cyclopes]], Od.6.5; in Od. mostly of the [[suitor]]s, 17.482, al.; κακῶς ὑπερηνορέοντες 2.266, cf. 4.766.<br><span class="bld">II</span> Com., [[thinking oneself more than man]], Ar.Pax53. (No Verb [[ὑπερηνορέω]] occurs: cf. [[ὑπερμενέων]].)  
}}
{{bailly
|btext=οντος;<br /><i>part. de</i> *ὑπερηνορέω;<br />fier de sa force, orgueilleux, arrogant.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερήνωρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερηνορέων''': -οντος, ὁ, εἰς ὑπερβολὴν [[ἀνδρικός]]· - ἀλλ’ ἀεὶ ἐν χρήσει ἐπὶ κακῆς σημασίας (εἰ καὶ τὸ τοῦ Ὁμήρου [[ἠνορέη]] [[εἶναι]] = [[ἀνδρεία]], θάρρος, [[γενναιότης]]), [[βίαιος]], [[ὑπερήφανος]], ἀλαζών, ἐπὶ τῶν Τρώων, Ἰλ. Δ. 176 ἐπὶ τοῦ Δηϊφόβου (τοῦ Τρωός), Ν. 358· ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Ὀδ. Ζ. 5· ἀλλ’ ἐν τῇ Ὀδ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν μνηστήρων. Ρ. 482, κλπ.· κακῶς ὑπερηνορέοντες Β. 226, Δ. 766. [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ὑπερηνορεόντων, ὑπερεχόντων τῇ δυνάμει»· - πρβλ. [[ὑπερήνωρ]], [[ὑπερμενής]], [[ὑπέροπλος]], [[ὑπερφίαλος]]. ΙΙ. ἐν κωμικῇ φράσει, [[ἔξοχος]] ἐν ἀνθρώποις, νομίζων αὐτὸν ὑπεράνθρωπον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 53. (Ρῆμα ὑπερηνορέω δὲν ἀπαντᾷ· πρβλ. [[ὑπερμενέων]]).
|lstext='''ὑπερηνορέων''': -οντος, ὁ, εἰς ὑπερβολὴν [[ἀνδρικός]]· - ἀλλ’ ἀεὶ ἐν χρήσει ἐπὶ κακῆς σημασίας (εἰ καὶ τὸ τοῦ Ὁμήρου [[ἠνορέη]] [[εἶναι]] = [[ἀνδρεία]], θάρρος, [[γενναιότης]]), [[βίαιος]], [[ὑπερήφανος]], ἀλαζών, ἐπὶ τῶν Τρώων, Ἰλ. Δ. 176 ἐπὶ τοῦ Δηϊφόβου (τοῦ Τρωός), Ν. 358· ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Ὀδ. Ζ. 5· ἀλλ’ ἐν τῇ Ὀδ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν μνηστήρων. Ρ. 482, κλπ.· κακῶς ὑπερηνορέοντες Β. 226, Δ. 766. [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ὑπερηνορεόντων, ὑπερεχόντων τῇ δυνάμει»· - πρβλ. [[ὑπερήνωρ]], [[ὑπερμενής]], [[ὑπέροπλος]], [[ὑπερφίαλος]]. ΙΙ. ἐν κωμικῇ φράσει, [[ἔξοχος]] ἐν ἀνθρώποις, νομίζων αὐτὸν ὑπεράνθρωπον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 53. (Ρῆμα ὑπερηνορέω δὲν ἀπαντᾷ· πρβλ. [[ὑπερμενέων]]).
}}
{{bailly
|btext=οντος;<br /><i>part. de</i> *ὑπερηνορέω;<br />fier de sa force, orgueilleux, arrogant.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερήνωρ]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth