3,273,773
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />racine;<br /><b>I.</b> <i>au propre ; particul.</i> racine médicinale;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> racine d’une chose (de l'œil, des cheveux, <i>etc.</i>), pied d’une montagne, fondement de la terre;<br /><b>2</b> souche d’une famille ; race, famille;<br /><b>3</b> source <i>ou</i> origine d’une chose (du bien, du mal, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' p. *Ϝρίζα, cf. <i>lat.</i> radix, <i>all.</i> Würzel. | |btext=ης (ἡ) :<br />racine;<br /><b>I.</b> <i>au propre ; particul.</i> racine médicinale;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> racine d’une chose (de l'œil, des cheveux, <i>etc.</i>), pied d’une montagne, fondement de la terre;<br /><b>2</b> souche d’une famille ; race, famille;<br /><b>3</b> source <i>ou</i> origine d’une chose (du bien, du mal, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' p. *Ϝρίζα, cf. <i>lat.</i> radix, <i>all.</i> Würzel. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥίζα:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[корень]] (sc. ἐλαίης Hom.; [[τριχός]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[целебный корень]], [[зелье]] (ῥ. ὀδυνήφατον Hom.);<br /><b class="num">3)</b> перен. [[корень]], [[источник]], [[начало]] (κακῶν Eur.; ῥ. γένους Soph.; καλοκἀγαθίας Plut.): ἐκ ῥιζῶν ἀναιρεῖν τι Plut. вырвать что-л. с корнем;<br /><b class="num">4)</b> [[подошва]], [[подножье]] (τοῦ λόφου Polyb.);<br /><b class="num">5)</b> [[основание]], [[основа]] (ῥ. πάντων καὶ [[βάσις]] Plat.);<br /><b class="num">6)</b> перен. [[ствол]], [[ветвь]]: ῥ. χθονός Pind. часть света, материк;<br /><b class="num">7)</b> [[род]] или [[происхождение]] ([[εὐγενής]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 36: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥίζα:''' -ης, ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίζα]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· [[κυρίως]] απαντά στον πληθ., οι ρίζες, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., οι ρίζες του ματιού, σε Ομήρ. Οδ.· οι ρίζες ή τα θεμέλια της γης, σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ἐκῥιζῶν ἀναιρεῖν</i>, Λατ. [[radicitus]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε φυτρώνει όπως η [[ρίζα]] από το [[κοτσάνι]], απ' όπου και ο [[Πίνδαρος]] ονομάζει τη [[Λιβύη]] <i>τρίτην ῥίζαν χθονός</i>, θεωρώντας τη γη διαιρεμένη σε [[τρεις]] ηπείρους.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., [[ρίζα]] ή [[αρχή]] καταγωγής μιας οικογένειας, Λατ. [[stirps]], σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· απ' όπου· [[γένος]], [[γενιά]], [[οικογένεια]], σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ. | |lsmtext='''ῥίζα:''' -ης, ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίζα]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· [[κυρίως]] απαντά στον πληθ., οι ρίζες, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., οι ρίζες του ματιού, σε Ομήρ. Οδ.· οι ρίζες ή τα θεμέλια της γης, σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ἐκῥιζῶν ἀναιρεῖν</i>, Λατ. [[radicitus]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε φυτρώνει όπως η [[ρίζα]] από το [[κοτσάνι]], απ' όπου και ο [[Πίνδαρος]] ονομάζει τη [[Λιβύη]] <i>τρίτην ῥίζαν χθονός</i>, θεωρώντας τη γη διαιρεμένη σε [[τρεις]] ηπείρους.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., [[ρίζα]] ή [[αρχή]] καταγωγής μιας οικογένειας, Λατ. [[stirps]], σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· απ' όπου· [[γένος]], [[γενιά]], [[οικογένεια]], σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |