Anonymous

ῥίζα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0842.png Seite 842]] ἡ, die [[Wurzel]]; Hom. und Folgende; auch mannichfach übertr., z. B. die Wurzeln des Auges, Od. 9, 390; vgl. Eur. Herc. Fur. 933 u. Qu. Sm. l 2, 396; γαίης ἐν ῥίζῃσιν, Hes. O. 19; χθόνα δ' ἐκ πυθμένων αὐταῖς ῥίζαις πνεῦμα κραδαίνοι, Aesch. Prom. 1049; Alles, was wurzelartig von einem Stamme ausgeht, χθονὸς τρίτη, Pind. P. 9, 8, wo man die drei Erdtheile als Wurzeln des Festlandes betrachten soll; auch dasjenige, woraus, wie aus einer Wurzel, neue Entwickelungen hervorgehen, ἀστέων [[μελησίμβροτος]], σπέρματος, P. 4, 15 Ol. 2, 46, vgl. . 7, 55; des Geschlechtes, γένους ἅπαντος ῥίζαν ἐξημημένος, Soph. Ai. 1157; ἀπ' εὐγενοῦς τινος ῥίζης πέφυκας, Eur. I. T. 610; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 1642; Ὁμήρου, Ep. ad. 486 (Plan. 297); vgl. Antp. Sid. 44 (Plan. 298); [[ῥίζα]] πάντων καὶ [[βάσις]] τῶν ἄλλων, Tim. Locr. 97 e; τὴν κεφαλὴν καὶ ῥίζαν ἡμῶν, Plat. Tim. 90 b; Folgde; τριχός, Arist. H. A. 3, 11; auch [[ῥίζα]] τοῦ λόφου, Pol. 2, 66, 10, u. a. Sp.; des Meeres, Opp. Hal. 4, 544; πολέμου, Plut. Crass. 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0842.png Seite 842]] ἡ, die [[Wurzel]]; Hom. und Folgende; auch mannichfach übertr., z. B. die Wurzeln des Auges, Od. 9, 390; vgl. Eur. Herc. Fur. 933 u. Qu. Sm. l 2, 396; γαίης ἐν ῥίζῃσιν, Hes. O. 19; χθόνα δ' ἐκ πυθμένων αὐταῖς ῥίζαις πνεῦμα κραδαίνοι, Aesch. Prom. 1049; Alles, was wurzelartig von einem Stamme ausgeht, χθονὸς τρίτη, Pind. P. 9, 8, wo man die drei Erdtheile als Wurzeln des Festlandes betrachten soll; auch dasjenige, woraus, wie aus einer Wurzel, neue Entwickelungen hervorgehen, ἀστέων [[μελησίμβροτος]], σπέρματος, P. 4, 15 Ol. 2, 46, vgl. . 7, 55; des Geschlechtes, γένους ἅπαντος ῥίζαν ἐξημημένος, Soph. Ai. 1157; ἀπ' εὐγενοῦς τινος ῥίζης πέφυκας, Eur. I. T. 610; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 1642; Ὁμήρου, Ep. ad. 486 (Plan. 297); vgl. Antp. Sid. 44 (Plan. 298); [[ῥίζα]] πάντων καὶ [[βάσις]] τῶν ἄλλων, Tim. Locr. 97 e; τὴν κεφαλὴν καὶ ῥίζαν ἡμῶν, Plat. Tim. 90 b; Folgde; τριχός, Arist. H. A. 3, 11; auch [[ῥίζα]] τοῦ λόφου, Pol. 2, 66, 10, u. a. Sp.; des Meeres, Opp. Hal. 4, 544; πολέμου, Plut. Crass. 11.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />racine;<br /><b>I.</b> <i>au propre ; particul.</i> racine médicinale;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> racine d’une chose (de l'œil, des cheveux, <i>etc.</i>), pied d’une montagne, fondement de la terre;<br /><b>2</b> souche d’une famille ; race, famille;<br /><b>3</b> source <i>ou</i> origine d’une chose (du bien, du mal, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' p. *Ϝρίζα, cf. <i>lat.</i> radix, <i>all.</i> Würzel.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥίζα''': ης, ἡ· αἰτ. ῥίζην ἀντὶ τοῦ ῥίζαν Μάρκελλ. Σιδήτης 89 [[χάριν]] τοῦ μέτρου· (ἴδε κατωτ.)˙ - [[ῥίζα]], Ὀδ. Κ. 304, Ψ. 196, Ἀττ.· ὡς [[φάρμακον]], Ἰλ. Κ. 846· ῥ. [[ἐλατήριος]], καθαρτικὸν [[φάρμακον]], καθάρσιον, Foës Oecon. Hipp.˙ - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., αἱ ῥίζαι, Ἰλ. Μ. 134, Ὀδ. Μ. 435, κτλ.· δένδρεα μακρὰ αὐτῇσι ῥίζῃσι Ἰλ. Ι. 542· [[ἐντεῦθεν]] 2) ἐπὶ πολλῶν μεταφορικῶν χρήσεων, π.χ. αἱ ῥίζαι τῶν ὀφθαλμῶν, Ὀδ. Ι. 390, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 933˙ αἱ ῥίζαι ἢ τὰ θεμέλια τῆς γῆς, Ἡσ. Ἔργ. Κ. Ἡμ. 19˙ χθόνα ... αὐταῖς ῥίζαις [[πνεῦμα]] κραδαίνοι Αἰσχύλ. Πρ. 1047˙ ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο [[αὐτόθι]] 365˙ ἐπὶ πτερῶν, τριχῶν, κτλ., Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 12˙ τῶν ὀδόντων, ὁ αὐτ. Π. Ζ. Γεν. 5. 8, 9˙ γαστρὸς ῥ. ὁ ὀμφαλὸς ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1, κτλ. 3) ἐκ ῥιζῶν ἀναιρεῖν, radicitus, Πλουτ. Πομπ. 21, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 523F˙ πρβλ. [[ῥιζόθεν]], [[πρόρριζος]]. ΙΙ. τὸ ὡς [[ῥίζα]] ἀπὸ τοῦ [[αὐτοῦ]] πρέμνου φυόμενον, [[ὅθεν]] ὁ Πίνδαρος καλεῖ τὴν Λιβύην τρίτην ῥίζαν χθονός, θεωρῶν τὴν γῆν ὡς διῃρημένην εἰς [[τρεῖς]] ἠπείρους, Π. 9. 14. ΙΙΙ. [[ὡσαύτως]], τὸ [[πρᾶγμα]] ἐξ οὗ [[ἄλλο]] τι φύεται ἢ παράγεται οἰονεὶ ἀπὸ ῥίζης, ἀστέων [[ῥίζα]], ἐπὶ τῆς Κυρήνης ὡς τῆς μητρὸς ἢ ἀρχῆς τῆς Κυρηναϊκῆς πενταπόλεως, ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 26˙ ἡ [[ῥίζα]] ἢ ἀρχὴ ἐξ ἧς οἰκογένειά τις κατάγεται, Λατ. stirps, ῥ. Σπέρματος, γένους, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 83, Ι. 8 (7). 123, Αἰσχύλ. Ἀγ. 966, Σοφ. Αἴ. 1178, κτλ.˙ [[ὅθεν]], γένος, οἰκογένεια, Αἰσχύλ. Θήβ. 755, Εὐρ. Ι. Τ. 610, κτλ.˙ συκοφάντου ... [[σπέρμα]] καὶ ῥ. Δημ. 784. 28˙ [[ὡσαύτως]], ῥ. κακῶν, ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου fons et origo mali, Εὐρ. Ἀποσπ. 904˙ 11˙ παντὸς ἀγαθοῦ Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 280 Α· καλοκαγαθίας Πλούτ. 2. 4Β· ἀρχαὶ καὶ ῥ. γῆς καὶ θαλάττης Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 2, κτλ. πρβλ. [[ῥίζωμα]] ΙΙ. 2) θεμέλιον, ῥ. πάντων καὶ βάσεις ἀ γᾶ ἐρήρεισται Τίμ. Λοκρ. 97 Ε, πρβλ. Πλάτ. Τιμ. 81C. (Αἰολ. βρίσδα˙ -πρβλ. rad-ix· Γοτθ. vaurt-s· Ἀρχ. Γερμ. wurz-a (wurzel, wurtz)· παρ’ Ἄγγλοις root· ἴδε Κουρτ. ἀρ. 515).
|lstext='''ῥίζα''': ης, ἡ· αἰτ. ῥίζην ἀντὶ τοῦ ῥίζαν Μάρκελλ. Σιδήτης 89 [[χάριν]] τοῦ μέτρου· (ἴδε κατωτ.)˙ - [[ῥίζα]], Ὀδ. Κ. 304, Ψ. 196, Ἀττ.· ὡς [[φάρμακον]], Ἰλ. Κ. 846· ῥ. [[ἐλατήριος]], καθαρτικὸν [[φάρμακον]], καθάρσιον, Foës Oecon. Hipp.˙ - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., αἱ ῥίζαι, Ἰλ. Μ. 134, Ὀδ. Μ. 435, κτλ.· δένδρεα μακρὰ αὐτῇσι ῥίζῃσι Ἰλ. Ι. 542· [[ἐντεῦθεν]] 2) ἐπὶ πολλῶν μεταφορικῶν χρήσεων, π.χ. αἱ ῥίζαι τῶν ὀφθαλμῶν, Ὀδ. Ι. 390, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 933˙ αἱ ῥίζαι ἢ τὰ θεμέλια τῆς γῆς, Ἡσ. Ἔργ. Κ. Ἡμ. 19˙ χθόνα ... αὐταῖς ῥίζαις [[πνεῦμα]] κραδαίνοι Αἰσχύλ. Πρ. 1047˙ ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο [[αὐτόθι]] 365˙ ἐπὶ πτερῶν, τριχῶν, κτλ., Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 12˙ τῶν ὀδόντων, ὁ αὐτ. Π. Ζ. Γεν. 5. 8, 9˙ γαστρὸς ῥ. ὁ ὀμφαλὸς ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1, κτλ. 3) ἐκ ῥιζῶν ἀναιρεῖν, radicitus, Πλουτ. Πομπ. 21, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 523F˙ πρβλ. [[ῥιζόθεν]], [[πρόρριζος]]. ΙΙ. τὸ ὡς [[ῥίζα]] ἀπὸ τοῦ [[αὐτοῦ]] πρέμνου φυόμενον, [[ὅθεν]] ὁ Πίνδαρος καλεῖ τὴν Λιβύην τρίτην ῥίζαν χθονός, θεωρῶν τὴν γῆν ὡς διῃρημένην εἰς [[τρεῖς]] ἠπείρους, Π. 9. 14. ΙΙΙ. [[ὡσαύτως]], τὸ [[πρᾶγμα]] ἐξ οὗ [[ἄλλο]] τι φύεται ἢ παράγεται οἰονεὶ ἀπὸ ῥίζης, ἀστέων [[ῥίζα]], ἐπὶ τῆς Κυρήνης ὡς τῆς μητρὸς ἢ ἀρχῆς τῆς Κυρηναϊκῆς πενταπόλεως, ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 26˙ ἡ [[ῥίζα]] ἢ ἀρχὴ ἐξ ἧς οἰκογένειά τις κατάγεται, Λατ. stirps, ῥ. Σπέρματος, γένους, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 83, Ι. 8 (7). 123, Αἰσχύλ. Ἀγ. 966, Σοφ. Αἴ. 1178, κτλ.˙ [[ὅθεν]], γένος, οἰκογένεια, Αἰσχύλ. Θήβ. 755, Εὐρ. Ι. Τ. 610, κτλ.˙ συκοφάντου ... [[σπέρμα]] καὶ ῥ. Δημ. 784. 28˙ [[ὡσαύτως]], ῥ. κακῶν, ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου fons et origo mali, Εὐρ. Ἀποσπ. 904˙ 11˙ παντὸς ἀγαθοῦ Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 280 Α· καλοκαγαθίας Πλούτ. 2. 4Β· ἀρχαὶ καὶ ῥ. γῆς καὶ θαλάττης Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 2, κτλ. πρβλ. [[ῥίζωμα]] ΙΙ. 2) θεμέλιον, ῥ. πάντων καὶ βάσεις ἀ γᾶ ἐρήρεισται Τίμ. Λοκρ. 97 Ε, πρβλ. Πλάτ. Τιμ. 81C. (Αἰολ. βρίσδα˙ -πρβλ. rad-ix· Γοτθ. vaurt-s· Ἀρχ. Γερμ. wurz-a (wurzel, wurtz)· παρ’ Ἄγγλοις root· ἴδε Κουρτ. ἀρ. 515).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />racine;<br /><b>I.</b> <i>au propre ; particul.</i> racine médicinale;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> racine d’une chose (de l'œil, des cheveux, <i>etc.</i>), pied d’une montagne, fondement de la terre;<br /><b>2</b> souche d’une famille ; race, famille;<br /><b>3</b> source <i>ou</i> origine d’une chose (du bien, du mal, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' p. *Ϝρίζα, cf. <i>lat.</i> radix, <i>all.</i> Würzel.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth