αὐτόλιθος: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(big3_7)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτόλῐθος''': πεποιημένος ἐξ ἐνὸς μόνου λίθου, αὐτολίθοισι ληκύθοις Σοφ. (Ἀποσπ. 133) παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 120, κατ’ εἰκασίαν τινὰ ἀμφίβολον τοῦ Hemsterth. ἀντὶ αὐτοχείλεσι. 2) [[ὄντως]] [[λίθος]], Ἰω. Χρυσ. τ. 10, σ. 287 Ε.
|lstext='''αὐτόλῐθος''': πεποιημένος ἐξ ἐνὸς μόνου λίθου, αὐτολίθοισι ληκύθοις Σοφ. (Ἀποσπ. 133) παρὰ Πολυδ. Ι΄, 120, κατ’ εἰκασίαν τινὰ ἀμφίβολον τοῦ Hemsterth. ἀντὶ αὐτοχείλεσι. 2) [[ὄντως]] [[λίθος]], Ἰω. Χρυσ. τ. 10, σ. 287 Ε.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que es una auténtica piedra]] fig. de pers. [[invencible]] τις Chrys.M.61.229.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ αὐ. [[la piedra en sí]] Ar.<i>DN</i> M.3.596C.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que es una auténtica piedra]] fig. de pers. [[invencible]] τις Chrys.M.61.229.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ αὐ. [[la piedra en sí]] Ar.<i>DN</i> M.3.596C.
}}
}}

Revision as of 18:15, 6 October 2022

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόλῐθος: πεποιημένος ἐξ ἐνὸς μόνου λίθου, αὐτολίθοισι ληκύθοις Σοφ. (Ἀποσπ. 133) παρὰ Πολυδ. Ι΄, 120, κατ’ εἰκασίαν τινὰ ἀμφίβολον τοῦ Hemsterth. ἀντὶ αὐτοχείλεσι. 2) ὄντως λίθος, Ἰω. Χρυσ. τ. 10, σ. 287 Ε.

Spanish (DGE)

-ον
1 que es una auténtica piedra fig. de pers. invencible τις Chrys.M.61.229.
2 subst. τὸ αὐ. la piedra en sí Ar.DN M.3.596C.