ἑτοιμόδακρυς: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑς" to "εῖς"
mNo edit summary
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑτοιμόδακρυς]] (ετοιμοδάκρυος), -υ (Μ)<br />ο [[επιρρεπής]] στα δάκρυα, αυτός που δακρύζει εύκολα («συμπαθεῑς οἱ ἥρωες... καὶ ἑτοιμοδάκρυες», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> [[δάκρυ]]].
|mltxt=[[ἑτοιμόδακρυς]] (ετοιμοδάκρυος), -υ (Μ)<br />ο [[επιρρεπής]] στα δάκρυα, αυτός που δακρύζει εύκολα («συμπαθεῖς οἱ ἥρωες... καὶ ἑτοιμοδάκρυες», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> [[δάκρυ]]].
}}
}}