ἑτοιμόδακρυς
From LSJ
πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay
English (LSJ)
υ, gen. υος, easily moved to tears, Eust.115.30.
German (Pape)
[Seite 1052] zu Thränen geneigt, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμόδακρυς: υ, γεν. -υος, εὐκόλως κινούμενος εἰς δάκρυα, Εὐστ. 115. 30.
Greek Monolingual
ἑτοιμόδακρυς (ετοιμοδάκρυος), -υ (Μ)
ο επιρρεπής στα δάκρυα, αυτός που δακρύζει εύκολα («συμπαθεῖς οἱ ἥρωες... καὶ ἑτοιμοδάκρυες», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + δάκρυ].