εντελής: Difference between revisions
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
(12) |
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[ἐντελής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[τέλειος]], [[πλήρης]] («τὸν μισθὸν ἀποδώσω 'ντελῆ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που γίνεται στον [[μέγιστο]] βαθμό, [[απόλυτος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐντελὴς εἴς τι» εντελώς καταρτισμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άνθρ.) ο τέλεια ανεπτυγμένος ( | |mltxt=-ές (AM [[ἐντελής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[τέλειος]], [[πλήρης]] («τὸν μισθὸν ἀποδώσω 'ντελῆ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που γίνεται στον [[μέγιστο]] βαθμό, [[απόλυτος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐντελὴς εἴς τι» εντελώς καταρτισμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άνθρ.) ο τέλεια ανεπτυγμένος («ἐντελεῖς τὴν ἡλικίαν», Αιλ.)<br /><b>2.</b> <i>οἱ ἐντελεῖς</i><br />αυτοί που κατέχουν πλήρη αστικά δικαιώματα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:20, 13 October 2022
Greek Monolingual
-ές (AM ἐντελής, -ές)
1. τέλειος, πλήρης («τὸν μισθὸν ἀποδώσω 'ντελῆ», Αριστοφ.)
2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που γίνεται στον μέγιστο βαθμό, απόλυτος
μσν.
φρ. «ἐντελὴς εἴς τι» εντελώς καταρτισμένος
αρχ.
1. (για άνθρ.) ο τέλεια ανεπτυγμένος («ἐντελεῖς τὴν ἡλικίαν», Αιλ.)
2. οἱ ἐντελεῖς
αυτοί που κατέχουν πλήρη αστικά δικαιώματα.