μέγιστο

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

Greek Monolingual

το (ΑM μέγιστον)
βλ. μέγιστος.
μαθημ. βλ. μέγιστος.