Λυδία λίθος: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }} ") |
m (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia EN==)(\n)(.*)(\n[{=])" to "{{wkpen |wketx=$3 }}$4") |
||
Line 2: | Line 2: | ||
|woodpr=[[magnet]] | |woodpr=[[magnet]] | ||
}} | }} | ||
= | {{wkpen | ||
A touchstone is a small tablet of dark stone such as slate or lydite, used for assaying precious metal alloys. It has a finely grained surface on which soft metals leave a visible trace. | |wketx=A touchstone is a small tablet of dark stone such as slate or lydite, used for assaying precious metal alloys. It has a finely grained surface on which soft metals leave a visible trace. | ||
}} | |||
==Wikipedia EL== | ==Wikipedia EL== | ||
Η λυδία λίθος είναι η κοινή ονομασία πετρώματος μαύρου χρώματος, το όνομα του οποίου προέρχεται από τη Λυδία της Μικράς Ασίας από όπου την εισήγαγαν αρχικά κατά την αρχαιότητα οι Έλληνες. Είναι είδος βασάλτη, ενός σκληρού πετρώματος που ετυμολογικά προέρχεται από την λέξη βάσανος. Με την χρήση της Λυδίας λίθου μπορεί να εξακριβωθεί η περιεκτικότητα ενός κράματος σε χρυσό. | Η λυδία λίθος είναι η κοινή ονομασία πετρώματος μαύρου χρώματος, το όνομα του οποίου προέρχεται από τη Λυδία της Μικράς Ασίας από όπου την εισήγαγαν αρχικά κατά την αρχαιότητα οι Έλληνες. Είναι είδος βασάλτη, ενός σκληρού πετρώματος που ετυμολογικά προέρχεται από την λέξη βάσανος. Με την χρήση της Λυδίας λίθου μπορεί να εξακριβωθεί η περιεκτικότητα ενός κράματος σε χρυσό. |
Revision as of 11:25, 13 October 2022
Greek > English (Woodhouse)
Wikipedia EN
A touchstone is a small tablet of dark stone such as slate or lydite, used for assaying precious metal alloys. It has a finely grained surface on which soft metals leave a visible trace.
Wikipedia EL
Η λυδία λίθος είναι η κοινή ονομασία πετρώματος μαύρου χρώματος, το όνομα του οποίου προέρχεται από τη Λυδία της Μικράς Ασίας από όπου την εισήγαγαν αρχικά κατά την αρχαιότητα οι Έλληνες. Είναι είδος βασάλτη, ενός σκληρού πετρώματος που ετυμολογικά προέρχεται από την λέξη βάσανος. Με την χρήση της Λυδίας λίθου μπορεί να εξακριβωθεί η περιεκτικότητα ενός κράματος σε χρυσό.
Translations
touchstone
am: የፈተና ደንጊያ; ca: pedra de toc; cs: prubířský kámen; da: prøvesten; de: Probierstein; el: λυδία λίθος; en: touchstone; es: piedra de toque; eu: froga-harri; fr: pierre de touche; hi: कसौटी; it: pietra di paragone; ja: 試金石; kn: ಒರೆಗಲ್ಲು; ko: 시금석; ms: batu uji; no: probérstein; pl: lidyt; pt: pedra de toque; ru: пробирный камень; tr: mihenk taşı; uk: пробірний камінь
magnet
Akkadian: 𒍝 𒍝𒁉𒌈, 𒃻𒁕𒉡 𒍝𒁉𒌈; Albanian: magnet; Amharic: መግነጢስ; Arabic: مَغْنَاطِيس; Hijazi Arabic: مِغْنَاطِيس; Armenian: մագնիս; Assamese: চুম্বক, অয়স্কান্ত; Asturian: imán; Aymara: achkatasiri; Azerbaijani: maqnit; Basque: iman; Belarusian: магні́т; Bengali: অয়স্কান্ত, চুম্বক; Bulgarian: магни́т; Burmese: သံလိုက်; Catalan: imant; Chinese Cantonese: 攝石, 摄石; Dungan: щитешы; Mandarin: 磁鐵, 磁铁, 磁石; Min Nan: 吸石; Cornish: tennven; Crimean Tatar: mıqnatis; Czech: magnet; Danish: magnet; Dutch: magneet; Esperanto: magneto; Estonian: magnet; Finnish: magneetti; French: aimant; Galician: imán; Georgian: მაგნიტი; German: Magnet; Greek: μαγνήτης; Hebrew: מַגְנֵט; Hindi: चुंबक, मक़नातीस; Hungarian: mágnes; Icelandic: segull; Indonesian: magnet; Interlingua: magnete; Inupiaq: nipitchak; Irish: maighnéad, adhmaint; Italian: magnete, calamita; Japanese: 磁石; Kalmyk: сорнц; Kazakh: магнит; Khmer: មេដែក; Korean: 자석; Kurdish Central Kurdish: مەقناتیس; Kyrgyz: магнит; Lao: ແມ່ເຫຼັກ, ແມ່ເຫລັກ; Latin: magnes; Latvian: magnēts; Lithuanian: magnetas; Macedonian: магнет; Malay: besi berani, besi semberani, magnet; Manx: magnaid; Maori: autō; Mongolian: соронз; Norwegian: magnet; Pashto: مقناطيس; Persian: آهنربا, مغنیطیس; Polish: magnes; Portuguese: ímã; Romanian: magnet; Russian: магни́т; Rusyn: маґнет; Scottish Gaelic: magnait; Serbo-Croatian Cyrillic: ма̀гне̄т; Roman: màgnēt; Shan: သၢၼ်ႇလႅၵ်ႉ; Slovak: magnet; Slovene: magnet; Spanish: imán, magnete; Swahili: sumaku 9; Swedish: magnet; Tagalog: batubalani, gayuma; Tajik: магнит, оҳанрабо; Tamil: காந்தம்; Telugu: అయస్కాంతము, అయస్కాంతం; Thai: แม่เหล็ก; Tibetan: སྐུད་འདྲེན་ལེན་པོ, ཁད་ལོང, ཁབ་ལོང, ཁབ་ལེན་རྡོ, རྡོ་ཁབ་ལེན; Turkish: mıknatıs, çaşak; Turkmen: magnit; Ukrainian: магні́т; Urdu: مقناطیس; Uyghur: ماگنىت; Uzbek: magnit; Vietnamese: nam châm; Welsh: magnet; Yiddish: מאַגנעט; Zhuang: yapsig; Zulu: uzibuthe
af: magneet; als: magnet; am: መግነጢስ; an: imán; ar: مغناطيس; ast: imán; as: চুম্বক; ay: achkatasiri; azb: دمیرقاپان; az: maqnit; bar: magnet; ba: магнит; be_x_old: магніт; be: магніт; bg: магнит; bn: চুম্বক; bs: magnet; bxr: суранзан; ca: imant; cdo: cṳ̀-tiék; ckb: موگناتیس; cs: magnet; cy: magnet; da: magnet; de: Magnet; el: μαγνήτης; en: magnet; eo: magneto; es: imán; et: magnet; eu: iman; fa: آهنربا; fi: magneetti; frr: magneet; fr: aimant permanent; ga: maighnéad; gl: imán; he: מגנט; hif: chumbak loha; hi: चुम्बक; hr: magnet; hu: állandó mágnes; hy: մագնիս; ia: magnete; id: magnet; ik: nipitchak; io: magneto; is: segull; it: magnete; ja: 磁石; jv: magnèt; ka: მაგნიტი; kk: магнит; kn: ಅಯಸ್ಕಾಂತ; ko: 자석; ksh: mangneet; ku: kişanek; ky: магнит; la: magnes; li: magneet; lt: magnetas; lv: magnēts; mk: магнет; ml: കാന്തം; mn: соронз; mr: चुंबक; ms: magnet; my: သံလိုက်; nah: tlaihīyōānani tetl; ne: चुम्बक; new: चुम्बक; nl: magneet; nn: magnet; no: magnet; oc: asimant; pa: ਚੁੰਬਕ; pl: magnes; pms: magnete; pnb: مقݨاطیس; ps: مقناطيس; pt: íman; ro: magnet; rue: маґнет; ru: магнит; scn: calamita; sco: magnet; sd: چقمق; sh: magnet; simple: magnet; sk: magnet; sl: magnet; sq: magneti; sr: магнет; su: magnét; sv: magnet; sw: sumaku; ta: காந்தம்; tcy: ಅಯಸ್ಕಾಂತ; te: అయస్కాంతం; th: แม่เหล็ก; tl: batubalani; tr: mıknatıs; uk: магніт; ur: مقناطیس; uz: magnit; vi: nam châm; war: batubarani; wo: bijjaan; wuu: 磁铁; yi: מאגנעט; yo: gbéringbérin; zh_min_nan: khip-chio̍h; zh_yue: 攝石; zh: 磁鐵