escapar de: Difference between revisions
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
(2) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἐκφεύγω]], [[ἐκπροφεύγω]], [[διεκφυγγάνω]], [[διεκφεύγω]], [[δραπετεύω]], [[ἀποφεύγω]], [[διαδιδράσκω]], [[ἀποδιδράσκω]], [[ἀποκυβιστάω]], [[διεκδύνω]], [[ἐξαναδύω]] | |sltx=[[ἐκφεύγω]], [[ἐκπροφεύγω]], [[διεκφυγγάνω]], [[διεκφεύγω]], [[δραπετεύω]], [[ἀποφεύγω]], [[διαδιδράσκω]], [[διαδιδρήσκω]], [[ἀποδιδράσκω]], [[ἀποκυβιστάω]], [[διεκδύνω]], [[ἐξαναδύω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:34, 22 November 2022
Spanish > Greek
ἐκφεύγω, ἐκπροφεύγω, διεκφυγγάνω, διεκφεύγω, δραπετεύω, ἀποφεύγω, διαδιδράσκω, διαδιδρήσκω, ἀποδιδράσκω, ἀποκυβιστάω, διεκδύνω, ἐξαναδύω