συνυπόστατος: Difference between revisions
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
(40) |
m (pape replacement) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α [[συνυφίστημι]]<br />αυτός που συνυπάρχει με κάποιον. | |mltxt=-ον, Α [[συνυφίστημι]]<br />αυτός που συνυπάρχει με κάποιον. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit [[substantiell]]</i>, K.S. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:09, 24 November 2022
Greek (Liddell-Scott)
συνυπόστᾰτος: -ον, ὁ συνυπάρχων, τρία ἐνυπόστατα, τρία συνυπόστατα ἀλλήλοις συνόντα Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 891Β.
Greek Monolingual
-ον, Α συνυφίστημι
αυτός που συνυπάρχει με κάποιον.
German (Pape)
mit substantiell, K.S.