συνυπόστατος: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
(40)
m (pape replacement)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[συνυφίστημι]]<br />αυτός που συνυπάρχει με κάποιον.
|mltxt=-ον, Α [[συνυφίστημι]]<br />αυτός που συνυπάρχει με κάποιον.
}}
{{pape
|ptext=<i>mit [[substantiell]]</i>, K.S.
}}
}}

Latest revision as of 17:09, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

συνυπόστᾰτος: -ον, ὁ συνυπάρχων, τρία ἐνυπόστατα, τρία συνυπόστατα ἀλλήλοις συνόντα Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 891Β.

Greek Monolingual

-ον, Α συνυφίστημι
αυτός που συνυπάρχει με κάποιον.

German (Pape)

mit substantiell, K.S.