dificultad: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἔνστασις]], [[τὸ δυσπετές]], [[ | |sltx=[[ἔνστασις]], [[τὸ δυσπετές]], [[τὸ δυσεργές]], [[ἀτεραμνότης]], [[δυσχρήστημα]], [[δυσέργημα]], [[ἀπόρησις]], [[ἄναντες]], [[δυσχέρεια]], [[δυσέργεια]], [[δυσκολία]], [[τὸ δύσκολον]], [[ἀσχολία]], [[διαπορία]], [[δυσχρηστία]], [[δυσχωρία]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:13, 27 December 2022
Spanish > Greek
ἔνστασις, τὸ δυσπετές, τὸ δυσεργές, ἀτεραμνότης, δυσχρήστημα, δυσέργημα, ἀπόρησις, ἄναντες, δυσχέρεια, δυσέργεια, δυσκολία, τὸ δύσκολον, ἀσχολία, διαπορία, δυσχρηστία, δυσχωρία