δυσχρηστία

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσχρηστία Medium diacritics: δυσχρηστία Low diacritics: δυσχρηστία Capitals: ΔΥΣΧΡΗΣΤΙΑ
Transliteration A: dyschrēstía Transliteration B: dyschrēstia Transliteration C: dyschristia Beta Code: dusxrhsti/a

English (LSJ)

ἡ,
A difficult position, awkward circumstances, εἰς δυσχρηστίαν ἥκειν Plb.11.25.1, cf. 5.26.2, al.; distress, Phld.Ir.p.52 W., Mort.26 (pl.); of things, inconvenience, disadvantage, Plb.5.46.5: pl., Id.1.53.13; χρείας καὶ δυσχρηστίας Str.2.5.17; opp. πλεονέκτημα, Corn.ND18, cf. Plu.2.600a.
II (χράω) difficulty in obtaining loans, 'tightness' of money, Cic.Att.16.7.6.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 situación apurada, aprieto, dificultad εἰς τοῦτο δυσχρηστίας ἦλθον Plb.2.68.8, εἰς ἀπορίαν ἧκε καὶ δυσχρηστίαν Plb.11.25.1, cf. 1.28.1, 5.26.2, ταραχὴ καὶ δ. Plb.3.74.1, οἱ Ῥόδιοι ... εἰς δυσχρηστίαν ἐνέπιπτον τὴν μεγίστην D.S.31.38, debida a la falta de recursos econ. εἰς δυ[σχ] ρηστίαν ἐνπείπτειν (sic) Lindos 419.7 (I d.C.), cf. Cic.Att.415.6.
2 inconveniente, molestia ἡ περὶ τοὺς τόπους δ. Plb.5.46.5, cf. 1.53.13, consecuencia de la enfermedad Phld.Ir.4.8, de la animosidad de los esclavos, Phld.Ir.24.20, de vivir en tierra extraña, Phld.Mort.26.7, χρεῖαι ... ἢ δυσχρηστίαι Str.2.5.17, ἴαμα τῆς δυσχρηστίας Plu.2.600a, cf. Corn.ND 18.
3 desabrimiento, inconveniencia en el trato περὶ τοὺς ἡγεμόνας Plb.3.110.3.

German (Pape)

[Seite 691] ἡ, Schwierigkeit, Unbequemlichkeit, Hindernis, Pol. 1, 51, 11 u. öfter: Verlegenheit, Id.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
difficulté, embarras ; trouble, gêne, anxiété.
Étymologie: δύσχρηστος.

Russian (Dvoretsky)

δυσχρηστία:
1 трудность, затруднение, неудобство, помеха: τοῦ τόπου πολλαὶ δυσχρηστίαι Polyb. сильно пересеченная местность;
2 недостаток, порок, недуг (ἴαμα τῆς δυσχρηστίας ἐκείνης Plut.);
3 беспокойство, тревога (πολλὴν δυσχρηστίαν παρέχειν τινί Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσχρηστία: ἡ, δυσκολία, δυσχέρεια, Πολύβ. 1. 53. 13., 3. 75, 1· δυσκολία περὶ τὸ λαμβάνειν χρήματα, Cic. Att. 16. 7, 6.

Greek Monolingual

η (Α δυσχρηστία)
νεοελλ.
η ιδιότητα του δύσχρηστου
αρχ.
1. ακαταλληλότητα, μειονέκτημα
2. δυσχέρεια, δύσκολες περιστάσεις
3. δυσκολία στη λήψη δανείων.

Translations

difficulty

Arabic: صُعُوبَة‎; Asturian: dificultá; Azerbaijani: çətinlik; Belarusian: цяжкасць, труднасць; Bulgarian: трудност, мъчнотия; Catalan: dificultat; Chinese Mandarin: 困難, 困难; Crimean Tatar: mesele, qıyınlıq; Czech: obtížnost; Danish: sværhed, vanskelighed; Dutch: moeilijkheid; Esperanto: malfacileco, malfacilo; Finnish: vaikeus, hankaluus; French: difficulté; Galician: dificultade; German: Schwierigkeit; Greek: δυσκολία; Ancient Greek: ἄκανθα, ἀμηχανία, ἀμύξ, ἄναντες, ἀπόρημα, ἀπορησία, ἀπόρησις, ἀπορία, ἀπορίη, ἀργαλεότης, ἀσχολία, ἀτεραμνότης, διαπορία, δυσέργεια, δυσέργημα, δυσεργία, δυσκολία, δυσοδία, δυσχέρεια, δυσχρήστημα, δυσχρηστία, δυσχωρία, ἔνστασις, ἐπίστασις, ἐρυμνότης, περισκέλεια, περισκελία, περίστασις, πιεσμός, πλάνη, πρόβλημα, στεῖνος, στενοχώρημα, στενοχώρησις, στενοχωρία, στένωσις, τὰ ἄπορα, τὰ δυσχερῆ, ταλαιπώρημα, ταλαιπωρία, ταλαιπωρίη, τὸ ἄπορον, τὸ δυσεργές, τὸ δύσκολον, τὸ δυσπετές, τὸ δυσχερές, χαλεπότης, ψῦξις; Greenlandic: sapernassuseq; Haitian Creole: difikilte; Hebrew: קושי‎; Hindi: कठिनाई, मुसीबत, दिक़्क़त, दिक्कत; Hungarian: nehézség; Indonesian: kesukaran; Irish: deacracht; Italian: difficoltà; Japanese: 難しさ; Korean: 어려움; Kyrgyz: кыйындык; Kyrgyz: кыйындык; Ladino: difikultad, difikoltá; Latin: difficultas; Macedonian: тешкотија; Malayalam: ബുദ്ധിമുട്ട്, കഷ്ടപ്പാട്; Maori: papatoieketanga, uauatanga; Middle English: resistence; Navajo: ił nanitłʼah; Norwegian Bokmål: vanske; Nynorsk: vanske; Occitan: dificultat; Plautdietsch: Schwierichkjeit; Polish: trudność; Portuguese: dificuldade; Romanian: dificultate; Russian: трудность, сложность; Scottish Gaelic: duilgheadas, cruas, cruadal, spàirn, docaireachd, èiginn, teanntachd, staing; Serbo-Croatian Cyrillic: тешко̀ћа; Roman: teškòća; Slovak: obtiažnosť; Slovene: težavnost; Spanish: dificultad; Swedish: svårighet, besvär; Telugu: కష్టం; Tocharian B: āmāskai; Turkish: zorluk; Ukrainian: важкість, трудність, тяжкість; Urdu: مشکل‎, کٹھنائی